Το πρώτο έργο του Δημήτρη Κόκορη που είδα ήταν ένα ασπρόμαυρο σκίτσο που μου θύμισε Bruegel. Ήταν και ο λόγος που επισκέφτηκα την πρώτη ατομική του έκθεση, η οποία ήταν από τις πιο εντυπωσιακές που έχω δει ποτέ στην Ελλάδα, ειδικά από καλλιτέχνη της γενιάς του. Ο αλλόκοτος κόσμος που δημιουργούσε σε κάθε του πίνακα, είτε ήταν συμπλέγματα σκιτσαρισμένων ανθρώπων, είτε φανταστικά πλάσματα ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα, είχαν κάτι από Ιερώνυμο Μπος, με εντελώς σύγχρονο όμως τρόπο. Ο Δημήτρης Κόκορης στις 14/11 παρουσιάζει στην γκαλερί Alma τη δεύτερη ατομική έκθεσή του, με τίτλο «Follies», που είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, με έργα που δημιούργησε τα τελευταία δύο χρόνια.
«Στη δεύτερη ατομική του έκθεση ο εικαστικός καλλιτέχνης Δημήτρης Κόκορης μάς εισάγει στο μυστηριώδες περιβάλλον του προσωπικού του ερειπιώνα, όπου αποσαθρωμένοι σκελετοί κτιρίων συμπλέκονται με θραύσματα γλυπτών, περίεργα φυτά, αλλόκοτα πλάσματα και κατακερματισμένα ανθρώπινα μέλη», γράφει η δρ. Μαρία Βάρα, από το Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της ΑΣΚΤ. «Όπως τα follies, οι ιδιόρρυθμες αυτές κατασκευές στους κήπους, κατά τη διάρκεια του περιπάτου παρέσυραν σε περαιτέρω εξερεύνηση και προσέφεραν τη συγκίνηση της ανακάλυψης, έτσι τα έργα του Κόκορη κρύβουν μια σειρά από εκπλήξεις που τραβούν το βλέμμα, οδηγώντας το σε διαφορετικές διαδρομές ανάλογα με τη γωνία θέασης. Στα έργα, αμφίσημες μορφές κατακλύζουν ένα φανταστικό σύμπαν που μπορεί να έρχεται από το παρελθόν ή να απεικονίζει ένα δυστοπικό μέλλον. Η επιβλητικότητα της βλάστησης, που μοιάζει ζωντανή, σχεδόν υπερφυσική, με κρυμμένα μυστικά να καραδοκούν, προκαλεί δέος και ανασφάλεια.
Σχεδιάζω γρήγορα και έτσι εξασκούμαι. Δεν μου αρέσει να ζωγραφίζω από φωτογραφίες, μπορεί τα έργα μου να μοιάζουν ότι προέρχονται από τον κόσμο της φαντασίας, αλλά προσπαθώ να παρατηρήσω πάρα πολύ την πραγματικότητα για να ενημερώσω τη βιβλιοθήκη ερεθισμάτων μου.
»Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει χωρίς προσχέδιο, κατευθείαν στον καμβά με πινέλο ή στο χαρτί με πενάκι, με τη συμπύκνωση της πληροφορίας να δίνει την αίσθηση ότι τείνει να υπερβεί τα όρια του έργου. Αυτός ο “τρόμος του κενού” (horror vacui), η τάση για πλήρωση ολόκληρης της επιφάνειας, μεταφέρεται και στην αφήγηση. Η καταιγιστική, λαβυρινθώδης πλοκή κόβει την ανάσα, δημιουργώντας κλειστοφοβική ατμόσφαιρα γοτθικού μυθιστορήματος, η οποία εκδηλώνεται οπτικά, συχνά με σκοτεινό χιούμορ, μέσω μιας παράδοξης ανατομίας: τα υβριδικά όντα που ξεπροβάλλουν, καλώντας μας να αναλογιστούμε το υλικό της δικής μας ύπαρξης, μοιάζουν να έχουν κατασκευαστεί στο εργαστήριο του Dr. Frankenstein. Ένα κεφάλι κολλημένο σε ένα πόδι, ένα πρόβατο που φυτρώνει από κλαδί δέντρου, ένα ποντίκι με προβοσκίδα ελέφαντα – η εστίαση του βλέμματος αποκαλύπτει έναν συναρπαστικό κόσμο με αναρίθμητα γκροτέσκα πλάσματα που θα μπορούσαν να έχουν δραπετεύσει από κάποιο μεσαιωνικό εικονογραφημένο Ζωολόγιο (Bestiary). Με την ενσωμάτωση ανθρωπόμορφων όντων που κουβαλούν μια θορυβώδη μετα-πανκ (post-punk) αισθητική, απότοκη της οικειοποίησης του γοτθικού από τη βρετανική μουσική σκηνή του τέλους της δεκαετίας του 1970, ο προσωπικός ερειπιώνας του καλλιτέχνη μεταμορφώνεται σε συλλογικό πεδίο στοχασμού για τη σύγχρονη παραφροσύνη της υπερπληθώρας των πληροφοριών, της βίας, της αστικής παρακμής, της περιβαλλοντικής κατάρρευσης, και, τελικά, για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος».
― Για ποιον λόγο φορτώνεις τις εικόνες με τόσες λεπτομέρειες;
Αυτός ο σχεδιαστικός χαρακτήρας στην αρχή ήταν ένα σχόλιό μου πάνω στον καταιγισμό της πληροφορίας και της εικόνας σε μια δισδιάστατη επιφάνεια, όπως είναι η οθόνη του υπολογιστή, απ’ την οποία δέχεσαι πάρα πολλή πληροφορία. Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να εξαγάγω πληροφορία, οπότε φόρτωσα τις εικόνες μου με λεπτομέρειες σαν ένα σχόλιο, σαν να είναι μια οθόνη.
― Παρατηρείς πολύ προσεκτικά τι συμβαίνει γύρω σου;
Πάντα παρατηρώ και πάντα σχεδιάζω. Έχω ένα sketch book μαζί μου, οπότε ο καφές μου έξω ή οι ώρες αναμονής για το λεωφορείο, στο μετρό ή στο αεροδρόμιο, γίνονται για μένα ώρες παρατήρησης και μελέτης. Σχεδιάζω γρήγορα και έτσι εξασκούμαι. Δεν μου αρέσει να ζωγραφίζω από φωτογραφίες, μπορεί τα έργα μου να μοιάζουν ότι προέρχονται από τον κόσμο της φαντασίας, αλλά προσπαθώ να παρατηρήσω πάρα πολύ την πραγματικότητα για να ενημερώσω τη βιβλιοθήκη ερεθισμάτων μου.
― Όταν ξεκινάς να σχεδιάζεις ένα έργο, έχεις στο μυαλό σου τι θα φτιάξεις;
Μπορεί να ξεκινήσω θέλοντας να σκηνοθετήσω κάτι, φαντάζομαι δηλαδή πώς θα μπορούσε να βγει ένα έργο, ετοιμάζομαι. Μπορεί να διαβάζω ένα βιβλίο και να μου δημιουργεί την ανάγκη να εκφράσω κάτι, και την ώρα που πάω να σχεδιάσω να βλέπω ότι αυτό που έχει καταλάβει το ενδιαφέρον μου είναι το αυτί μιας κοπέλας σε μια καφετέρια ή η ωμοπλάτη ή οι πτυχώσεις που κάνει το δέρμα της. Εφαρμόζω τη μνήμη, λειτουργώ συνειρμικά και αλυσιδωτά, σαν chain memory, η μία σκέψη φέρνει την άλλη. Όταν ξεκινάω να ζωγραφίσω, δεν χρησιμοποιώ μολύβι, δεν κάνω προπαρασκευαστικά σχέδια, σχεδιάζω κατευθείαν, αυτό με βοηθάει να είμαι συγκεντρωμένος στο να μην κάνω λάθη.
