Πέθανε, σε ηλικία 93 ετών, στο Λονδίνο, ο κορυφαίος ζωγράφος Φρανκ Άουερμπαχ, ηγετική φυσιογνωμία της Σχολής του Λονδίνου. Στο έργο του έκανε μια οξυδερκή παρατήρηση της εποχής μας και ζωγράφιζε μέχρι το τέλος της ζωής του, ήσυχα και αθόρυβα μέσα στο στούντιό του.
Η καριέρα του Άουερμπαχ εκτείνεται σε οκτώ δεκαετίες. Γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1931, το μοναδικό παιδί Εβραίων γονέων, και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Wilmersdorf, μια μεσοαστική συνοικία του Βερολίνου. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι Άουερμπαχ κανόνισαν να μετακομίσει ο επτάχρονος γιος τους στην Αγγλία.
Αν και εκείνη την εποχή είχε πραγματοποιηθεί το Kindertransport, η ασφαλής μεταφορά 10.000 παιδιών Εβραίων που κινδύνευαν στην Ευρώπη στο Λονδίνο, ο Άουερμπαχ έφτασε στη Μεγάλη Βρετανία χάρη στην Ίρις Ορίγκο, τη διάσημη Αγγλοαμερικανίδα συγγραφέα.
Ο Άουερμπαχ στάλθηκε και εκπαιδεύτηκε στο Brunce Court στο Κεντ, ένα οικοτροφείο Κουάκερων το οποίο περιέγραψε με στοργή ως «μια μικρή δημοκρατία». Εκεί ερωτεύτηκε τη βρετανική ζωγραφική και συνάντησε για πρώτη φορά μια ασπρόμαυρη εκτύπωση σε μια παιδική εγκυκλοπαίδεια του Arthur Mee του πίνακα The Fighting Temeraire (1838) του J. M. W. Turner, η οποία τον οδήγησε να θέλει «να κάνει περισσότερα και να είναι λιγότερο επιφανειακός».
Ο Άουερμπαχ θα μείνει στη μνήμη μας ως βασικό μέλος της μυθικής γενιάς της Σχολής του Λονδίνου, μιας παρέας κυρίως μη Λονδρέζων καλλιτεχνών που βρήκαν στη βρομιά της υιοθετημένης πόλης τους αρκετό υλικό για να τονώσουν την εθνική φιλοδοξία για μοντερνιστική ζωγραφική.
Οι γονείς του σκοτώθηκαν και οι δύο σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1942. Ο Άουερμπαχ δεν έμαθε ποτέ τον ακριβή τόπο του θανάτου τους και υπέθετε ότι ήταν «μάλλον το Άουσβιτς». Η ξαδέρφη του Gerda Boehm, η οποία θα γινόταν μούσα του και το θέμα πολλών από τα πρώτα του Charcoal Heads, τα οποία παρουσιάστηκαν μαζί στην γκαλερί Courtauld στο 2024, ήταν αυτή που τον υποστήριξε όταν έφτασε στο Λονδίνο από το Κεντ.
Γράφτηκε σε μαθήματα τέχνης στο Hampstead Garden Suburb Institute και μάλιστα ασχολήθηκε με την υποκριτική, παίζοντας ρόλους στο έργο του Πίτερ Ουστίνοφ The House of Regrets και σε παραγωγές στο ριζοσπαστικό 20th Century Theatre στο Westbourne Grove.
Αλλά ήταν η ζωγραφική ήταν αυτή που τον απασχολούσε διαρκώς. Έγινε δεκτός στο St Martin's College και στο Borough Polytechnic Institute, με δάσκαλο τον Vorticist Bomberg, ο οποίος τον επηρέασε στις σκληρές γραμμές του για την ανθρώπινη μορφή και στις παρατηρήσεις ενός ξένου για τη βρετανική ζωή.
Η ανακάλυψη του Άουερμπαχ ήρθε το καλοκαίρι του 1952, όταν έκανε δύο καθοριστικούς πίνακες. Ο πρώτος ήταν το E. O. W. Nude, που απεικονίζει την Estella Olive West, την οποία περιέγραψε ως τη μεγαλύτερη επιρροή του, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας όπου βρήκε μέσα του «αρκετό θάρρος να ξαναζωγραφίσει το όλο θέμα, από πάνω προς τα κάτω, παράλογα και ενστικτωδώς».
