Το σπίτι του αρχιτέκτονα Άρι Πέτρου είναι σαν ύμνος στο καλό γούστο και στην εκλεπτυσμένη αισθητική. Όσο υπάρχουν τέτοια σπίτια, νιώθω ότι η ομορφιά πράγματι θα σώσει τον κόσμο.
Περιεργάζομαι τα δωμάτια και είναι σαν να μπαίνω σε μια αέναη χορογραφία, σαν το σπίτι να με αγκαλιάζει στοργικά και να αλλάζει τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.
Ο Άρις συλλέγει τέχνη με ένα πάθος ζηλευτό∙ η τέχνη είναι σαν να αναπνέει ελεύθερη στον χώρο του και να αποκτά συνοχή. Το σπίτι του είναι ένα υπέροχο μεσοπολεμικό κτίσμα του ’28, από αυτά που αναρωτιέσαι πώς ακριβώς τα βρίσκουν οι τυχεροί άνθρωποι αυτού του κόσμου.
Ο Άρις το ανακάλυψε τυχαία. Περνούσε, έπεσε το μάτι του στο πωλητήριο κι έτσι πρόσεξε το κτίριο.
«Αφού επέλεξα να αγοράσω αυτό το σπίτι, θα το σεβαστώ. Αλλιώς, θα πήγαινα σε ένα σπίτι που θα το σχεδίαζα εξ ολοκλήρου με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Όμως, δεδομένης της ιστορίας του κτιρίου, είναι σαν να παίρνω τη σκυτάλη από το χθες και τους ανθρώπους που κατοικούσαν κάποτε εδώ».
Δεν έψαχνε σπίτι στα Εξάρχεια, ομολογεί. Το προηγούμενο διαμέρισμά του ήταν στο Κολωνάκι, και ήταν coup de foudre. Τα πράγματα έγιναν γρήγορα. Το είδε, το αγόρασε και η ανακαίνιση κράτησε μόνο δύο μήνες. Την έτρεχε με εξαντλητικούς ρυθμούς γιατί παράλληλα δούλευε και ήταν απ’ το ένα εργοτάξιο στο άλλο, με ελάχιστο ύπνο καθημερινά.
Τον ρωτάω αν είχε στο μυαλό του από την αρχή πώς ήθελε να μοιάζει το σπίτι. Το συγκεκριμένο σπίτι το αφουγκράστηκε. Δεν ήθελε να αλλοιώσει τον αρχικό του χαρακτήρα. Θα ένιωθε σαν εισβολέας, λέει, κάτι που είναι αντίθετο με τη φιλοσοφία του ως αρχιτέκτονα.
Η ατμόσφαιρα του προηγούμενου διαμερίσματός του είχε κάτι κοινό με του τωρινού, αλλά κανένα σπίτι δεν είναι όμοιο με ένα άλλο, ακόμα κι αν βάλεις τα ίδια έπιπλα, ακόμα κι αν έχουν περίπου την ίδια διαρρύθμιση.
Ο Άρις αγαπά στα σπίτια την πατίνα του χρόνου. Θα βάλει μεν διπλά τζάμια, αλλά δεν θα αλλάξει τα ξύλινα κουφώματα. «Μα τι κακόγουστα τα αλουμινένια κουφώματα; Γιατί όλοι βάζουν αυτά τα άθλια καινούργια;» μονολογώ.
«Είναι μια επιλογή», λέει, «εγώ δέχομαι ότι μπορεί να έχω λίγο περισσότερο θόρυβο και μια απώλεια στη μόνωση, όμως για μένα ο σεβασμός στο κτίριο είναι μεγίστης σημασίας. Αφού επέλεξα να αγοράσω αυτό το σπίτι, θα το σεβαστώ. Αλλιώς, θα πήγαινα σε ένα σπίτι που θα το σχεδίαζα εξ ολοκλήρου με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Όμως, δεδομένης της ιστορίας του κτιρίου, είναι σαν να παίρνω τη σκυτάλη από το χθες και τους ανθρώπους που κατοικούσαν κάποτε εδώ».
Τον ρωτάω ποιους αρχιτέκτονες θεωρεί επιδραστικούς, ποιοι τελικά τον διαμόρφωσαν.
