ΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΜΕΤΡΑ για τις τραπεζικές χρεώσεις άργησαν επτά χρόνια. Από το 2017, με ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, η πολιτεία θα μπορούσε να βάλει φραγμό στις χρεώσεις αυτών των τραπεζικών συναλλαγών, αλλά δεν το έκανε.
Ακόμη όμως και οι ετεροχρονισμένες αυτές παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν, για τη μείωση των προμηθειών που εισπράττουν οι τράπεζες, «αφορούν χαμηλού ύψους επιβαρύνσεις σε περιορισμένη έκταση», λέει η ΕΚΠΟΙΖΩ, παραθέτοντας μια σειρά «αδικαιολόγητων και καταχρηστικών χρεώσεων» που έμειναν ανέγγιχτες.
Στην πρόσφατη εξειδίκευση των εξαγγελιών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη μείωση, κατά κύριο λόγο, αλλά και την κατάργηση μιας σειράς τραπεζικών χρεώσεων, η οποία έγινε από τον Κωστή Χατζηδάκη, υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αναφέρθηκε ότι «το κόστος των παρεμβάσεων από τη μείωση ή εξάλειψη των τραπεζικών προμηθειών ανέρχεται στα 150 εκατ. ευρώ κάθε έτος, ποσό που μεταφράζεται σε αντίστοιχη ανακούφιση των πολιτών». Πόσο όμως περισσότερο θα είχαν ανακουφιστεί οι πολίτες εάν αυτές οι παρεμβάσεις είχαν πραγματοποιηθεί από το 2017, κάτι που θα μπορούσε να είχε συμβεί;
«Οι τράπεζες δεν διστάζουν να χρεώνουν, και μάλιστα με υπερβολικά ποσά, κάθε αίτημα που υποβάλλει ο καταναλωτής στην τράπεζα, ακόμη και όταν πρόκειται για τη χορήγηση ενός αντιγράφου από μία σύμβαση, την παροχή ενημέρωσης για το δάνειό του ή για μια απλή βεβαίωση».
Ο Βίκτωρ Τσιαφούτης είναι δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της ΕΚΠΟΙΖΩ. Πριν από μερικά χρόνια ήταν μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που ενσωμάτωσε την ευρωπαϊκή οδηγία 2014/92 στο εθνικό δίκαιο με τον νόμο 4465/2017. Η οδηγία αυτή παρείχε στην πολιτεία τη διακριτική ευχέρεια να βάλει φραγμό, ώστε να μην επιβάλλονται χρεώσεις για ορισμένες βασικές τραπεζικές συναλλαγές που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών.
«Με ευθύνη των τελευταίων κυβερνήσεων από το 2017 μέχρι σήμερα, ποτέ δεν έγινε από την πολιτεία χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρείχε η οδηγία να απαγορεύεται η χρέωση βασικών τραπεζικών συναλλαγών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών. Παραπέμφθηκε το ζήτημα σε υπουργική απόφαση, η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ. Με αποτέλεσμα, οι καταναλωτές να έχουν επιβαρυνθεί αθροιστικά με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ», λέει ο Β. Τσιαφούτης στη LiFO.
Μετά από τόσα χρόνια καθυστέρησης, η κυβέρνηση ανακοινώσε τα μέτρα αυτά, τα οποία αφορούν τη μείωση κατά κύριο λόγο, αλλά και την κατάργηση των προμηθειών που παίρνουν οι τράπεζες για πληρωμές λογαριασμών, εμβάσματα, υπηρεσίες ανάληψης μετρητών σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου υπάρχει ένα ΑΤΜ, μόνο μίας τράπεζας, τη μηδενική χρέωση για φόρτιση προπληρωμένων καρτών έως 100 ευρώ και την ερώτηση υπολοίπου στους λογαριασμούς.
Η κορυφή του παγόβουνου
Η ΕΚΠΟΙΖΩ, μια οργάνωση με πολυετή εμπειρία σε ζητήματα προστασίας του καταναλωτή στον τραπεζικό τομέα, υποστηρίζει ότι οι αργοπορημένες παρεμβάσεις αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Από τη μία, όπως ισχυρίζεται, τα μέτρα αυτά είναι «σχεδόν ανέξοδα για τις ελληνικές τράπεζες» και από την άλλη «οι μεγάλες χρεώσεις εις βάρος των καταναλωτών, από τις οποίες αποκομίζουν οι τράπεζες κέρδη, έμειναν ανέγγιχτες».
