ΠΡΟΒΛΗΘΗΚΕ ΠΡΟΧΘΕΣ το έκτο και τελευταίο επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά «Σκοτεινή Δεκαετία 1964-1974», η οποία βεβαίως εξακολουθεί να υπάρχει διαθέσιμη στην πλατφόρμα του ΣΚΑΪ, όπου μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς ακόμα και «σερί» (binge, που λέμε). Και ίσως μπει στον πειρασμό να το κάνει, αφού πρόκειται για μια σειρά όχι μόνο εξαιρετικά καλοφτιαγμένη και καλοστημένη (ειδικά για τα ελληνικά τηλεοπτικά κριτήρια) αλλά και εθιστική στον τρόπο ανάπτυξής της. Προσωπικά, ανυπομονούσα κάθε εβδομάδα για το επόμενο επεισόδιο, προφανώς όχι για να δω «τι θα γίνει» ή «πού θα το πάει».
Για ιστορικά γεγονότα πρόκειται άλλωστε, όχι για μυθοπλασία, και πολλές από τις συνεντεύξεις που παρουσιάζονται στη σειρά έχουν προβληθεί και στο παρελθόν, στο ίδιο ή αντίστοιχο πλαίσιο (η συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων που μιλάνε δεν βρίσκονται πια εν ζωή). Η αφήγηση όμως είναι τόσο ελκυστική και οι «χαρακτήρες» που εμφανίζονται – από τους πιο επιφανείς ως τους πιο σκιώδεις – τόσο συναρπαστικοί στον «ρόλο» τους (ειδικά οι καρατερίστες «δεύτεροι») που κάνουν την παρακολούθηση απολαυστική. Όπως και μια ταινία ή σειρά μυθοπλασίας, έτσι κι ένα προϊόν τεκμηρίωσης υπακούει σε μια αφήγηση. Ή σε ένα αφήγημα. Ή σε μια «εκστατική αλήθεια», σύμφωνα με τον όρο του Βέρνερ Χέρτσογκ για το είδος του ντοκιμαντέρ.
Κάθε επεισόδιο της σειράς, εκτός από το τελευταίο που είναι και το μεγαλύτερο, ξεκινά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να λέει χαμογελαστός και με την απολύτως χαρακτηριστική εκφορά του, “boys, wish me luck”.
Σε ό,τι αφορά το αυστηρά δημοσιογραφικό κομμάτι, προφανώς και θα υπάρχουν θεατές που έχουν έντονη άποψη για τα γεγονότα, τις αλληλουχίες τους και τους πρωταγωνιστές τους και θα επιθυμούσαν κάποια διαφορετική ανάγνωση της περιόδου (από νοσταλγούς της κουλτούρας των καραβανάδων μέχρι όσους θα προτιμούσαν μια πιο αριστερή, ή λιγότερο «αστική» προσέγγιση), πρόκειται όμως για μια υποδειγματική – στην έρευνα, στο υλικό και στη διαχείριση του – δουλειά.
Υπάρχουν και κάποια αποκαλυπτικά στοιχεία, όπως οι ηχογραφημένοι διάλογοι του δικτάτορα Ιωαννίδη, ο οποίος σύμφωνα με την αφήγηση και τις μαρτυρίες που παρουσιάζονται στη σειρά έκανε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο να μοιάζει μετριοπαθής και προσγειωμένος, με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της κυβέρνησής του ενώ εξελισσόταν ήδη ο πρώτος Αττίλας.
Το εντυπωσιακό ηχητικό υλικό συνδυάζεται με μια δραματοποίηση εκείνου του «πολεμικού συμβουλίου» (της συμφοράς), στοιχείο που πάντα με αποξενώνει στα ντοκιμαντέρ, τουλάχιστον όμως είναι καλόγουστη η «σύνθεση», όπως και στην περίπτωση της παρουσίασης ηχητικού υλικού της Ελένης Βλάχου από το γραφείο της στην Καθημερινή, το πρωινό της 21ης Απριλίου 1967 την ώρα που έβλεπε από το παράθυρό της να γεμίζουν οι δρόμοι τανκς.
Κάθε επεισόδιο της σειράς, εκτός από το τελευταίο που είναι και το μεγαλύτερο, ξεκινά με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να λέει χαμογελαστός και με την απολύτως χαρακτηριστική εκφορά του, «boys, wish me luck» στους ξένους φωτορεπόρτερ που είχαν συγκεντρωθεί τη νύχτα της 23ης Ιουλίου του 1974, δύο μέρες μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, έξω από το σπίτι του στο Παρίσι καθώς εκείνος αναχωρούσε για την Ελλάδα της μεταπολίτευσης.
Δεν είναι όμως από τους πρωταγωνιστές αυτής της σειράς, η οποία αποκτά πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν εμφανίζονται να μιλάνε (σαν φαντάσματα πλέον οι περισσότεροι) οι άνθρωποι του παρασκηνίου – πολιτικού, διπλωματικού, στρατιωτικού. Οι σύμβουλοι, οι οικείοι (αποτελεί πάντα μια ένοχη απόλαυση η περίπτωση της Δέσποινας Παπαδοπούλου), τα ιδιαίτερα γραφεία, οι μεσάζοντες, οι πράκτορες – και ειδικά οι Ελληνοαμερικανοί πράκτορες όπως ο Τζον Φατσέας και ο διαβόητος Γκαστ Αβρακώτος (μιλάει στη σειρά ο γιος του) για τον οποίον να υπενθυμίσουμε ότι είχε την μεταθανάτια τιμή να τον υποδυθεί στη μεγάλη οθόνη ο μέγιστος των ηθοποιών, ο αείμνηστος Φίλιπ Σέιμορ Χόφμαν, στην ταινία Charlie Wilson’s War («Παιχνίδια εξουσίας») του 2007.
Σκοτεινή Δεκαετία 1964 - 1974 | Τελευταίο Επεισόδιο – Trailer