― Τις εικόνες που σχεδιάζεις στο sketch book τις χρησιμοποιείς;
Είναι κάτι σαν προπόνηση, δεν τις αντιγράφω, στην ουσία λύνω προβλήματα όσον αφορά το φως και τη σκιά, τις αναλογίες, την ένταση, και εξασκούμαι.
― Υπάρχουν καλλιτέχνες που θα μπορούσες να πεις ότι έχεις ως αναφορά;
Αυτούς που αγαπώ πολύ προσπαθώ να μην τους βλέπω και πολύ, γιατί μετά γίνομαι πολύ καλός αντιγραφέας. Μου αρέσει, ας πούμε, ο Πιερ Μπονάρ, ο οποίος δεν είναι τόσο σχεδιαστής. Ένα έργο που με εξέπληξε όταν το είδα είναι «Η Μάχη του Σαν Ρομάνο» του Πάολο Ουτσέλο στο Λούβρο, που δείχνει ιππότες πάνω σε άλογα που ετοιμάζονται να πάνε στον πόλεμο. Τις πανοπλίες τους ο Ουτσέλο τις ζωγράφισε με ασήμι, αλλά λόγω του χρόνου έχει οξειδωθεί κι έχει δημιουργήσει ένα επίστρωμα σαν καμένο, το οποίο δεν καταλαβαίνεις αν είναι από τον Μεσαίωνα ή από το μέλλον. Θα μπορούσαν να είναι και διαστημάνθρωποι. Τα μπουφάν που φοράνε, που είναι σαν καμένα, μπορεί να είναι ρούχα της Balenciaga. Μου άρεσε πάρα πολύ που στον πίνακα δεν υπήρχε χρόνος, συν του ότι, ενώ απεικονίζει μια μάχη −οι άνθρωποι πάνε για πόλεμο− αν δεις το έργο σού φαίνεται ότι πάνε για παρέλαση ή καρναβάλι. Δεν εκφράζει τραγικότητα. Από σύγχρονους καλλιτέχνες μού αρέσουν οι Sky Glabush, Laurie Nye, Mu pan, Andrew Cranston, Charlie Roberts, ο Γερμανός Neo Rauch, το πώς βάζει τον σουρεαλισμό σε κάτι που είναι τελείως ορθολογιστικό, ο James Jean. Μου αρέσουν πολύ και Ιάπωνες, o Κουνιγιόσι, ο Χιρόσιγκε, μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιούν τη γραμμή ή το πινέλο για να γράψουν με μία ανάσα. Σπάνε την προοπτική του ενός σημείου και, όπως λέει και ο Χόκνεϊ που τους έχει μελετήσει, έχει μια χρονικότητα το έργο τους, ο χρόνος δηλαδή εκεί διαστέλλεται.
― Πώς παρακολουθείς τι συμβαίνει στα εικαστικά παγκοσμίως;
Από διάφορα site, από το Instagram πάρα πολύ. Έχω μια βιβλιοθήκη όπου μπαίνω και βλέπω ποιες γκαλερί μου αρέσουν και τσεκάρω τους καλλιτέχνες που έχουν στην οικογένειά τους. Επίσης παρακολουθώ στο YouTube τα βίντεο του jameskalm, ο οποίος πάει στις εκθέσεις με το κινητό του, τραβάει όλα τα έργα και ανεβάζει βίντεο δύο ωρών με τα πάντα. Κι αυτό το κάνει κάθε εβδομάδα με γκαλερί της Αμερικής. Βλέπεις ότι παίζει μια έκθεση στη Frieze και ξέρεις ότι, αν περιμένεις δυο μέρες, θα την ανεβάσει.
