Ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ έχει ευχαριστήσει θερμά τη Ζιλιά Ντικουρνό και την Κοραλί Φαρζά για τους επαίνους που του έχουν απευθύνει σχετικά με τον τρόπο που, όπως υποστηρίζουν, έχει εμπνεύσει το στυλ και τη θεματολογία τους. Με όλο τον σεβασμό στον μετρ, η Ντικουρνό είναι σίγουρα η μόνη από τις δύο Γαλλίδες που έχει ακολουθήσει πιστά τις διδαχές του και τις έχει εξελίξει βάσει των επιταγών του 21ου αιώνα ειδικά στο Titane, μια post-punk σπουδή στη βίαιη ψυχολογία της ρευστής ταυτότητας. Η Φαρζά μόνο περιφερειακά –και αναγκαστικά, εφόσον πραγματεύεται την εξωτερική μετάλλαξη που επηρεάζει τη συμπεριφορά– αναφέρεται στο σινεμά του Καναδού δημιουργού, έχοντας μια πλειάδα από άλλες ταινίες και σκηνοθέτες που θα μπορούσε να παραθέσει ως μεταφορικούς και κυριολεκτικούς σταθμούς σύγκρισης. Και το κάνει αδίστακτα και καθαρά: το βραβευμένο για το σενάριό του στο Φεστιβάλ Καννών του 2024 The Substance είναι μια ευθεία σάτιρα, βαριά και σπλατερική μέχρι το κόκαλο, μια περιπέτεια μεταμόρφωσης που μόνο ο Δανός Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν και κανείς Αμερικανός δεν θα τολμούσε, ενδεχομένως για να μην κατηγορηθεί για εκτεταμένη αντιγραφή του πρωτοτύπου.

 

Κι ενώ ο Ταραντίνο ξεσηκώνει ιδιοποιούμενος, η Φαρζά αραδιάζει με γούστο και κρυστάλλινης διαύγειας, ενίοτε χοντροκομμένη αναπαράσταση κλασικές και αγρίως διαφορετικές κινηματογραφικές αναμνήσεις στο χρονικό της εξαιρετικά απογοητευμένης Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, μιας ηθοποιού που κάποτε κέρδισε Όσκαρ και πλέον διαπρέπει σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα aerobics για νοικοκυρές, ώσπου ο χυδαίος καναλάρχης (Ντένις Κουέιντ στον ρόλο του σιχαμένου «λευκού προβλήματος») την πετάει σαν σκουπίδι, απλώς γιατί γέρασε και πλέον ψάχνει μια σφριγηλή νεαρή για να ξανακερδίζει τις σημαντικές δημογραφικές ομάδες – γι’ αυτό και το πρώτο μέρος μοιάζει με διαφημιστικό, σαν το χαμένο κομμάτι της εμπορικής πίτας που πάντα ψάχνει η τηλεόραση. Χωρίς σύντροφο και δουλειά, μένει στο αχανές διαμέρισμά της δίπλα σε ένα φαράγγι του Λος Άντζελες μόνη κι έρημη, με το αγέραστο αλά Ντόριαν Γκρέι πορτρέτο της στον τοίχο να της αντιγυρίζει ειρωνικές ματιές αφόρητης ελεημοσύνης όταν δεν αρματώνεται με το εκτυφλωτικά κίτρινο παλτό της και τα υπερμεγέθη γυαλιά ηλίου για να ξεσκάσει κάνοντας μια διεκπεραιωτική βόλτα στην πόλη.

 

Απελπισμένη, η Ντεμί Μουρ βρίσκει μια φόρμουλα θεαματικής αντιγήρανσης και τολμά να τη δοκιμάσει, με φρικτά αποτελέσματα. Μετά τη χορήγηση της μυστηριώδους ουσίας γεννιέται από την πλάτη της ένα δροσερό και λυγερό κορίτσι, και η συνταγή τής θυμίζει πως εκείνη και η νεότερη εκδοχή της, η Σου (Μάργκαρετ Κουόλι), είναι ένα και το αυτό, ό,τι κι αν γίνει, κάτι που στο φινάλε εφαρμόζεται με τον πιο γκραν γκινιόλ τρόπο που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στη μεγάλη οθόνη. Εννοείται πως η Σου σκίζει στην οντισιόν για τη θέση που κάποτε είχε η παραπεταμένη Ελίζαμπεθ, και ο κανόνας είναι πως η ζωή τους μοιράζεται στα δύο με ενέσεις ανά εβδομάδα που αν δεν ανανεωθούν κατά γράμμα, θα ακολουθήσουν παραμορφωτικές επιπτώσεις για όποια τις παραβεί. Και πάλι γίνεται προφανές πως η δυσλειτουργία θα προκαλέσει σημαντικές και ορατές ατέλειες, όταν η σέξι και κοινωνική Τζέκιλ θα ρίξει στο ζύγι την κρυμμένη και μοναχική Χάιντ που μάταια περιμένει τη σειρά της για να λάμψει, να σκορπίσει το sparkle που της έχει απομείνει. Η matrix, δηλαδή αυτή που έκανε την παραγγελία, έχει τον πρώτο λόγο σε περίπτωση ανάκλησης της απόφασης και η σύγκρουση δεν θα αργήσει, με την υπόσχεση πως θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία εκδίκησης τους ενός εαυτού προς τον άλλο – αν δεν ξέρουμε εμείς ποιοι είμαστε και τι όριο είμαστε ικανοί να ξεπεράσουμε, τότε ποιος ξέρει;

