«Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις – και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια λάθος ηλικία επίσης. Δηλαδή μεγάλη. Θα προτιμούσα να ξέρω τρακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω μ' αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε, και τυραννιέσαι απλώς», έγραφε στη νουβέλα του Μπλε Βαθύ, Σχεδόν Μαύρο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας. Ο Θανάσης Βαλτινός ανήκει, χωρίς αμφιβολία, στους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους και ήταν ένας από τους τελευταίους βράχους του ελληνικού πνεύματος. Αποτέλεσε πρότυπο πνευματικής ολοκλήρωσης αλλά και δημιουργικής προσφοράς. Με μία αξιομνημόνευτα πλούσια συγγραφική πορεία ο πολυβραβευμένος συγγραφέας άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Πρόκειται για τον συγγραφέα που μετέτρεψε την Ιστορία και τα γραπτά τεκμήρια σε λογοτεχνική ύλη. Έγινε γνωστός για τη λιτότητα των εκφραστικών του μέσων, την αφηγηματική του δεινότητα, τη χρήση της ανεπεξέργαστης προφορικής μαρτυρίας και του βιώματος, τη φυσικότητα στις περιγραφές, τη λαϊκή γλώσσα, την ανδροκεντρική θεματολογία καθώς και τα αφαιρετικά αλλά και υπαινικτικά του κείμενα. Με λόγο δωρικό και ανεπιτήδευτο, υπήρξε θιασώτης της μνήμης και συνέθεσε ένα έργο πρωτοπόρο, αλλάζοντας τον ρου του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος.
«Η γλώσσα του, λιτή, απλή, στιβαρή, ήταν στοιχείο του στυλ του. Του έμοιαζε, έμοιαζε σε έναν άνδρα που μεγάλωσε στα βουνά της Κυνουρίας και που δεν απώλεσε ποτέ την αίσθηση της λιτότητας, ακόμη κι όταν έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών».
Μια από τις μεγαλύτερες μορφές της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας, ευτύχησε τα βιβλία αλλά και τα σενάρια που έγραψε να γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία ενώ το 2016 έφτασε στην ύψιστη τιμή της πορείας του όταν εκλέχθηκε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Είχε προηγηθεί το 2008 η εκλογή του ως τακτικό μέλος της στην έδρα της Νέας Ελληνικής Πεζογραφίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Επίσης, είχε μεταφράσει και αρχαίες τραγωδίες και μάλιστα είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο για την απόδοση έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα νέα ελληνικά. Συγκεκριμένα για τις μεταφράσεις των Τρωάδων και της Μήδειας του Ευριπίδη.
Την τελευταία φορά που τον είδα από κοντά ήταν το 2022 όταν τον τίμησε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, σε ειδική τελετή με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος. Έκτοτε επικοινωνούσα τηλεφωνικά μαζί του ζητώντας του τη γνώμη του για διάφορα θέματα της επικαιρότητας. Όμως τα γηρατειά, όπως μου έλεγε, δεν του άφηναν περιθώρια για πολλά πράγματα. Τον θυμάμαι να μου λέει ότι θεωρούσε τη στέρηση αρετή και γι’ αυτό είχε επιλέξει ένα λιτό και ασκητικό βίο. Είχε πάντα δίπλα του ένα κινητό παλαιάς τεχνολογίας και ζούσε εδώ και πολλά χρόνια σ’ ένα μικρό δώμα στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας της οδού Αστυδάμαντος στο Παγκράτι, περιτριγυρισμένος από στοίβες με βιβλία, σκόρπιες σημειώσεις και έργα ζωγραφικής. Σχεδόν κάθε μέρα ακολουθούσε ευλαβικά τις καθημερινές του ιεροτελεστίες. Απολάμβανε την άπλετη θέα στο Λυκαβηττό, πήγαινε στο περίπτερο για να αγοράσει εφημερίδα ενώ το μεσημέρι έτρωγε στο ίδιο εστιατόριο της οδού Σπύρου Μερκούρη.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1958 με το διήγημα «Κατακαλόκαιρο» σε διαγωνισμό του περιοδικού Ταχυδρόμος. Το 1963 δημοσίευσε το αφήγημα «Η κάθοδος των εννιά», που αναφερόταν στον εμφύλιο πόλεμο ενώ κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας συμμετείχε στην αντιστασιακή έκδοση «18 Κείμενα». Το 1994 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Ορθοκωστά», με θέμα τον εμφύλιο πόλεμο, το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις.
