ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΠΑΝΙΕΣ ΣΚΗΝΕΣ στο The Substance (Το ελιξίριο της νεότητας) που δεν είναι βαρυφορτωμένες με εικαστικά σπαράγματα ακραίου σωματικού (ή άλλου) τρόμου, βλέπουμε την Ελίζαμπεθ (Ντέμι Μουρ) να ετοιμάζεται μπροστά στον καθρέπτη για να βγει με έναν παλιό συμμαθητή της, ο οποίος την συνάντησε τις προάλλες τυχαία στον δρόμο και της έδωσε το τηλέφωνό του στην απίθανη περίπτωση που μια διασημότητα σαν κι αυτή θα ήθελε να βγει μαζί του κάποτε για ποτό.
Υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα υπήρχε καμιά περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο, από τη στιγμή μάλιστα που ο παλιός συμμαθητής είναι ένας εντελώς αδιάφορος και ασήμαντος μεσήλικας. Όμως η αυτοπεποίθησή της βρίσκεται στο ναδίρ.
Ανήσυχη και ανικανοποίητη, αλλάζει διαρκώς το μακιγιάζ της με όλο και πιο έντονες και ανυπόμονες πινελιές μέχρι που τραβάει μια «μαχαιριά» με το κραγιόν στο μάγουλό της σαν να θέλει να σκίσει το πρόσωπό της στα δύο. Η ώρα έχει περάσει και είναι πια πολύ αργά, όχι μόνο για το ραντεβού αλλά για τα πάντα.
Η ταινία της Κοραλί Φαρζά είναι εντυπωσιακή, ακόμα και γενναία στον αχαλίνωτο παροξυσμό της, ως ταινία είδους και ως μανιασμένο μίξερ αναφορών και επιρροών, σενάριο όμως δεν έχει ούτε και κάποια σοβαρή θεματική υπόσταση στην πραγματικότητα.
Είναι ίσως η μοναδική σκηνή που περνάει το «φεμινιστικό» μήνυμα το οποίο υποτίθεται ότι επιθυμεί να διατρανώσει με τον επιδεικτικά εξωφρενικό τρόπο της ολόκληρη η ταινία. «Μετά τα 50, τέλος». Αυτό της λέει κοφτά καθώς την απολύει ο γλοιώδης παραγωγός (όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας είναι καρτούν στερεότυπα, αλλά οι άνδρες είναι κωμικά χάρτινοι), τον οποίον υποδύεται ο Ντένις Κουέιντ.
Η Ντέμι Μουρ όμως δεν είναι 50, είναι 62 και παραμένει «θεά» εμφανισιακά, σύμφωνα όμως με το πνεύμα της ταινίας (η οποία συμπεριφέρεται στην πρωταγωνίστριά της και κατ’ επέκταση στην ηθοποιό την ίδια σαν να είναι ζωντανό ανέκδοτο), θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί προ πολλού όχι μόνο από το σινεμά αλλά από κάθε δημόσια εμφάνιση.
Η ταινία της Κοραλί Φαρζά είναι εντυπωσιακή, ακόμα και γενναία στον αχαλίνωτο παροξυσμό της, ως ταινία είδους και ως μανιασμένο μίξερ αναφορών και επιρροών, σενάριο όμως δεν έχει (κι ας πήρε τον Χρυσό Φοίνικα σεναρίου στο αιωνίως ασυνάρτητο στις βραβεύσεις του Φεστιβάλ των Καννών) ούτε και κάποια σοβαρή θεματική υπόσταση στην πραγματικότητα. Αντίθετα από τον τίτλο της, δεν έχει καμία ουσία.
Και καθόλου δεν πειράζει να μην έχει «μήνυμα» ή ακόμα και «νόημα» μια ταινία μυθοπλασίας (μπορεί να έχει ένα σωρό άλλα ελκυστικά στοιχεία). Πειράζει όμως να παριστάνει ότι έχει, και μάλιστα βαρύγδουπο.
Δεν είμαι κατά της μεγάλης διάρκειας, αλλά 140 λεπτά είναι πάρα πολλά για το ξεχείλωμα, ή μάλλον το τελετουργικό ξέσκισμα, μιας διόλου πρωτότυπης ιδέας. Και σε κάθε περίπτωση, το γήρας –και όλοι οι εφιάλτες γύρω από αυτό– είναι πολύ πιο άγριο, τρομακτικό και αδυσώπητο από το ξέφρενο, πλαστικό γκραν γκινιόλ του The Substance, που είναι τόσο επιφανειακό όσο αυτό που επικρίνει.
Η ταινία «The Substance» προβάλλεται στους κινηματογράφους.