Τετάρτη μεσημέρι στην πολύβουη λεωφόρο Αλεξάνδρας, βρισκόμαστε στο Πάνω Σπίτι για να παρακολουθήσουμε από κοντά τα γυρίσματα του «Λάθους» σε σκηνοθεσία του Θεόφιλου Παπαστυλιανού. Πρόκειται, φυσικά για μια νέα μεταφορά του πασίγνωστου και πολυβραβευμένου μυθιστορήματος του Αντώνη Σαμαράκη. Την προηγούμενη φορά που είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο ήταν το 1975 από τον Peter Fleischmann, σε μια γερμανο-γαλλο-ιταλική παραγωγή με πρωτότυπο τίτλο «La Faille», γνωστή στα αγγλικα ως «Weak Spot».
Το καινούργιο «Λάθος» είναι και αυτό διεθνές. Είναι από τις πιο φιλόδοξες παραγωγές της ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ Α.Ε. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν αναλάβει νέοι και ανερχόμενοι Βρετανοί ηθοποιοί που έχουν διαπρέψει στο θέατρο αλλά άνετα μπορεί κανείς να τους αναγνώρισει από τη μικρή οθόνη. Ο David Dawson παίζει τον ρόλο του Ανακριτή, ο Arthur McBain τον ρόλο του Ύποπτου και ο Ralf Little τον ρόλο του Μάνατζερ. Και ο David (που είδαμε στους «Peaky Blinders») και ο Ralf (γνωστός από τo «24 Hour Party People» του Michael Winterbottom, όπου υποδυόταν τον μπασίστα των Joy Division, Peter Hook) ήταν υποψήφιοι για το σημαντικό θεατρικό βραβείο Laurence Olivier. Ο Arthur συμμετείχε πρόσφατα στην ταινία «Napoleon» του Ridley Scott, ενώ είναι παράλληλα επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων και δημιουργός podcast (μεταξύ άλλων και για τον «Guardian»). Στο καστ συμμετέχει και η Άντζελα Μπρούσκου σε έναν ρόλο-έκπληξη.
Ο Θεόφιλος Παπαστυλιανός αποφάσισε να μεταφέρει το «Λάθος» στον κινηματογράφο γιατί τον τράβηξε το οργουελιανό του στοιχείο. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δούλευε για πολλά χρόνια ως σκηνοθέτης στον Καναδά –γεννήθηκε εκεί–, όπου είχαν μεταναστεύσει οι δικοί του.
Για όσους γνωρίζουν το μυθιστόρημα του Σαμαράκη, ένα από τα σημαντικότερα εφηβικά αναγνώσματα πολλών Ελλήνων, φτάνουμε όταν γυρίζουν τη σκηνή στο ξενοδοχείο, μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές του βιβλίου. Το Πάνω Σπίτι αποδεικνύεται ιδανικός χώρος για την αχρονικότητα που θέλει να πετύχει ο Θεόφιλος Παπαστυλιανός στην ταινία του.
Το καλλιτεχνικό καταφύγιο του Πύρρου Μαρματάκη, που φιλοξενεί κυρίως τζαζ συναυλίες, είναι ίσως το παλιότερο κτίριο που συναντά κανείς στην Αλεξάνδρας. Το εσωτερικό αυτού του υπέροχου νεοκλασικού είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, με τεράστια δωμάτια και δαιδαλώδεις διαδρόμους που έρχονται από μια άλλη εποχή. Μας μεταφέρουν σε ένα πιο ευρύχωρο σημείο, χωρίς καθόλου μηχανήματα και καλώδια, για να μιλήσουμε με τους πρωταγωνιστές και τον σκηνοθέτη.
Ο Ralf μάς αποχαιρετά επειδή πρέπει να προλάβει μια πτήση για την Αγγλία και μαζί μας κάθεται αρχικά ο Arthur McBain. Μας λέει ότι για να προετοιμαστεί για τον ρόλο διάβασε το βιβλίο, αλλά δεν είδε την παλιότερη ταινία. Αστειεύεται για το αν μπορεί να κάνει σπόιλερ. Του υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1965, όποτε μπορεί να μιλήσει χωρίς να αγχώνεται γι’ αυτό. Χαλαρός και γήινος, η έκφραση του αλλάζει εντελώς τώρα που είναι εκτός ρόλου. Κάποιος τον παρομοιάζει με τον νέο Adrien Brody.