Ήταν ένας άνθρωπος που πάντοτε του άρεσε να μιλά ατρόμητα και χωρίς περιστροφές. Τον διέκρινε ο μεστός λόγος, το λακωνικό ύφος αλλά και το ιδιαίτερο χιούμορ. Πάντα επέλεγε να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και να υποστηρίζει με πάθος την πίστη του σε θεμελιώδεις αξίες και αρχές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον θυμό και την οργή του όταν τον είχα συναντήσει στο πλαίσιο μιας μεγάλης συνέντευξης στο γραφείο του στην Ακαδημία Αθηνών. Τότε τον ενοχλούσε πολύ η παρακμή της κυβερνώσας Αριστεράς, η γλωσσική φτώχεια των νέων παιδιών και η «κατάρα» των γκραφιτάδων. «Μας χαρακτηρίζει η ευκολία των αποδιοπομπαίων τράγων και δευτερευόντως η αναζήτηση της ατομικής ευθύνης», μου έλεγε και πρόσθετε ότι «αριστερός είναι ο άνθρωπος που έχει εντιμότητα, καθαρή στάση απέναντι στα γεγονότα καθώς και μια ανιδιοτέλεια πολιτικού χαρακτήρα».
Μεγάλωσε σε μια δύσκολη εποχή, με κακουχίες, ταλαιπωρίες και βάσανα. Γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας το 1931. «Φύγαμε από εκεί την Κατοχή γιατί υπήρχε μεγάλη πείνα. O πατέρας μου ήταν εργολάβος και του τα πήρανε όλα όταν έγινε ο πόλεμος. Κατεβήκαμε στη Σπάρτη και μετά πήγαμε στο Γύθειο. Άλλη Ελλάδα τότε. Οι περιοχές αυτές σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με την τότε φυσιογνωμία τους. Έχουν καταντήσει μικρές Αθήνες. Μετά την τηλεόραση έχουν ισοπεδωθεί το ήθος και οι συμπεριφορές. Όλα τα κοριτσάκια μπεμπεκίζουν. Δεν είναι άσχημο, αλλά μετά έρχεται η τυποποίηση. Σαν πορτοκάλια Καλιφόρνιας», είχε δηλώσει στον Σταύρο Διοσκουρίδη, στην αυτοβιογραφική του συνέντευξη για τη στήλη «Οι Αθηναίοι» της έντυπης LIFO.
Δεν δίσταζε να μιλά αρκετά για τους ανεκπλήρωτους έρωτες αλλά και για τις επισκέψεις του σε οίκους ανοχής της επαρχίας. Και είχε πάντα μια εξήγηση για αυτό: «Το σεξουαλικό ένστικτο είναι αρκετά δυνατό και οι πρώτες εμπειρίες μου αναγκαστικά ήταν με εκδιδόμενες γυναίκες. Ο έρωτας, πάντως, είναι μια κινητήρια δύναμη ζωής. Εξευγενίζει τον άνθρωπο. Απαλύνει τα πάντα, αλλά μπορεί να σε οδηγήσει παντού, από το καλύτερο μέχρι το χειρότερο».
Ως παιδί άρχισε να διαβάζει χωρίς να ξέρει το γιατί. Προέκυψε ως μια εσωτερική του ανάγκη. Δεν μετάνιωσε ποτέ που έγινε συγγραφέας, τον γοήτευαν πολύ οι Γραφές και ο Ευαγγελικός λόγος ενώ για τον ίδιο η λογοτεχνία ήταν πάντα μια υπόθεση που αποτελούσε τη βασική του προτεραιότητα. Και σε μια συνομιλία μας μου είχε διευκρινίσει τι εννοούσε: «Δεν είναι χόμπι, διασκέδαση ή μια στιγμιαία εκτόνωση. Πρόκειται για μια δουλειά ζωής. Η λογοτεχνία περιέχει πολύ ασκητισμό. Δεν έχει επικαιρικό χαρακτήρα. Ένα έργο ζωής χτίζεται με κόπο, προσπάθεια, στέρηση και, βεβαίως, με μεγάλη ανάσα ψυχής. Είναι ένα συνεχές αλισβερίσι, παίρνεις και αφήνεις, απλώς δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι πιο οδυνηρό. Αισθάνεσαι ότι είσαι ένα κομμάτι της κοινωνίας και της ζωής. Η λογοτεχνία είναι χρησμός, εκφράζεις την εποχή, χωρίς να καταφεύγεις σε κραυγές ή συνθήματα».
