Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΙΝΙ ΣΕΙΡΑ «Έκτη Εντολή» («The Sixth Commandment», 2023) που έχει ανέβει στην πλατφόρμα του Ertflix αυτήν την περίοδο βασίζεται στην αληθινή ιστορία της δολοφονίας του Βρετανού καθηγητή και συγγραφέα Πίτερ Φάρκιουαρ το 2015 και της κακοποίησης της γειτόνισσάς τoυ, της συνταξιούχου δασκάλας Aν Mουρ-Mάρτιν το 2017 από τον 28χρονο Μπεν Φιλντ σε ένα χωριό του Μπάκιγχαμσαϊρ στην κεντρική Αγγλία. Οι δυο μοναχικοί ηλικιωμένοι θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης του γοητευτικού και χειριστικού νεαρού Μπεν. Πρόκειται για μια τρομερά περίπλοκη ποινική υπόθεση που το σενάριο της σειράς, βασισμένο σε αληθινές μαρτυρίες και ημερολόγια, εκμεταλλεύεται άψογα. Το παράδοξο σε αυτή την εξαιρετική σειρά είναι πως ο σατανικός Μπεν Φιλντ, προκειμένου να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, θα πουλήσει και στους δύο έρωτα και θα υπάρξει εραστής και των δύο. Πίσω από την αρχικά αστυνομική πλοκή, αποκαλύπτεται ένα βαθιά υπαρξιακό ανθρώπινο δράμα με ήρωες δυο ευάλωτους ηλικιωμένους που διψούν για αγάπη αλλά και ένα θέμα ταμπού: ο έρωτας και το σεξ στην τρίτη ηλικία.
Ο Πίτερ και η Αν, παρά το δίχτυ ασφαλείας της οικογένειάς τους, το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο και το ότι ανήκουν στη μεσοαστική τάξη χειραγωγούνται εύκολα και πείθονται για τις αγνές προθέσεις του Μπεν. Πέρα από τον προφανή θυμό για τον ανάλγητο απατεώνα και τον οίκτο για τους δυο ηλικιωμένους που θα γίνουν στόχος του, περιέργως αυτό που εισπράττει περισσότερο ο θεατής είναι κάποια πολύ ανθρώπινα στοιχεία, όπως η απελπισμένη ανάγκη των δυο θυμάτων για αγάπη, συντροφικότητα και αποδοχή. Μια τόσο απεγνωσμένη και πέρα από κάθε όριο ανάγκη που θα τους κάνει να χαρίσουν τους κόπους μιας ζωής σε κάποιον που γνωρίζουν ελάχιστα. Κι αν η περίπτωση του καταπιεσμένου ομοφυλόφιλου καθηγητή Πίτερ, που συζεί με τον μελλοντικό δολοφόνο του, μοιάζει σχετικά πιο αναμενόμενη, οι αποκαλύψεις που έρχονται στο φως σταδιακά για την ερωτική φύση της σχέσης της 83χρονης Αν με τον Μπεν σοκάρουν πολύ περισσότερο, όπως είναι φυσικό, την ανιψιά της, τους αστυνομικούς που εξετάζουν την υπόθεση αλλά και τους θεατές.
Από τη γεροντοκρατία παλιότερων γενιών έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο σήμερα, όπου μόνο οι νέοι δικαιούνται να μιλούν, να δημιουργούν και να ερωτεύονται, όπου δεν αντέχουμε να αντικρίζουμε ηλικιωμένους, όπου η μη παραίτηση από τη ζωή είναι κατακριτέα και τα γηρατειά ένα τεράστιο ταμπού·
Ανεξάρτητα από το ζήτημα της εξαπάτησης, στην αληθινή ιστορία του Πίτερ και της Αν που έγινε τελικά σειρά λίγα πράγματα είναι τόσο ταμπού για την κοινωνία μας όσο η ιδέα ότι οι ηλικιωμένοι μπορούν να απολαμβάνουν τις χαρές του έρωτα. Εκτός κι αν αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο κάποιου πολυετούς γάμου, γιορτάζοντας την αδαμάντινη επέτειό τους, όπως στις γλυκανάλατες φωτογραφίες που κυκλοφορούν στα σόσιαλ με ηλικιωμένους που κρατιούνται χέρι-χέρι και περιγράφουν πώς γνωρίστηκαν εξήντα χρόνια πριν, για να ζηλεύουμε, υποτίθεται, οι υπόλοιποι το άπιαστο και άκρως ρομαντικό couple goal τους. Οποιαδήποτε άλλη συνθήκη όπου μπορεί κάποιος ηλικιωμένος να βιώνει τον έρωτα μας μοιάζει αφύσικη και απρεπής. Η γερασμένη και χαλαρωμένη σάρκα οφείλει να καταθέτει τα όπλα και να αποδέχεται την ήττα της. Στο κατώφλι του θανάτου, η ζωτικότητα και το ερωτικό ένστικτο πρέπει να οπισθοχωρούν για χάρη της εμπειρίας και κάποιας απατηλής σοφίας.