Κάποια στιγμή στην κουβέντα προστίθεται και ο David Dawson. Πολύ πιο συγκρατημένος, μας μιλάει για το πόσο ντροπαλός είναι σε σύγκριση με τον ΜcBain, που είναι πιο εξωστρεφής, και για το πώς αυτό το στοιχείο μαζί με το γεγονός ότι κατάγονται και οι δύο από το Μάντσεστερ έδωσε μια έξτρα δυναμική στη σχέση των ηρώων που υποδύονται στην ταινία. Το γεγονός ότι ορισμένες σκηνές ήταν απαιτητικές σε σωματικό επίπεδο τούς έφερε πιο κοντα. Τι κράτησαν από το βιβλίο περισσότερο;
«Η ταινία έχει ένα βασικό θέμα», αναφέρει ο Arthur. «Στο βιβλίο υπάρχει η φράση "αν δεν είσαι μαζί μας, τότε είσαι εναντίον μας". Και αυτό συμβαίνει τώρα στον κόσμο σε πολιτικό επίπεδο, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω ότι σίγουρα, όσον αφορά την πολιτική στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πράγματα είναι τόσο πολωμένα τώρα που τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί, και οι δύο πλευρές, μοιάζει να έχουν αυτό το μότο. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ καλό αν όλοι μας σταματούσαμε να σκεφτόμαστε με αυτό τον τρόπο και αρχίζαμε να ψάχνουμε τι μας ενώνει. Η φράση, όμως, μου έχει κολλήσει στο μυαλό».
Tο oργουελιανό στοιχείο του βιβλίου τράβηξε τον Θεόφιλο Παπαστυλιανό και αποφάσισε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δούλευε για πολλά χρόνια ως σκηνοθέτης στον Καναδά –γεννήθηκε εκεί–, όπου είχαν μεταναστεύσει οι δικοί του. Είχε διαβάσει το βιβλίο όταν ήταν έφηβος. «Τυχαία βρήκα την αγγλική έκδοση σε μεγαλύτερη ηλικία και άρχισα να το ξαναδιαβάζω. Περνάνε τα χρόνια και αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά τα πράγματα. Τότε σκέφτηκα ότι ήταν τέλειο για τον κινηματογράφο.
Για μένα πάντοτε το ζήτημα όταν κάνεις ταινίες είναι ότι μπορεί να έχεις την ιδέα μιας μεταφοράς αλλά πάντοτε πρέπει να σκεφτόμαστε ως κινηματογραφιστές και σεναριογράφοι. Δηλαδή, αυτό που σήμερα εμείς το θεωρούμε καταπληκτικό θα είναι και σε 5-7 χρόνια που θα βγει η ταινία στις αίθουσες; Όμως με τον τρόπο που κινείται η κοινωνία και το προς τα πού πάει ολόκληρος ο πλανήτης, ήξερα ότι το “Λάθος” θα ήταν πιο επίκαιρο από ποτέ».
Αρχικά είχε επιχειρήσει να γυρίσει την ταινία με Έλληνες ηθοποιούς – δεν μας αποκαλύπτει ποιους. Η παραγωγή είχε προχωρήσει, αλλά λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα συνέβη το δυστύχημα στα Τέμπη και κάπως το εγχείρημα βούλιαξε.
«Έχεις αλλάξει πράγματα στο σενάριο σε σχέση με το βιβλίο;» «Όχι πολλά, αλλά αρκετά. Για μένα το δύσκολο, και εκεί που την πατάνε όλοι, είναι ότι προσπαθούν να κάνουν πιστή μεταφορά. Δεν γίνεται ποτέ αυτό. Για μένα πρέπει να μένεις πιστός στο πνεύμα του βιβλίου. Η κινηματογραφική γλώσσα είναι εντελώς διαφορετική από τη λογοτεχνική. Π.χ., ο Σαμαράκης γράφει τρεις σελίδες για το πώς νιώθει ο χαρακτήρας, αλλά σε μια ταινία δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, οπότε ουσιαστικά αναδομείς πράγματα μέσα στο σενάριο ή δημιουργείς καινούργιες σκηνές».
Σε κάποια φάση γυρνάει ο Ralf, που μάλλον έχασε την πτήση και αποφάσισε να συμμετάσχει στην κουβέντα. Η συζήτηση ήδη έχει πάρει μια πιο πολιτική και φιλοσοφική τροπή. Παίζει τον Μάνατζερ και αρχίζει να μας αναλύει τον ρόλο του, που είναι ακλόνητος στην πίστη του στο καθεστώς. «Συναντάς τέτοιους ανθρώπους σήμερα που δεν έχουν σχέση με απολυταρχικά καθεστώτα;». «Βέβαια, στο Τwitter. Αν θέλει κανείς να βρει ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πιστεύουν ότι είναι απολύτως σωστοί και δικαιολογούνται για τα πράγματα που λένε, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει σε κάποιες γωνιές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πού είναι η ανθρωπιά. Εξακολουθώ να βλέπω ανθρώπους με έλλειψη προθυμίας να αμφισβητήσουν αυτές τις παγιωμένες θέσεις. Δεν υπάρχει χώρος για ερωτήσεις, για συζήτηση, ακόμη και για άτομα που έχουν αντίθετες απόψεις. Δεν επιτρέπεται κανενός είδους ομιλία ή συζήτηση. Και υπάρχουν ορισμένες γωνιές των social media όπου αυτό είναι πολύ, πολύ εμφανές».