Ο Πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού, Νίκος Μπακουνάκης, τονίζει, σχετικά με το αποτύπωμα του Θανάση Βαλτινού στα ελληνικά γράμματα: «Το τελευταίο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού που διάβασα –και έγραψα στη LiFO γι’ αυτό– ήταν το «Νέα Σελήνη, Ημέρα Πρώτη», ένα βιβλίο για τον θάνατο και τη λαγνεία, τοποθετημένο στην Τρίπολη, κάπου μέσα στα χρόνια του Εμφυλίου. Απόλυτος ρεαλισμός, μολονότι στο κέντρο του βιβλίου υπάρχουν οι ερωτικές φαντασιώσεις δύο αγοριών, λόγος γυμνός, ευθύς και σαγηνευτικός. Βρίσκουμε εδώ την αυτοβιογραφία, που μεταγράφεται όμως, με την αναγνωρισμένη εκφραστική λιτότητα του συγγραφέα, σε κάτι καθολικό και καίριο. Κι αυτό ήταν ο Βαλτινός. Ένας μεγάλος ανανεωτής της λογοτεχνίας μας.
»Ήταν ο πρώτος που, πολύ πριν τους ιστορικούς, έβαλε στο κέντρο του λογοτεχνικού προγράμματός του την αμφίδρομη βία και την αμφίδρομη τρομοκρατία της εποχής του Εμφυλίου, όχι για να καταγγείλει –αυτό δεν το κάνει ποτέ η καλή λογοτεχνία–, αλλά για να μπει στον πυρήνα της ανθρώπινης, ατομικής συνθήκης. Άνοιξε δρόμους με την αφηγηματική τεχνική του, χρησιμοποιώντας το κολάζ, ενσωματώνοντας την μαρτυρία, παίζοντας με το αληθοφανές και μυθιστοριοποιώντας το πραγματικό.
»Η γλώσσα του, λιτή, απλή, στιβαρή, ήταν στοιχείο του στυλ του. Του έμοιαζε, έμοιαζε σε έναν άνδρα που μεγάλωσε στα βουνά της Κυνουρίας και που δεν απώλεσε ποτέ την αίσθηση της λιτότητας, ακόμη κι όταν έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήρθαμε πολύ κοντά σ’ ένα ταξίδι που είχαμε κάνει στον Καναδά, το φθινόπωρο του 2005. Είχαμε γελάσει πολύ στα διαδρομή από το Μόντρεαλ στην Οτάβα, μ΄ ένα Σεβρολέ που οδηγούσα εγώ, με τον Θανάση στο πίσω κάθισμα και τη γυναίκα μου, στη θέση του συνοδηγού. Είχαμε νοικιάσει το αυτοκίνητο σε rent a car, ιδιοκτησίας ενός Καλαματιανού. Είχε χιούμορ κι ήταν άνθρωπος της ζωής».
Ο καθηγητής του ΑΠΘ και συγγραφέας, Νικόλας Σεβαστάκης, στέκεται στο λογοτεχνικό του εκτόπισμα σημειώνοντας: «Με τον Θανάση Βαλτινό η λογοτεχνία διαχωρίζεται από κάθε λογοτεχνίτιδα, από τη διάθεσή της να αποφύγει την Ιστορία για χάρη της γλώσσας. Νομίζω πως ο Βαλτινός κατέκτησε τη γλώσσα του δοκιμάζοντας να μιλήσει απλά και να δείξει το τραγικό της ανθρώπινης συνθήκης. Εκεί που άλλος θα επιδείκνυε τις πληγές, ο Βαλτινός τις φανέρωσε με μια γραφή ιδιοσυγκρασιακή, δηλαδή γραφή απόλυτα προσαρμοσμένη στο υλικό της.
»Από μια άποψη, ο Βαλτινός είναι ο συγγραφέας μιας ιδιαίτερης περιοχής ανάμεσα στον θάνατο και στον έρωτα, στην πόλη και στο χωριό, στο εφηβικό όνειρο και στην ενήλικη μελαγχολία. Θυμάμαι βέβαια τη διαμάχη για την Ορθοκωστά αλλά περισσότερο το πόσο με είχε κλονίσει ο υπόκωφος τραγικός τόνος στην Κάθοδο των Εννιά, έργο που μου θύμιζε κάποιες αφηγήσεις του πατέρα μου από το αντάρτικο στο βουνό.
»Με τον Βαλτινό πιστεύω ότι η λογοτεχνική μας νεωτερικότητα προχώρησε προς τη σκληρή διαύγεια, προς κάτι που χρειαζόταν τιθασεύοντας την ορμή κάθε συγγραφέα για φλυαρία με κατάλληλες δόσεις παύσεων και σιωπής. Τα κείμενα του Βαλτινού κράτησαν μέσα τους αυτή την αμετανόητη σιωπή που παρακινεί τον αναγνώστη να σεβαστεί την ανάγνωση. Τι καλύτερο δώρο από αυτό για τα γράμματά μας;».
