Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης έλεγε ότι ζωγραφίζει τα γυμνά του ο Γιάννης Τσαρούχης στο κείμενό του «Για το ζεϊμπέκικο» το 1982, μετά αγάπης και ομολογίας μιας δικής του πίστεως, ελληνοθρεμμένης και ξέφρενης, ξεδιπλώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της ζωής και της καριέρας του στην αυτοβιογραφία του Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα. Εδώ ο αφηγητής Σαββόπουλος γίνεται, για μία ακόμα φορά, ο γνωστός παραμυθάς της προφορικής μας παράδοσης όχι μόνο για να μας θυμίσει όλα όσα τον διαμόρφωσαν αλλά και για να ζητήσει συγγνώμη γιατί, όπως θα έλεγαν οι στωικοί φιλόσοφοι, ήταν λειψός επειδή τίποτα ανθρώπινο δεν του ήταν ξένο.
Ως εκ τούτου, δεν μετανιώνει για τα σφάλματα και τις λοξοδρομήσεις στο πλαίσιο της συγκυρίας των ιστορικών ημερών αλλά εμφανίζεται πολύ έντονα απολογητικός στους δικούς του ανθρώπους και τους ομοτέχνους του, σαν ένας τρυφερός καλλιτέχνης που φοράει τον φθαρτό μανδύα της θνητότητας. Εκεί λέει ότι μετρήθηκε και βρέθηκε λειψός, καθώς, μεταξύ άλλων, φέρθηκε άδικα στον γιο του επειδή του έσπασε το ωραίο, καινούργιο ποδηλατάκι του, ζήλεψε και απομακρύνθηκε από τη συζυγική κλίνη, ήταν σκληρός με τους γονείς του και την οικογένειά του, φάνηκε παραδόπιστος και ενίοτε αλαζονικός προς φίλους και ομοτέχνους του, από τους οποίους ζητάει επίσης συγγνώμη, ειδικά από τους τεθνεώτες Μάνο Χατζιδάκι και Θάνο Μικρούτσικο – αυτή η αναγκαστική συνάφεια με τους ανθρώπους που αγαπούσε τον έφερε, όπως λέει, κοντά στο μέτρο των πραγμάτων. Από μια τέτοια συγγνώμη για τη στάση του προς τη Σοφία Βέμπο, που τον επισκέφθηκε μια φορά στο μαγαζί όπου εμφανιζόταν, και ως φόρος τιμής γράφτηκε το 1993 το «Ρεφραίν σ’ αγαπώ», όπου αναφέρεται «στον θείο Μίμη Τραϊφόρο» και «στη Βέμπο τη θεά», επικαλούμενος την ανατροπή του τραγουδιού που έρχεται στο ρεφραίν.
Το ειρωνικό στοιχείο που αμφισβητούσε την επιβολή μιας μόνης αλήθειας, είτε επρόκειτο για πολιτικές ιδεολογίες είτε για απηνή δόγματα, διαπέρασε τη μουσική και τους στίχους του Σαββόπουλου, μάλιστα ο ίδιος επιμένει ότι είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένα (όχι μόνο οι στίχοι αλλά και η μουσική είναι ολόκληρος χαρακτήρας στα τραγούδια του, όπως ο ρυθμός και ο τόνος).
Είναι η ίδια αυτή η ιερή θνητότητα που τον έφερε στη ζωή, παραμονή του Εμφυλίου, στις 2 Δεκέμβρη του 1944, προδιαγράφοντας την έντονα ανήσυχη κλίση του και τον αποσυνάγωγο χαρακτήρα που τον έκανε να φαντάζεται στιχάκια μαζί με μουσικές, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, στο εφηβικό κρεβάτι και αργότερα στα κρατητήρια ή στον στρατό, όπου, για να μην τρελαθεί, μετέφρασε το «Wicked Messenger» του Ντίλαν, το οποίο έγινε ο γνωστός λειψός «Άγγελος Εξάγγελος». Είναι αυτός ο μαντατοφόρος Άγγελος, όπως γράφει, που «μας έλεγε μόνο ό,τι θέλαμε να ακούσουμε, και ποτέ την αλήθεια».