Ο Άρις τελείωσε Αρχιτεκτονική στη Βενετία και περιγράφει τα φοιτητικά του χρόνια σαν μαγικά. «Όταν οι καθηγητές μιλούσαν για τον Κωνσταντινίδη και τον Πικιώνη φούσκωνα από περηφάνια». Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα συνεργάστηκε με το γραφείο του Θωμά Δοξιάδη, που τον θεωρεί και μέντορά του στην αρχιτεκτονική γιατί του μετέδωσε τον σεβασμό για το τοπίο. Στο δικό του γραφείο συνεχίζει να είναι σε διαρκή διάλογο με αυτά τα μη σαφή όρια μεταξύ αρχιτεκτονικής και τοπίου.
«Αντιλαμβάνεσαι απ’ τον χώρο μου ότι είμαι ένας άνθρωπος που ακούει», λέει. «Πρέπει να ακούμε αυτό που προϋπάρχει πριν επέμβουμε, και όταν επέμβουμε πρέπει όλο αυτό να γίνεται με τρόπο απαλό».
Το σπίτι του θυμίζει μουσείο με τόσα έργα τέχνης. Μιλάω πολύ σιγά από σεβασμό στα έργα.
Ο Άρις ανοίγει κινηματογραφικά μια κουρτίνα και μου λέει «έλα να δεις κάτι που θα σου αρέσει». Μου δείχνει μια βιβλιοθήκη γεμάτη έργα της σπουδαίας κεραμίστριας Ελένης Βερναδάκη. Βγάζω επιφώνημα ενθουσιασμού μπροστά σε αυτήν τη μεγάλη και υπέροχη συλλογή.
«Πότε ξεκίνησες να συλλέγεις όλα αυτά τα κεραμικά;» τον ρωτάω; «Περίπου πριν από δεκαπέντε χρόνια», μου απαντάει. Τον στενοχωρεί που η Ελλάδα δεν μπορεί ακόμα να αναγνωρίσει το μεγαλείο της και στην Καλών Τεχνών δεν υπάρχει έδρα κεραμικής, δεδομένου ότι έχουμε παράδοση στην Ελλάδα στα κεραμικά. Πώς ξεκίνησε τη συλλογή; Από ένα πιάτο.
«Είμαι εμμονικός», εξομολογείται. «Είναι η ψυχοθεραπεία μου να πάω Κυριακή στο Μοναστηράκι και να ψάχνω. Είχα μιλήσει με πολλές αντικερί και παλαιοπώλες. Μου τηλεφωνούσαν κι έλεγαν “Έλα, έχουμε κάτι από Βερναδάκη” κι εγώ πάντα έτρεχα».
Παρατηρώ ότι του αρέσει να συλλέγει τα αντικείμενα σε ομάδες. Συμφωνεί. «Ναι, μου αρέσει να τα αντιμετωπίζω σαν συλλογή. Αυτήν τη βιβλιοθήκη την έκανα με τον Θανάση, που είναι ο σιδεράς της ίδιας της Ελένης Βερναδάκη. Τίποτα δεν έγινε στην τύχη», μου λέει, πράγμα που είναι ηλίου φαεινότερο. Στο σπίτι του υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη ενορχήστρωση και την μπαγκέτα την κινεί με ακρίβεια εκείνος.
«Τα υπόλοιπα έργα πώς ήρθαν στη ζωή σου;» «Πήγαινα σε εκθέσεις και γνώριζα τους καλλιτέχνες, και μετά συζητούσα μαζί τους ‒ τόσο απλά. Τον Τσόκλη τον γνώρισα στην Τήνο. Κάθισα μετά την έκθεση μαζί του και συζητούσαμε για ώρες. Μετά κάναμε μια βόλτα και πάνω στη συζήτηση μου είπε: “Άρη, θα σ’ την κάνω τη φάση έργο. Σκίσε την οποιαδήποτε ταυτότητά σου για να μπορείς να υπάρχεις”». Μου δείχνει το έργο, που το έχει βάλει στην κουζίνα του.
«Αυτή η φράση με έχει προχωρήσει πολλές φορές, γιατί ένας αρχιτέκτονας πρέπει να ανανεώνεται και να μη στέκεται στις ευκολίες του, ούτε να ακολουθεί μια μανιέρα», εξηγεί.