― Σπούδασες στην Καλών Τεχνών στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήθελες να σπουδάσεις στην Αθήνα;
Όχι, γιατί ήθελα να φύγω απ’ το σπίτι μου. Σίγουρα είναι πιο εύκολο να μπεις σε καλλιτεχνικούς κύκλους στην Αθήνα, αλλά ξεκίνησα να ζωγραφίζω σοβαρά μετά τη σχολή. Στη Θεσσαλονίκη έμεινα οχτώ χρόνια, έξι στη σχολή και δύο για δουλειά, αλλά συνειδητοποίησα ότι εκεί δεν μπορούσα να κάνω κάτι πέρα από το να δουλέψω στην εστίαση, συν του ότι αισθάνεσαι μεγάλος εκεί μετά τα 25. Όταν βλέπεις να έρχονται φουρνιές 18χρονων φοιτητών, στα 25 σου αισθάνεσαι ότι έχεις τελειώσει. Ήταν όμως πολύ ωραία γιατί έμενα στις εστίες και μου άρεσε να κάνω παρέα με άτομα από άλλες σχολές. Κι επειδή είχα στούντιο στις εστίες, μου άρεσε να ακούω σχόλια ανθρώπων άσχετων από τέχνη. Στη σχολή δεν έμαθα και πολλά πράγματα, έμαθα μετά τη σχολή, όταν πήγα στον Γιώργο Ρόρρη και έκανα μαθήματα ζωγραφικής − μπορώ να πω ότι εκεί έμαθα τα βασικά.
― Στη Θεσσαλονίκη πήγες με σκοπό να γίνεις εικαστικός;
Ήθελα να γίνω ζογκλέρ, έκανα ζογκλερικά για δυο-τρία χρόνια, μου άρεσε πολύ, αλλά πάντα σχεδίαζα παράλληλα. Το sketch book ήταν πάντα δίπλα μου, απλώς συνειδητοποίησα αργότερα ότι μπορώ να το κάνω πιο σοβαρά. Στη σχολή ήμουν σε ένα εργαστήρι όπου ο δάσκαλος σχεδόν δεν υπήρχε, αλλά, από την άλλη, είχαμε απόλυτη ελευθερία. Δεν πήγαινα στη σχολή, εργαστήριο είχα στις εστίες. Η σχολή είναι τρία λεωφορεία μακριά από το κέντρο, ήθελες μιάμιση ώρα για να πας, οπότε καθόμουν στο εργαστήριο με κόσμο άσχετο δίπλα μου και ζωγράφιζα. Μου άρεσε όμως να βγαίνω από τη φούσκα των καλλιτεχνών.
― Τώρα τι κάνεις στην Καλών Τεχνών;
Είμαι στο μεταπτυχιακό της Καλών Τεχνών της Αθήνας και είναι ωραία εμπειρία.
― Και πώς βιοπορίζεσαι;
Δουλεύω δύο φορές την εβδομάδα σε γυμνάσιο, κάνω μάθημα καλλιτεχνικών. Για πέντε χρόνια έκανα πάρα πολλές δουλειές, αλλά τώρα, λόγω της ετοιμασίας της έκθεσης και του μεταπτυχιακού, έχω μειώσει τις ώρες που δουλεύω.
― Αυτή είναι η δεύτερη ατομική έκθεση που κάνεις, θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό; Δεν έχουν πολλοί νέοι καλλιτέχνες αυτή την ευκαιρία.
Ναι, θεωρώ ότι είμαι τυχερός σε αυτό το κομμάτι. Πολλοί περιμένουν να έρθει να τους πάρει η Manchester United, περιμένουν τηλέφωνο από μια μεγάλη γκαλερί και δεν θέλουν να κάνουν το πρώτο βήμα με κάτι πιο μικρό. Κοιτάζοντας το βιογραφικό όλων των καλλιτεχνών που παρακολουθώ, βλέπω να έχουν εκθέσει σε γκαλερί οι οποίες μπορεί να έχουν κλείσει τώρα, αλλά χρειάζεται να κάνεις το πρώτο βήμα για να μπεις σε αυτήν τη διαδικασία. Πρέπει κάποιος να σε πιέσει, να σου βάλει χρονικό περιθώριο.