 

Από το Perfect, όπου η Τζέιμι Λι Κέρτις χτυπιέται και ιδρώνει, μέχρι το Showgirls με την Ελίζαμπεθ Μπέρκλι που επιδεικνύει υπερκινητικά τις γυμνές καμπύλες της στο ηδονοβλεπτικό ανδρικό βλέμμα της κάμερας και την τερατογένεση του Alien, μέχρι τους συμμετρικούς διαδρόμους και τις λευκές τουαλέτες της Λάμψης, τον απεχθή στην όψη και συγκινητικό στη συμβίωση σώματος και ψυχής Άνθρωπο Ελέφαντα στη σπαρταριστή τρίτη πράξη και βέβαια την Κάρι σε ένα λουτρό αίματος στη νιοστή, το έξυπνα αχρονικό Substance ξεσκίζει στα ίσα και με το δικό του λεξιλόγιο το Χόλιγουντ και τη μανία για το ελιξίριο της νεότητας, τοποθετώντας μια πρώην σούπερ σταρ στο προσκήνιο της ηλικιακής διάκρισης.

 

Η Μουρ όντως είχε μια απίθανη καριέρα, αν και όχι οσκαρικού διαμετρήματος, κι αυτή έχει πειράξει το πρόσωπό της, αλλά η σιλουέτα της παραμένει φυσικά εντυπωσιακή και καλά «δουλεμένη», σαν να μην έπαψε ποτέ να (ελπίζει και να) εξασκείται ευλαβικά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή – και η φήμη της διατηρείται. Ωστόσο, ποιος ξέρει πόσο πληγωμένη μπορεί να είναι από το σκαμπανέβασμα στο οποίο η βιομηχανία του θεάματος την υπέβαλε παρά τη θέληση και τις προθέσεις της, και η ολόψυχη, απογυμνωμένη συμμετοχή της σε μια τόσο ακραία φαντασία θυμίζει, σε επίπεδο προσέγγισης και υπερβολής, τα εκδικητικά θριλεράκια τρόμου που η Τζόαν Κρόφορντ και η Μπετ Ντέιβις γύριζαν μετά το Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν, για να διαιωνιστούν πάση θυσία, με γουρλωμένο βλέμμα και αναλαμπές του ταλέντου τους, σε έναν διαγωνισμό του καλού γούστου με τον camp συρμό της εποχής. Μπροστά της, η Μάργκαρετ Κουόλι, που έχει σκηνοθετηθεί σαν φανταχτερό γλειφιτζούρι, μοιάζει με αναλώσιμο αξεσουάρ και αναμετριέται δυναμικά με την εξοργισμένη «μαμά» της για να κρατηθεί στην επικαιρότητα περισσότερο παρά για να μείνει ζωντανή.

 

Υπάρχει μια σκηνή πυγμαχικού ξύλου μπροστά στον καθρέφτη, με την εικόνα μιας εντελώς αγνώριστης, βαριά μωλωπισμένης Μουρ να αναρωτιέται αν αξίζει να προσπαθείς, ακόμα κι αν η εικόνα σου δεν θα βελτιωθεί ποτέ. Αυτή συνοψίζει πληρέστερα το υπερτονισμένο, άβολο και, από ένα σημείο κι έπειτα, ανενδοίαστο ξεφάντωμα του Substance: η ουσία είναι πως η Ντεμιί Μουρ τα δίνει όλα σε ένα σατιρικό body horror που δεν θα πιστεύετε, και ίσως δεν αντέχετε να δείτε!