Από τον Τσόκλη κρατάει τη σοφία του, απ’ τον Φασιανό την παιδικότητά του. Ο Αλέκος Φασιανός έχει την τιμητική του στο σπίτι του. «Τι σε συγκινεί τόσο πολύ στον Φασιανό;» τον ρωτάω. «Που μπορεί να κάνει κι ένα πεντάχρονο παιδί να τον καταλάβει και να συγκινήσει και έναν ογδοντάχρονο∙ τους αγγίζει όλους».
Τον ρωτάω ποιον καλλιτέχνη θεωρεί υπερβατικό.
Το σκέφτεται λίγο και λέει τον Κώστα Βαρώτσο. «Θυμάμαι πάντα να μου λέει ότι ασχολούμαι με την τέχνη του ανέφικτου. Αυτό προσπαθώ κι εγώ στη δουλειά μου, το ανέφικτο. Ο Κώστας με τον “Δρομέα” του έκανε το ανέφικτο. Με ένα τόσο άκαμπτο υλικό, όπως το γυαλί, του έδωσε κίνηση. Είναι ένας απ’ τους πιο ωραίους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Τόσο άμεσος και τόσο γεμάτος». Μου δείχνει με καμάρι τα έργα του Βαρώτσου που έχει στη συλλογή του.
Τον ρωτάω για τα έπιπλά του. Οι καρέκλες είναι Castelli, του ’70. «Tις ίδιες είχα στο πανεπιστήμιο στη Βενετία και κάπως μου θυμίζουν εκείνα τα χρόνια». Ο καναπές είναι αγορασμένος στο Παρίσι, πιο δίπλα είναι ένα έργο του Κουνέλλη, λίγο πιο κει ένα κινέζικο μπαρ-αντίκα. Το ανοίγει και μέσα έχει φως. «Μα δεν είναι υπέροχο;» με ρωτάει. Γνέφω καταφατικά. «“Τι δουλειά έχει εδώ αυτό το κινέζικο;” με ρώτησε κάποτε ένας φίλος και του απάντησα ότι εδώ έχει θέση ό,τι ακριβώς μου αρέσει. Αυτό είναι το κριτήριο». Μαθαίνω παλιές ιστορίες του Σαρίδη, τότε που σχεδίαζε γι’ αυτόν ο Robsjohn Gibbings. Οι αφρικανικές μάσκες είναι από ταξίδια του. Η αριστουργηματική τραπεζαρία είναι σχεδιασμένη απ’ τον Αλέκο Φασιανό και οι καρέκλες της τραπεζαρίας αγορασμένες από την γκαλερί Ζουμπουλάκη, σχεδιασμένες κι αυτές από τον Φασιανό. Η κόκκινη καρέκλα είναι του Γαΐτη και πιο δίπλα ένα γλυπτό του Λάππα.
Τον δεύτερο καναπέ τον έχει σχεδιάσει ο Άρις. «Αυτή εδώ η πολυθρόνα είναι Van der Rohe», λέει. Τον ρωτάω αν επενδύει σε design έπιπλα. «Μου αρέσει να παντρεύω έπιπλά design με πιο παλιά. Ό,τι βρίσκεται εδώ συνθέτει το παζλ της ζωής μου».
Μου δείχνει ένα φωτιστικό που αγαπά ιδιαίτερα. «Το ανάβεις και του βάζεις αιθέρια έλαια. Είναι του 1930, art déco, και το βρήκα σε παλαιοπωλείο», λέει και τα μάτια του αστράφτουν. Γι’ αυτό αγαπώ τα παλαιοπωλεία, γιατί μπορεί να βρεις έναν ξεχασμένο θησαυρό.
Αγαπά πολύ στον χώρο του να υπάρχουν φυτά. Ναι, άλλα θέλουν φροντίδα, παρατηρώ. «Ό,τι αγαπάς, θέλει φροντίδα», μου αντιγυρίζει. Του αρέσει να φροντίζει τα φυτά, να ακούει μουσική, να διαβάζει. Με τις σειρές και το Νetflix δεν το έχει. «Προτιμώ να βγω να πιω ωραία κρασιά με τους φίλους μου».
Στο σπίτι μέσα νιώθει πανευτυχής. Τον ρωτάω αν αλλάζει στα έπιπλα θέση. «Πολύ συχνά», μου λέει, «τίποτα δεν μπορεί να είναι για πολύ καιρό το ίδιο. Όπως αλλάζουμε εμείς, αλλάζουν και τα πράγματα».
Τον ρωτάω αν έχει αγαπήσει τα Εξάρχεια.