Ο δεύτερος πίνακας δημιουργήθηκε μόλις βρήκε ένα μέρος για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Royal College of Art (1952-55). Κατά τη διάρκεια μιας «κρίσης» υπερβολικής αυτοπεποίθησης ενώ οι συντηρητικές απαιτήσεις του κολεγίου τον πίεζαν πολύ, παρατήρησε και έφτιαξε πορτρέτα των γυναικών που κάθονταν, μέσα στη φρενήρη αστική δραστηριότητα ενός Λονδίνου που μεταμορφωνόταν. Οι πίνακες αυτοί καθόρισαν τη συμβολή του στη βρετανική παραστατική παράδοση.
Μετά την ανακάλυψή του, ο Άουερμπαχ ήθελε να περνάει κάθε στιγμή στο στούντιο. Αναζήτησε και αφοσιώθηκε στη μοναστική ζωή. Πήγαινε πάντα για ύπνο στις εννιά και ξυπνούσε στις πέντε τα ξημερώματα. Το να είναι καλλιτέχνης ήταν μια απόφαση και το να αρνηθεί τις κοινωνικές απαιτήσεις ήταν απαραίτητο. Για περισσότερο από μισό αιώνα, από το τελευταίο του έτος στο Βασιλικό Κολέγιο, απ' όπου αποφοίτησε με το ασημένιο μετάλλιο, ο Άουερμπαχ ζούσε σε ένα στούντιο κάτω από ένα δρομάκι πίσω από το Mornington Crescent στο Κάμντεν.
Το μικρό στούντιο παρείχε στον Άουερμπαχ αρκετό χώρο για να δουλέψει σε δύο είδη ταυτόχρονα. Η ίδια η πόλη του Λονδίνου συνέχισε να είναι το πιο αγαπημένο του θέμα. Εμπνεύστηκε από τα ερείπια του Λονδίνου μετά τον βομβαρδισμό του, από τα κούφια σπίτια και το χαμένο μεγαλείο του.
«Το Λονδίνο φαινόταν υπέροχο», θυμόταν. «Ήταν θαυμάσιο: ένα ορεινό τοπίο». Έκανε φωτογραφικά δοκίμια με τους αχθοφόρους να κουβαλούν σφάγια στην αγορά Smithfield με αίμα στις λευκές ποδιές τους. Περιπλανήθηκε στο Σόχο τη νύχτα. Τα πρώτα χρόνια της εξαθλίωσης τον ώθησαν να ζωγραφίσει σχεδόν εξ ολοκλήρου σε γήινα χρώματα από κουτιά με χρώμα των πέντε λίτρων. «Έτσι ήταν η ζωή μου», έλεγε. «Περπατούσα στο κατεστραμμένο Λονδίνο, έχοντας έντονες σχέσεις με λίγους ανθρώπους».
Ένας από αυτούς τους λίγους ανθρώπους ήταν η Julia Wolstenhome, που έναν χρόνο μικρότερή του στο Βασιλικό Κολέγιο, άρχισε να τον συναντά το 1959 και συνέχισε να το κάνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Παντρεύτηκαν, απέκτησαν έναν γιο, τον Τζέικ, σκηνοθέτη, αλλά σύντομα χώρισαν. Ο Άουερμπαχ έλεγε ότι σκέφτηκε τη «ζωγραφική ως κάτι που συμβαίνει σε έναν άνδρα που δουλεύει σε ένα δωμάτιο, μόνος με τις πράξεις του, τις ιδέες του και ίσως το μοντέλο του», κάτι που δεν ευνοούσε την ευτυχισμένη έγγαμη ζωή, αλλά ο βαθύτερος σεβασμός μεταξύ τους διατήρησε τον δεσμό τους.