Το ειρωνικό στοιχείο που αμφισβητούσε την επιβολή μιας μόνης αλήθειας, είτε επρόκειτο για πολιτικές ιδεολογίες είτε για απηνή δόγματα, διαπέρασε τη μουσική και τους στίχους του Σαββόπουλου, μάλιστα ο ίδιος επιμένει ότι είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένα (όχι μόνο οι στίχοι αλλά και η μουσική είναι ολόκληρος χαρακτήρας στα τραγούδια του, όπως ο ρυθμός και ο τόνος). Ο ίδιος εξηγεί ότι η διαρκής λογοκρισία που υφίσταντο τα τραγούδια του την εποχή της χούντας προκάλεσε αλλαγές όχι μόνο στους τίτλους και τους στίχους αλλά και στον ρυθμό, μαζί και αναγκαστικές σιωπές στη θέση των κομμένων λέξεων. Μακριά από τη χώρα του, κατά τη διάρκεια της χούντας, στο Παρίσι, στο στέκι Σεν Κλοντ, έγραψε την «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα», που για να το περάσει από τη λογοκρισία το έκανε «Ωδή στον Καραϊσκάκη». Είναι το ίδιο στέκι όπου έπαιζε φλιπεράκια με τον «ασυναγώνιστο», όπως λέει, Φασιανό. «Πέντε μήνες στο Παρίσι τραγούδια έγραφα και έπαιζα φλιπεράκι».
Κράτησε και τις ωραίες εικόνες από τα πλήθη που παρατηρούσε, όπως πάντα, στον δρόμο ή στους στίχους του Ζακ Πρεβέρ, «όπου η όμορφη μέρα τραβάει τον εργάτη απ’ το ρούχο του», που ενέπνευσε το «Ήλιε κόκκινε αρχηγέ», απ’ όπου, όμως, αφαίρεσε, λόγω λογοκρισίας, το επαναστατικό κόκκινο, το οποίο είδαμε κατόπιν να γίνεται το κόμμα που τραβάει από το μανίκι, μια ειρωνική επισκόπηση του καταναγκασμού της αριστεράς, που τον έβαλε στα μαύρα κατάστιχα. Εξαιτίας αυτού του στίχου, μάλιστα, κάποια χρόνια αργότερα οι Κερκυραίοι κομματάρχες τού ζήτησαν να αναβάλει μια συναυλία στο νησί τους, ενώ και πάλι λόγω πολιτικής ορθότητας έφτασε να διαφωνήσει με τους υπεύθυνους της απόδοσης της μουσικής του στους Αχαρνής του Αριστοφάνη το 1976 στο Θέατρο Τέχνης· αποφάσισε τελικά να κάνει μια δική του παράσταση με τίτλο «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» σε υπόγειο της Πλάκας. Μαζί του τότε τραγουδούσαν, μεταξύ άλλων, οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας και Βαγγέλης Ξύδης, δηλαδή κάποιοι από τους συνενόχους σε αυτό το παράξενο μοναχικό κάστρο του τραγουδοποιού, το οποίο διαφύλαξε και τίμησε, με δονκιχοτική τρέλα, αριστοφανική χαρά και ανατρεπτική θυμοσοφία σε όλη τη ζωή του. «Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει», γράφει σε μία από τις πιο όμορφες στιγμές αυτού του γραμμένου σε πολυτονικό βιβλίου.
Η φελινική παρέλαση των ζωντανών και των νεκρών δεν σταματάει στιγμή να περνάει μπροστά από τα μάτια του αφηγητή, ο οποίος στήνει την αυτοβιογραφία με την απαραίτητη λεπτή σκηνοθεσία –ο μουσικός οφείλει να έχει στο κεφάλι του όλη την παράσταση, κατά τον ίδιο– που σκοπό έχει να μετατρέψει σε δημιουργία το φευγαλέο, το οδυνηρό ακόμα και το ανόητο. Ως εκ τούτου, η μουσικοποιητική διαδρομή του Σαββόπουλου δεν έχει σχέση με το επικό, όπως επιμένει σε καίριες στιγμές του βιβλίου, αλλά με το ατελές και το ανθρώπινο, όπως προτάσσουν οι στίχοι του αγαπημένου του ποιητή και συντοπίτη Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου –μεγάλη του επιρροή, όπως ομολογεί– και οι περιγραφές του φίλου του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου. Ανέκαθεν, άλλωστε, υπήρξε ένας πλάνητας, σαν τους λαϊκούς περιηγητές του Μεσαίωνα ή σαν τους δικούς του «Πλανόδιους», γεμάτος αναμνήσεις από ταξίδια με ένα βαπόρι από την προκυμαία της Θεσσαλονίκης για το Μπαχτσέ Τσιφλίκι με εύθυμες παρέες και έναν ανέμελο, αν και πονεμένο, λαϊκό κόσμο. Πολλές διαδρομές συναντιούνται με έναν παράδοξο τρόπο στο βιβλίο: από αυτήν που τον έφερε με οτοστόπ, με μια νταλίκα, οριστικά από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, αμέσως μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, ή εκείνη που τον οδήγησε, μαζί με τη γυναίκα του, την εγκυμονούσα τότε Άσπα, μέσω Μιλάνου, από το Παρίσι πίσω στην Ελλάδα, όπου και συνελήφθη.