Από την πλευρά της η δημοσιογράφος και συμπαρουσιάστρια της τηλεοπτικής εκπομπής «Βιβλιοβούλιο», Σταυρούλα Παπασπύρου, επισημαίνει: «Ο Θανάσης Βαλτινός υπήρξε λιτός κι απέριττος στη λογοτεχνική διαδρομή του. Ανακαλώντας το έργο του, δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στη θερμοκρασία που εκπέμπουν οι αφτιασίδωτες φράσεις του, στην επιμονή του ν’ αναζητά νέους τρόπους για να προσεγγίσει θέματα χιλιοειπωμένα, στην πυκνότητα της γραφής του. Μια πυκνότητα που για να κατακτηθεί χρειάζεται χρόνος, πολύς χρόνος, έλεγε. "Χτυπιέμαι για ν’ αποδώσω μια βιβλικότητα χωρίς καλολογικά στοιχεία και περίγραφες". Τα γραπτά του Βαλτινού δεν είναι βγαλμένα από την επικαιρότητα ή τις κοινωνικές ανατροπές. Είναι ριζωμένα στην Ιστορία. Η κατοχή και ο εμφύλιος του έδωσαν το πλαίσιο για να εκφράσει ό,τι ταλάνιζε υπαρξιακά τον ίδιο και να εξερευνήσει τον έρωτα, τη λαγνεία, τον θάνατο, τα γηρατειά, τον πόλεμο, τη βία, τη μετανάστευση. Μοντέρνος και τολμηρός, ο Βαλτινός άνοιξε δρόμους στους νεώτερους πεζογράφους κι έμαθε ελληνικά σε πολύ περισσότερους».
Για την παρακαταθήκη του βραβευμένου συγγραφέα η Αρετή Γεωργιλή, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Free Thinking Zone, λέει: «Ο “πατέρας” του Ανδρέα Κορδοπάτη, της Ορθοκωστά, του Τελευταίου Βαρλάμη, του νεαρού φοιτητή της Ιατρικής που αυτοκτόνησε χωρίς λόγο το ‘52 και τόσων άλλων αξιομνημόνευτων και πολυσύνθετων χαρακτήρων, ο σπουδαιότερος ίσως πεζογράφος της γενιάς του, δεν είναι πια μαζί μας. Η παρακαταθήκη του πολύτιμη για τις επόμενες γενιές. “Μπορούμε να εμπιστευτούμε τη λογοτεχνία;” αναρωτήθηκε σε μία δημόσια τοποθέτησή του ο έγκριτος ακαδημαϊκός μας. Μπορούμε, είναι η απάντηση, εφόσον η αφήγηση της ζωής, η μετατροπή της σε μια μοναδική ιστορία που αντέχει στον χρόνο, αφήνεται στα χέρια λογοτεχνών, όπως ο Θανάσης Βαλτινός. Ο κόσμος της λογοτεχνίας, ο ακαδημαϊκός κόσμος, ο κόσμος του ελληνικού πολιτισμού σήμερα πενθεί. Ας αναπαυθεί εν ειρήνη».
Ο τελευταίος από τον οποίο ζήτησα ένα σχόλιο για τον θάνατο του Θανάση Βαλτινού ήταν ο ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών, Ντίνος Σιώτης. Αναφέρει: «A! ρε Θανάση, πήγες κι έφυγες ενώ ο παγκόσμιος εμφύλιος μαίνεται, ενώ η φρίκη της βίας μεταδίδεται από χώρα σε χώρα σαν ιός, ενώ η χώρα ρημάζεται, ενώ καταπίνει την ιστορία της, ενώ οι συγγραφείς δεν μπορούμε να βάλουμε τίποτε σε τάξη, ενώ η λογοτεχνία είναι χρήσιμη μόνο αν είναι όμηρος μιας πεταλούδας, εσένα η γραφή σου ήταν διαβρωτική σαν το αλάτι, σαν ασπρόμαυρη ταινία του ’50 με ορεσίβια σκληρότητα και λυρισμό Αρκαδίας, οι λέξεις σου έκοβαν σαν ξυράφι, το μόνο που μας σώζει είναι να σε ξαναδιαβάζουμε».
Ήταν κάποια χρόνια πριν όταν, ασυναίσθητα, του εξέφρασα την απορία μου ως προς το τι του δίνει ελπίδα. Κι εκείνος, με ήρεμη φωνή και ένα πηγαίο χαμόγελο, μου είχε απαντήσει: «Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και όταν έχει συννεφιά, ο ήλιος εξακολουθεί και βγαίνει κάθε μέρα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ελπίδα, είναι χρέος του να ζει με τις ελπίδες και χρέος του να ζει μια ζωή με πληρότητα».