Ποιες είναι όμως οι «βαριές χρεώσεις και οι προμήθειες των τραπεζών» στις οποίες, παρά τα μέτρα, η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη, όπως ισχυρίζεται η οργάνωση; «Οι τράπεζες δεν διστάζουν να χρεώνουν, και μάλιστα με υπερβολικά ποσά, κάθε αίτημα που υποβάλλει ο καταναλωτής στην τράπεζα, ακόμη και όταν πρόκειται για τη χορήγηση ενός αντιγράφου από μία σύμβαση, την παροχή ενημέρωσης για το δάνειό του ή μία απλή βεβαίωση», αναφέρει. Μάλιστα, όπως ισχυρίζεται ο Β. Τσιαφούτης, «για ένα απλό αντίγραφο σύμβασης ή για μία κίνηση λογαριασμού το τίμημα μπορεί να ανέρχεται ακόμη και στα 50 ευρώ».
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα που δεν κατέστη αντικείμενο των ρυθμίσεων, όπως λέει η οργάνωση, είναι τα έξοδα δανείου, τα οποία, ανάλογα με τον τύπο του δανείου, κυμαίνονται από 300 έως 600 ευρώ: «Αν και οι εν λόγω χρεώσεις, που παραβιάζουν ευθέως διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, έχουν παγίως κριθεί ως μη νόμιμες και καταχρηστικές από τα ελληνικά δικαστήρια και η χρήση τους έχει απαγορευτεί με υπουργική απόφαση (Ζ1-798/2008), οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να τις επιβάλλουν χωρίς την απαιτούμενη παρέμβαση της κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα εν λόγω ποσά ανέρχονται μέχρι και σε αρκετές εκατοντάδες ευρώ και επιβαρύνουν χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση δανείου», αναφέρει η οργάνωση.
Ευνοούνται από το μπλόκο των χρεώσεων μόνο οι ηλεκτρονικές συναλλαγές
Οι μηδενικές προμήθειες για πάγιες και μη εντολές πληρωμής αφορούν όσες γίνονται μέσω web και mobile banking, όπως διευκρινίστηκε από το υπουργείο Οικονομικών. Η οργάνωση ισχυρίζεται ότι οι καταναλωτές «που δεν είναι εξοικειωμένοι με ηλεκτρονικές συναλλαγές επιβαρύνονται με υπερβολικά ποσά, όταν βρεθούν στην ανάγκη να διενεργήσουν μια διατραπεζική συναλλαγή στο κατάστημα. Το ύψος της χρέωσης, στις περιπτώσεις αυτές, είναι εξοντωτικό και τιμωρητικό και δεν δικαιολογείται από την επίκληση οποιουδήποτε λειτουργικού κόστους». Εδώ από ό,τι φαίνεται θα βγουν χαμένοι οι ηλικιωμένοι και οι άνθρωποι που δεν έχουν πρόσβαση στα ηλεκτρονικά μέσα πραγματοποίησης συναλλαγών και αναγκάζονται να εξυπηρετούνται στα καταστήματα των τραπεζών, οι οποίοι φαίνεται ότι δεν θα μπορέσουν να επωφεληθούν από την απαγόρευση των χρεώσεων.
Εκτός παρεμβάσεων πολλές επιβαρύνσεις
Η οργάνωση υποστηρίζει ότι, εκτός των απαγορεύσεων, έμειναν μια σειρά χρεώσεων που επίσης επιβαρύνουν τους συναλλασσόμενους, όπως οι πιστωτικές και χρεωστικές κάρτες που επιβαρύνονται με έξοδα έκδοσης και συχνά υψηλές ετήσιες συνδρομές που δεν δικαιολογούνται, ενώ σε καταθετικούς λογαριασμούς επιβάλλονται συχνά έξοδα διαχείρισης. Παράλληλα, εκτός μέτρων «μένει η πάγια πρακτική των παρόχων υπηρεσιών πληρωμής να χρεώνουν με υπέρογκες προμήθειες συναλλαγές όπως η αγορά εισιτηρίων, προϊόντων κ.λπ. που γίνονται με κάρτα».