Ο ίδιος ομολογεί ότι πέρασε πολύ δύσκολα την περίοδο των βασανιστηρίων στην περίφημη ταράτσα της Μπουμπουλίνας, όπου τον ρωτούσαν επίμονα πού είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, μετά την αμήχανη ομολογία του Γρηγόρη Μπιθικώτση ότι ο καταδιωκόμενος συνθέτης βρισκόταν κάπου με τους νεότερους ομότεχνους που τον περιέβαλλαν. Δύσκολες ήταν και οι στιγμές της αποδοκιμασίας του στις μπουάτ αλλά και αργότερα, την περίοδο του «Κουρέματος», για την οποία γράφει χαρακτηριστικά: «Μέ τό Κούρεμα ἔκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀλαζονεία του. Ἦταν ἕνας προοδευτισμός νεφελώδης, ἀντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι ἐντελῶς ἀντιπνευματικός. Δυστυχῶς, ἡ Ἀριστερά ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί ἀριστεροί πού, δικαιολογημένα, μισοῦσαν τή Δεξιά, ἐπειδή κάποτε τούς ταπείνωσε καί τούς ἀνάγκασε νά ὑπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, ἀλλά καί δέν τούς ἔφυγε ποτέ καί ὁ ἀνομολόγητος θυμός γιά τήν ἴδια τους τήν Ἀριστερά πού τούς ἔμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε τό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Τό ΠΑΣΟΚ ἔγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου ἐγωισμοῦ. Ἄσε δέ τόν λαϊκισμό του. Ἦταν τόσο, πού ἐπηρέασε βλαπτικά ὅλο τό πολιτικό σύστημα, ὅλα τά κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός».
Παραδόξως, ο Σαββόπουλος δεν αναφέρεται, παρά αποσπασματικά, στην περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ομολογώντας ότι το 2015 ήταν γι’ αυτόν οδυνηρή εμπειρία, και αποφεύγει την πολιτική ανάλυση, δίνοντας μάλλον παραπάνω έμφαση στα αποσυνάγωγα ξεσπάσματα που διαμόρφωσαν τον κύριο κορμό της καριέρας του. Ακόμα και οι διευθυντικές ή υπεύθυνες θέσεις, όπως αυτή στη Lyra, αναφέρονται λόγω των ονομάτων που παραδέχεται ότι έφερε στην επιφάνεια, όπως αυτό του Μάκη Χριστοδουλόπουλου! Ανάμεσα στα ευτράπελα –και είναι πολλά– που παρελαύνουν από τις απολαυστικές σελίδες της αυτοβιογραφίας, που διαβάζεται ως προφορικό αντι-έπος των παλιών παραμυθάδων, περιλαμβάνονται επίσης οι διάφορες δουλειές που αναγκάστηκε να κάνει στα δύσκολα, π.χ. το γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών, οι συναντήσεις με άλλες σπουδαίες μορφές όπως ο Χατζιδάκις ή ο Κατσίμπαλης, ενώ φωτίζονται με τον πιο τρυφερό τρόπο οι στιγμές με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, το αμερικανάκι της καρδιάς του, τον Μάνο Λοΐζο και τους μουσικούς του, π.χ. τον Γιάννη Μπαχ-Σπυρόπουλο.
Σάμπως οι μεγάλες στιγμές των γεμάτων σταδίων, των βραβείων και των επιτυχιών να περνούν σε δεύτερη μοίρα («Ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ», γράφει σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου). Άλλωστε, καλή η καριέρα και θεϊκό το έναυσμα που φέρνει η επαφή με τη δημιουργία, αλλά τι συμβαίνει όταν η ένθεη μούσα είναι ένα απλό βατράχι –αναφέρεται με τρυφερότητα στη σχετική ομολογία του Ζαμπέτα– και ο ίδιος ένας βασιλιάς που παρέμεινε γυμνός; Η συντριπτική, στο τέλος του βιβλίου, εικόνα, με τον συνθέτη που μένει άρρωστος και ολόγυμνος, έχοντας μόλις βρέξει την πιτζάμα του, μπροστά στη νοσοκόμα, κατά την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του, είναι η πιο δοξαστική στιγμή στην αφήγηση του Σαββόπουλου και η ομολογία της πιο αδιαφιλονίκητης ήττας του, που είναι η ίδια η θνητότητά του. Εκεί καταλήγουν άλλωστε όλα, κι ας μας μένουν σαν σπάνια μαργαριτάρια ενός μολυσμένου από μίση και έριδες τόπου τα μοναδικά τραγούδια του.
Το τεύχος δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.