«Οι γειτονιές, νομίζω, αλλοιώνονται, χάνεται το αυθεντικό», λέει. Δεν έχει γνωρίσει τα μυθικά Εξάρχεια που του έχουν περιγράψει. «Τα περισσότερα σπίτια τα δίνουν για Αirbnb. Όλο και κάποιον διαφορετικό επισκέπτη βλέπω απέναντι. Έχω δημιουργήσει κάποιες σχέσεις, αλλά δεν είμαι και ο πιο ανοιχτός άνθρωπος. Έχω τα όριά μου. Το όριο έχει πολύ σημαντική θέση τη ζωή μου, είναι μια λέξη που άργησα πολύ να μάθω, αλλά πλέον πρώτα θα συναντήσεις τα όριά μου και μετά εμένα», λέει και μου κλείνει το μάτι. Τον ρωτάω αν το σπίτι είναι ανοιχτό σε φίλους του. Μου γνέφει καταφατικά. Παρόλο που δεν είναι ο άνθρωπος που μαγειρεύει, του αρέσει το σπίτι να έχει ζωή.
Τον ρωτάω αν υπάρχει ένα έργο που αγαπά πιο πολύ από τα άλλα. Με κοιτάζει σαν παιδάκι που το έπιασα να κάνει ζαβολιά. «Ναι, είναι αυτό το μπαλκόνι του Φασιανού», λέει. «Ήταν της Πέγκυς Ζουμπουλάκη. Το σπίτι της δεν είχε μπαλκόνι και της είπε ο Αλέκος ότι θα της έκανε ένα εκείνος. Αργότερα το αγόρασα εγώ», λέει.
Τον ρωτάω αν το σπίτι έχει έστω ένα πράγμα ΙΚΕΑ. Πλέον, όχι, όμως δεν είναι αρνητικός με το ΙΚΕΑ. Το ότι κάτι είναι μαζικό δεν σημαίνει ότι δεν έχει σχεδιασμό, και το ΙΚΕΑ έχει και σχεδιασμό και design. Πιστεύει ότι τόσο η τέχνη όσο και το design πρέπει να είναι προσβάσιμα σε όλους. Δεν τον πειράζει καθόλου όταν ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης βγάζει φλιτζανάκια του καφέ. Γιατί στην καθημερινότητά σου να μην πίνεις καφέ απ’ την κούπα που φιλοτέχνησε ένας καλλιτέχνης; Του αρέσει να απολαμβάνει τη ζωή. «Τρώω με τα πιάτα της Βερναδάκη και με ασημένια Christofle μαχαιροπίρουνα. Η ζωή είναι μικρή. Τα αντικείμενα θέλω να τα ζω, την τέχνη μου τη χρειάζομαι, είναι σαν χειρολαβές ασφαλείας. Δεν αγοράζω τα έργα ως επένδυση. Αν πρέπει να τα πουλήσω, καλύτερα να μην υπάρχω κι εγώ».
Τον ρωτάω πιο είναι το πιο ωραίο σπίτι που είδε ποτέ.
«Έχω περάσει το πιο ωραίο Πάσχα της ζωή μου στις Σπέτσες, στο σπίτι του Άρη Κωνσταντινίδη. Ήταν ένα όνειρο, ένιωσα ότι αυτό το σπίτι είχε τα πάντα με τον πιο απλό τρόπο. Υπήρχε ένα ζηλευτό μέτρο και μια καθαρότητα».
«Ελλάδα ή Βενετία;» τον ρωτάω. «Υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι αν σταματήσεις να χάνεσαι στη Βενετία, πρέπει να φύγεις. Εγώ δεν χάνομαι πια». Γελάει.
«Θα συνεχίσεις να είσαι εδώ, στα Εξάρχεια;» «Ποιος ξέρει; Νομίζω ότι αφού κάνω τον κύκλο μου εδώ, ίσως ζήσω στην Κηφισιά, καθώς μεγαλώνoντας θέλω πιο πολλή φύση».
Φεύγοντας από το σπίτι του νιώθω εξαιρετικά τυχερή που τον γνώρισα. Στο μυαλό μου έρχεται μια φράση του Χατζιδάκι: «Αναζητώ το ουσιώδες της αισθητικής σε εποχές που κυριαρχεί το επουσιώδες». Ο Άρις το έχει πετύχει.