Το 1978 η Κάθριν Λάμπερτ επιμελήθηκε μια αναδρομική έκθεση έργων του στην γκαλερί Hayward και έγινε μοντέλο του, κάτι που έκανε κάθε Δευτέρα το βράδυ για 25 χρόνια και μετά τα απογεύματα της Παρασκευής. «Τα πρώτα χρόνια που πόζαρα για τον Άουερμπαχ ήταν δύσκολο να συμφιλιωθώ να ακούω κάποιον τόσο έμπειρο, τόσο ταλαντούχο στο να εκφράζει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, σωματικά όσο και ψυχικά, ήταν μια επίπονη διαδικασία που συνέβαινε σε ένα στενό δωμάτιο». Η Λάμπερτ συνέχισε με την επιμέλεια των επόμενων αναδρομικών, με τον Norman Rosenthal στη Βασιλική Ακαδημία το 2001 και στο Kunstmuseum της Βόννης, και στην Tate Britain το 2015. «Η τέχνη, αποκαλύπτει ο δάσκαλος, είναι μια διαδικασία που δεν τελειώνει ποτέ και ένα μάτι που δεν θαμπώνει ποτέ» έγραψε ο Τζόουνς στον «Guardian».
Ο Άουερμπαχ θα μείνει στη μνήμη μας ως βασικό μέλος της μυθικής γενιάς της Σχολής του Λονδίνου, μιας παρέας κυρίως μη Λονδρέζων καλλιτεχνών που βρήκαν στη βρομιά της υιοθετημένης πόλης τους αρκετό υλικό για να τονώσουν την εθνική φιλοδοξία για μοντερνιστική ζωγραφική. Απομακρύνθηκαν από τη σύγχρονη μόδα της καθαρής αφαίρεσης και του μινιμαλισμού και αγκάλιασαν ξανά τη φιγούρα.
Ο Άουερμπαχ ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα ιδιαίτερα δεμένος με τον Λεόν Κοσόφ με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο πάθος για την τεχνική impasto. Έβλεπε τον Φράνσις Μπέικον δύο φορές την εβδομάδα για δεκαπέντε χρόνια και απέσπασε τον σπάνιο έπαινο του συναδέλφου του Βερολινέζου-Εβραίου πρόσφυγα Λούσιαν Φρόιντ, ο οποίος έγραψε για τον φίλο του: «Παρακινούμενος περισσότερο από την πληθωρικότητα και την αγάπη για σπουδαία έργα τέχνης παρά από την ανάγκη για να διακριθεί, ο Φρανκ Άουερμπαχ χρησιμοποιεί παλαιότερους πίνακες για να αλλάξει και να επεκτείνει το εμμονικό του θέμα, την ύλη».
Ο Φρόιντ είχε δίκιο, ο Άουερμπαχ είχε μεγαλύτερη και πιο στενή σχέση με τους Ρέμπραντ, τους Τιτσιάνο και τους Ρούμπενς, και οι μεγάλες βόλτες του στα μεγάλα δωμάτια της Εθνικής Πινακοθήκης τον επηρέασαν όσο λίγους άλλους καλλιτέχνες.
Το 1965, ο David Wilkie, ένας ασφαλιστικός υπάλληλος στο City, ανέθεσε στον Άουερμπαχ να ζωγραφίσει ένα έργο βασισμένο στον Τιτσιάνο, το οποίο οδήγησε σε μια σειρά περαιτέρω έργων που δωρήθηκαν στην Tate, συμπεριλαμβανομένων των εξαίσιων Bacchus and Ariadne (1971). Τριάντα χρόνια αργότερα, η έκθεση Frank Auerbach and the National Gallery: Working after the Masters χτίστηκε γύρω από τα σχέδια που έκανε από πίνακες της συλλογής του μουσείου.
Ο Άουερμπαχ σε όλη του τη ζωή επιθυμούσε μόνο ένα πράγμα, να ζωγραφίσει και να συνεχίσει να ζωγραφίζει, αλλά ξεπέρασε κατά πολύ τον μέσο όρο του χρόνου που είχε θέσει. Σε μια συνέντευξή του στο BBC, ο Άουερμπαχ είπε πώς «ένα από τα πολλά μυστήρια της τέχνης είναι πώς η Μούσα διαλέγει τους πιο ανόμοιους ανθρώπους». Ο ίδιος κατάφερε να συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτούς ως ένας αφοσιωμένος καλλιτέχνης του οποίου η συμβολή στη ζωγραφική πορτρέτων και τοπίου ήταν τεράστια κατά τη διάρκεια της μακράς ζωής του.
Συνέντευξη του Άουερμπαχ στο BBC.