Σχετικές έρευνες μιλούν για τα οφέλη του σεξ στην τρίτη ηλικία και για το γεγονός ότι η ερωτική επαφή σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας δεν είναι ασφαλώς κάτι ασύνηθες. Ωστόσο, ο ερωτισμός μεταξύ ηλικιωμένων μπορεί να μοιάζει ακόμα πιο παράδοξος. Μια σκηνή με γυμνό σοκάρει πολύ λιγότερο σήμερα από δυο υπερήλικες που φλερτάρουν σαν να μπήκαν μόλις στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους. Στη σειρά του Γιώργου Καπουτζίδη «Στο παρά πέντε» θυμόμαστε όλοι πως η ηλικιωμένη Θεοπούλα Τζίνη (Έφη Παπαθεοδώρου) έθιγε ξεκαρδιστικά το θέμα του σεξ στην τρίτη ηλικία. Μέσω μιας ακραίας περσόνας και του χιούμορ περνούσε εύκολα στο κοινό, καταλήγοντας αστείο θέμα, ακριβώς γιατί έδειχνε ακραίο. Μπορούμε να φανταστούμε τι αντίκτυπο θα είχε στο ελληνικό κοινό αν σε μια δραματική σειρά μία γυναίκα άνω των 70 μιλούσε ανοιχτά και σε σοβαρό context για τις ερωτικές της επαφές;
Τα γηρατειά τα ίδια είναι ένα τεράστιο ταμπού, καθώς ζούμε στην εποχή της απόλυτη επικράτησης της νεανικής ηλικίας. Το γήρας μοιάζει να έχει εξοβελιστεί, ενώ όλο και περισσότεροι πεθαίνουν χωρίς να προλάβουν να γεράσουν. Με τη συνδρομή της πλαστικής χειρουργικής, των ενέσιμων και της κοσμητικής ιατρικής, επιδιώκουμε με κάθε κόστος μια όσο γίνεται πιο νεανική όψη. Από τον άκριτο σεβασμό και την απαίτηση για υποτέλεια με την οποία περιβάλλονταν κάποτε οι ηλικιωμένοι, σαν να επρόκειτο για τους σοφούς μάγους της φυλής, τώρα φαίνεται να θέλουμε να τους εξορίσουμε εντελώς από τη δημόσια σφαίρα. Συνέπεια αυτής της στάσης είναι και η συνεχής υποτίμηση της γενιάς των boomers, ενώ η silent generation δεν υπάρχει καν στον ορίζοντα.
Στη γνωστή folk horror ταινία «Midsommar» του Άρι Άστερ (2019), οι ηλικιωμένοι που φτάνουν στην ηλικία των 72 ετών, σύμφωνα με κάποιο παγανιστικό έθιμο, αποχωρούν οικειοθελώς από τη ζωή, πηδώντας από έναν ψηλό βράχο. Από μια ειρωνεία της τύχης, τον ρόλο ενός από τους δύο ηλικιωμένους που τερματίζουν τη ζωή τους στην ταινία του Άστερ παίζει ο Σουηδός Björn Andrésen που έπαιξε και στον Θάνατο στη Βενετία (1971) του Λουκίνο Βισκόντι τον ρόλο του νεαρού Τάτζιο, αιώνιο σύμβολο νεανικής ομορφιάς. Η μοίρα κάθε ομορφιάς είναι ο θάνατος και η φθορά, και ναι μεν δεν φτάνουμε στο σημείο να ρίχνουμε τους ηλικιωμένους από κάποιο βάραθρο στην κυριολεξία, αλλά το κάνουμε μεταφορικά. Μπορεί η αύξηση του προσδόκιμου ζωής να έχει παρατείνει κατά πολύ τα έτη που είναι ενεργός και παραγωγικός κάποιος, ωστόσο η κοινωνική απομόνωση των ηλικιωμένων παίρνει διάφορες μορφές και φυσικά έχει και ταξικά χαρακτηριστικά.