Η μεγάλη πληγή των επιτοκίων
Όπως αναφέρει η ΕΚΠΟΙΖΩ, «εκτός της συζήτησης παραμένει ίσως το κρισιμότερο ζήτημα των τελευταίων ετών, που είναι το ύψος των επιτοκίων και ιδίως των περιθωρίων κέρδους (spread) των τραπεζών και των αγοραστών δανείων. Η πραγματικότητα είναι ότι, πέρα από τις αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς (ΕΚΤ και Euribor), οι τράπεζες και οι αγοραστές δανείων συνεχίζουν να εφαρμόζουν μεγάλα περιθώρια κέρδους που αγγίζουν τα όρια της αισχροκέρδειας, περιθώρια τα οποία προστίθενται στα ήδη αυξημένα επιτόκια αναφοράς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι τα περιθώρια κέρδους που εφαρμόζονται σε συμβάσεις ρύθμισης υφιστάμενων οφειλών από στεγαστικά δάνεια, που ανέρχονται από 3% μέχρι και σε 6%, όταν προ ετών τα αντίστοιχα spread ανέρχονταν σε 1-2%. Ειδικά, δε, όσον αφορά καταναλωτικά δάνεια και κάρτες, σε σημαντική πηγή αδικαιολόγητης επιβάρυνσης για τους καταναλωτές εξελίσσεται η απροθυμία των τραπεζών να προβαίνουν σε μείωση των επιτοκίων, όταν το επιτόκιο αναφοράς μειώνεται, κατά παράβαση της πάγιας ενωσιακής και ελληνικής νομολογίας». Η οργάνωση ισχυρίζεται ότι στην περίπτωση αύξησης «επιδεικνύουν ταχύτατα αντανακλαστικά, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο όταν το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι καταναλωτές μειώνεται, οπότε εύλογα αναμένει ο καταναλωτής να επωφεληθεί και ο ίδιος από τη μείωση αυτή».
Η εξειδίκευση των μέτρων
Οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τον περιορισμό των τραπεζικών προμηθειών, όπως εξειδικεύτηκαν από το κυβερνητικό επιτελείο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αναλύθηκαν ως εξής:
• Μηδενική χρέωση για πληρωμή λογαριασμών και οφειλών προς το Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ, εταιρείες ενέργειας, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών και ασφαλιστικές εταιρείες, μέσω web-banking και mobile-banking. Ενδεικτικά, σήμερα η χρέωση για πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ ή ΟΤΑ είναι συνήθως 0,6 ευρώ ανά συναλλαγή. Το συγκεκριμένο μέτρο εκτιμάται ότι προκαλεί ετήσια απώλεια εσόδων περί τα 35 εκατ. ευρώ για τις τράπεζες, κάτι που μεταφράζεται σε αντίστοιχη ανακούφιση για τους πολίτες.
• Μείωση 50% έως 80% των χρεώσεων για αποστολή χρημάτων σε άλλη τράπεζα. Συγκεκριμένα, καθιερώνεται μέγιστο ύψος χρέωσης 0,5 ευρώ για αποστολή χρημάτων (εξερχόμενο έμβασμα) και 0,5 ευρώ για λήψη χρημάτων (εισερχόμενο έμβασμα), για ποσά έως 5.000€ ανά έμβασμα, για φυσικά πρόσωπα και ελεύθερους επαγγελματίες, μεταξύ τραπεζών. Αφορά τόσο απλά εμβάσματα όσο και άμεσες μεταφορές πίστωσης (SEPA). Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση του κόστους για τις εν λόγω προμήθειες από 50% έως και 80%, ανάλογα με την τράπεζα και το είδος εμβάσματος (από 1 έως 2,5 ευρώ που κοστίζει σήμερα). Το συγκεκριμένο μέτρο εκτιμάται ότι προκαλεί ετήσια απώλεια εσόδων περί τα 95 εκατ. ευρώ για τις τράπεζες, κάτι που μεταφράζεται σε αντίστοιχη ανακούφιση για τους πολίτες. Επιπλέον, από τις αρχές του νέου έτους, βάσει του κανονισμού 2024/88, προβλέπεται η ισοδύναμη επιβάρυνση των άμεσων μεταφορών πίστωσης με τις απλές μεταφορές πίστωσης.