― Πες μου για τη νέα έκθεση, γιατί επέλεξες τον τίτλο «Follies»;
Είναι από τη γαλλική λέξη που σημαίνει τρέλες, καπρίτσια, αλλά «follies» ονομάζονται και τα τεχνητά ερείπια με τα οποία διακοσμούσαν οι Άγγλοι αριστοκράτες τα κτήματά τους και τα χωράφια τους. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα είχε γίνει μια αναβίωση στο γοτθικό, στο μεσαιωνικό στοιχείο, και τα γκρέμια από μεσαιωνικούς ναούς που κάποιοι τύχαινε να έχουν στις αυλές τους έγιναν κάτι σαν τουριστικό θέλγητρο, οπότε άρχισαν να ζητούν κι άλλοι τεχνητά ερείπια. Αυτή η ιδέα συνδέθηκε πάρα πολύ με τις βόλτες που έκανα στη Σαλαμίνα, όπου έμενα δύο χρόνια γιατί δούλευα στο σχολείο εκεί· κοίταζα τις παράγκες και αυτό μου διέγειρε τη φαντασία, το να περιπλανιέμαι στα ερείπια, η αίσθηση ότι κάποτε υπήρχε κάποιος εκεί και τώρα δεν υπάρχει. Όλο αυτό συνδέθηκε και έδωσε περισσότερο νόημα στο γιατί μπορεί να μ’ αρέσουν αυτά τα γκρεμισμένα σπίτια. Το γκόθικ στοιχείο υπάρχει στην τέχνη σήμερα, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Υπάρχει μια γκόθικ αισθητική ακόμα και στη μουσική − στο vaporwave, ακόμα και στο ραπ. Οι γκόθικ γραμματοσειρές έχουν γυρίσει φουλ, ο Childish Gambino έβγαλε μια μπλούζα με γκόθικ γράμματα που τη φοράνε όλα τα 15χρονα, οι ράπερ οικειοποιούνται τα στοιχεία που είχαν οι μεταλάδες και το death metal.
― Τα έργα σου αναφέρονται σε έναν δυστοπικό κόσμο. Τι αξία έχει η τέχνη σε αυτόν τον κόσμο;
Έχει πολλές αξίες, ανάλογα με το τι ψάχνει κάποιος να βρει εκεί. Προσωπικά μου αρέσει όταν πολύς κόσμος εκφράζει κάτι βαθιά προσωπικό και βλέπει ότι γίνεται αυτομάτως και οικουμενικό. Σίγουρα είναι μια διέξοδος και μας αλλάζει λίγο τον τρόπο σκέψης. Έχει τύχει να βρεθώ σε μια έκθεση και να σκαλώσω με ένα σχέδιο, με ένα έργο τέχνης, και να νιώσω ηλεκτροσόκ, σαν να βλέπω ένα ηλιοβασίλεμα, με κάτι άσχετο, που δεν το περίμενα. Νιώθω ότι το αίμα πάει πιο γρήγορα κι αυτό μου δίνει ζωή, μια ικανοποίηση, γιατί με χτυπάει κάπως στην καρδιά, και καταλαβαίνω κάτι που δεν μπορώ να το πω. Μου χτυπάει ένα αρχέτυπο βαθιά κρυμμένο στο υποσυνείδητό μου, αλλά δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να το εξηγήσω. Δεν ξέρω αν το ηλεκτροσόκ που νιώθεις όταν δημιουργείς μεταφέρεται κάπως, αν μπορείς να νιώσεις αυτόν τον παλμό...
Δείτε σε slide-show περισσότερα έργα του Δημήτρη Κόκορη
«Follies» του Δημήτρη Κόκορη, 14/11-7/12, γκαλερί Alma, Σκουφά 24Α.