Αν θέλουμε να αντιληφθούμε τη θέση που επιφυλάσσουμε στους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, ακόμα και στους πιο προνομιούχους, μπορούμε απλώς να δούμε τα ανθρωποφαγικά και πικρόχολα σχόλια που προκάλεσε η κατάρρευση της Μαρινέλλας στη σκηνή του Ηρωδείου την περασμένη εβδομάδα. Ένα πάνδημο «τι δουλειά έχει να τραγουδά ακόμα» ξεσηκώθηκε σαν κουρνιαχτός στα σόσιαλ. Ωστόσο, τα σχόλια για την επιλογή της 86χρονης Μαρινέλλας να εμφανίζεται ακόμα στη σκηνή ξεκινούν από πολύ παλιότερα, ενώ η απόφαση της Αλεξίου, πριν από λίγα χρόνια, να σταματήσει να τραγουδά χαιρετίστηκε με διθυράμβους και επαινετικά σχόλια, γιατί, σύμφωνα πάντα με τους ίδιους τιμητές, «ήξερε το πότε πρέπει να αποχωρήσει». Ακόμα και σε τέτοια larger than life μεγέθη της σόου-μπιζ, το ageism, ειδικά για τις γυναίκες, που στον χώρο του θεάματος έχουν ημερομηνία λήξης γύρω στα σαράντα, καλά κρατεί. Κι είμαστε τόσο μεγαλόθυμοι και πάνσοφοι που αποφασίζουμε εμείς για την απόσυρσή τους, λες και δεν είναι μια πολύ προσωπική απόφαση του ίδιου του καλλιτέχνη.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν στο βιβλίο του Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού που κυκλοφορεί και στα ελληνικά (εκδ. «Νήσος» σε μετάφραση Γιάννη Στεφάνου) μιλά για την εισαγωγή της μητέρας του σε γηροκομείο και αναλύει γιατί το γήρας είναι αποκλεισμένο από τη δυτική φιλοσοφία, σε μια προσπάθεια να το καταστήσει ορατό για την κοινωνική και πολιτική θεωρία. Ο Εριμπόν ανοίγει έτσι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που ακόμα και η απάντηση στο ερώτημα γιατί τα γηρατειά είναι τόσο αποκλεισμένα και γιατί δεν δίνουμε φωνή στους ηλικιωμένους να μιλήσουν οι ίδιοι για το γήρας θα κατέληγε σε κρίσιμες απαντήσεις για τη νεολαγνεία και τον φόβο θανάτου που διατρέχει τον πολιτισμό μας.
«Τα γηρατειά δεν είναι μάχη, τα γηρατειά είναι σφαγή», είχε πει ο Αμερικανός συγγραφέας Φίλιπ Ροθ. Από τη γεροντοκρατία παλιότερων γενιών έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο σήμερα, όπου μόνο οι νέοι δικαιούνται να μιλούν, να δημιουργούν και να ερωτεύονται, όπου δεν αντέχουμε να αντικρίζουμε ηλικιωμένους, όπου η μη παραίτηση από τη ζωή είναι κατακριτέα και τα γηρατειά ένα τεράστιο ταμπού· μια φριχτή ανθρώπινη ασθένεια που αν δεν μιλάς γι’ αυτήν και αν παριστάνεις πως δεν υπάρχει, θα καταφέρεις και να μην την κολλήσεις. Φευ, μας αφορά όλους, τουλάχιστον τους ζωντανούς που θα προλάβουμε να γεράσουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.