• Με μηδενικές χρεώσεις πλέον η ανάληψη μετρητών σε δημοτικές ενότητες όπου υπάρχει ΑΤΜ μόνο ενός τραπεζικού ιδρύματος, όπου σήμερα οι αντίστοιχες χρεώσεις ανέρχονται από 0-3 ευρώ ανά συναλλαγή. Αντίστοιχα, καθιερώνονται μηδενικές χρεώσεις για ερώτηση υπολοίπου σε κάθε ΑΤΜ άλλης τράπεζας σε όλη τη χώρα, όπου σήμερα το κόστος ανέρχεται σε 0,2 ευρώ.
• Επεκτείνεται η μείωση κατά 50% των προμηθειών για αγορές από 10 ευρώ μέσω POS στη λεγόμενη «μικρή λιανική» στα 20 ευρώ. Έτσι, ο όγκος συναλλαγών που καλύπτεται ανέρχεται πλέον σε 2 δισ. ευρώ, από 1 δισ. ευρώ κατ' έτος.
• Μηδενική χρέωση για φόρτιση προπληρωμένων καρτών για ποσό φόρτισης έως 100 ευρώ (από περίπου 1 ευρώ που ισχύει σήμερα).
• Διευρύνεται η χρήση του συστήματος άμεσων πληρωμών IRIS, καθώς αυξάνεται το όριο των ημερήσιων συναλλαγών στα 1.000 ευρώ, από 500 ευρώ που είναι σήμερα. Συγκεκριμένα, καθιερώνονται διακριτά όρια ημερήσιων συναλλαγών: 500 ευρώ μεταξύ πολιτών και 500 ευρώ για πληρωμές σε ελεύθερους επαγγελματίες. Υπενθυμίζεται πως οι πολίτες δεν πληρώνουν καμία προμήθεια για τις μεταξύ τους συναλλαγές, ενώ οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν πολύ χαμηλότερες προμήθειες σε σχέση με τις αντίστοιχες που πληρώνουν αν η ίδια συναλλαγή γίνει μέσω POS. Τονίζεται, δε, πως το σύστημα IRIS έχει ήδη γίνει υποχρεωτικό για ελεύθερους επαγγελματίες και εντός του 2025 θα είναι υποχρεωτικό και για το σύνολο των επιχειρήσεων. Το πλήθος των χρηστών ανέρχεται σε 3,4 εκατ. για IRIS μεταξύ πολιτών και 560.000 για ελεύθερους επαγγελματίες. Η ενεργοποίηση των νέων ορίων εκτιμάται ότι θα ολοκληρωθεί εντός 3-6 μηνών από σήμερα.
Από τον Ιανουάριο του 2025 οι πολίτες θα μπορούν μέσα από τον ιστοχώρο της Τράπεζας της Ελλάδος να συγκρίνουν επιτόκια καταθέσεων και πιστώσεων, καθώς και χρεώσεις αλλά και προμήθειες που συνδέονται με τους λογαριασμούς πληρωμών. Η πληροφόρηση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των νέων μέτρων: «Ενισχύεται η διαφάνεια, ο ανταγωνισμός και το πλαίσιο ενημέρωσης των πολιτών», όπως αναφέρθηκε από το ΥΠΟΙΚ.
Οι προμήθειες που εισέπραξαν οι τράπεζες το 2023 για τις χρεώσεις που τώρα μπαίνουν στον πάγο ανέρχονται σε 334 εκατ. ευρώ. Συνολικά όμως οι προμήθειες των τραπεζών από κάθε κατηγορία υπολογίζονται στα 1,7 δισ. ευρώ. Οποιαδήποτε παρέμβαση, έστω και καθυστερημένα, έστω και ελλιπής, είναι σίγουρο ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο. Μένει να φανεί πώς θα τρέξει και στην εφαρμογή της.