Το διαμέρισμα του Γιώργου Τσεριώνη είναι απέναντι από ένα αγαπημένο μου ουζερί, τον Σκορπιό, που κατά τη γνώμη μου έχει τον πιο καλό μπακαλιάρο στην πόλη. «Καλά, είσαι απέναντι απ' τον Σκορπιό;» είναι το πρώτο πράγμα που τον ρωτάω. «Μα γιατί νομίζεις ότι ήρθα εδώ; Έπαιξε καθοριστικό ρόλο ο μπακαλιάρος», μου λέει με χιούμορ.
Το σπίτι το βρήκε τυχαία σε μια βόλτα με το μηχανάκι. Είδε το πωλητήριο και όταν μπήκε στο διαμέρισμα θυμάται να πέφτει το μάτι του στο ωραίο άνοιγμα στο μπαλκόνι με τα ανθισμένα δέντρα, τον τρούλο της εκκλησίας και την αίσθηση του ορίζοντα. Έτσι είπε «το θέλω» χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να έχει δει όλες τις λεπτομέρειες.Ο Γιώργος πιστεύει πολύ στο πρώτο ένστικτο, στην πρώτη παρόρμηση, που συνήθως τον καθοδηγεί σωστά.
Το σπίτι το πουλούσε ένας γλυκύτατος και γενναιόδωρος άνθρωπος που όταν έμαθε ότι ο Γιώργος είναι εικαστικός ήταν σαν να πάτησε την ευαίσθητη χορδή του, έτσι του το άφησε με σχεδόν με όλο του το βιος μέσα. Εκείνος ήθελε να κάνει μια στροφή στη ζωή του κι ένιωσε ότι αφήνει την παλιά του ζωή σε καλά χέρια. «Χρειάστηκα μόνο το κλειδί», λέει ο Γιώργος. Έφερε ελάχιστα πράγματα γιατί η αισθητική του προκατόχου του τον έβρισκε σύμφωνο. Είχε έναν ωραίο ουδέτερο καναπέ και μια τραπεζαρία με καρέκλες, όλα απ' το habitat.
Το σπίτι του Γιώργου έχει ένα σωρό γλυπτά και κεραμικά από διάφορες εποχές. Δίνουν στο σπίτι κύρος, αλλά όχι σοβαροφάνεια. Κάποια κεραμικά τα έχει τοποθετήσει στα ράφια σαν να 'ναι μέρος μιας συλλογής.
«Μου αρέσει που τα έπιπλα είναι "ήσυχα". Όταν βάζεις τέχνη στο σπίτι, είναι προτιμότερο τα έπιπλα να μη φωνάζουν». Του λέω ότι μου αρέσει η παρομοίωση με τα έπιπλα που φωνάζουν – σκέφτομαι έναν καναπέ να ξεφωνίζει.
Το σπίτι δεν χρειάστηκε καν ανακαίνιση. Είχε γίνει πρόσφατα, μου λέει, και σε μπάνια και σε κουζίνα και ήταν κομπλέ. Μου δείχνει το μπάνιο με καμάρι. «Μα κοίτα πόσο γουστόζικο είναι! Εντάξει, πάντα μιλάμε για ένα μικρό σπίτι, σε αυτήν εδώ τη μικροαστική πολυκατοικία, σε αυτήν τη γειτονιά. Όμως το διαμέρισμα έχει ένα σωστό και ωραίο μέτρημα, ωραίες αναλογίες, σαν ένα καλλίγραμμο σώμα. Δες τη βιβλιοθήκη πόσο ταιριαστή είναι». Πράγματι όλα μοιάζουν να έχουν βρει τη θέση τους. Μου λέει ότι όσο μεγαλώνει τον ενδιαφέρει και η λειτουργικότητα και το πρακτικό κομμάτι.
Άλλαξε μόνο το χρώμα στους τοίχους της κουζίνας. Το τραπέζι στο καθιστικό το βρήκε στα σκουπίδια. «Σε ποια σκουπίδια;» ρωτάω με έκπληξη, λες κι έχει σημασία. «Στην Πειραιώς», απαντά. «Έγινε μάχη με έναν που το διεκδικούσε κι εκείνος, εγώ όμως το είδα πρώτος». Αργότερα αγόρασε το μάρμαρο, το έβαλε πάνω κι έγινε αυτό το μοντέρνο τραπέζι.
«Τα design έπιπλα τα αγαπάς;». Ναι, λέει, άλλα αν είναι να διαθέσει λεφτά, θα προτιμούσε η επένδυση να γίνει στην τέχνη ή σε κανένα ταξίδι.
Του λέω ότι μου αρέσει και ένα «χεροκάμωτο» επιπλάκι. Έχει γίνει από μπιτόνια, μου εξηγεί. Υπήρχαν τέτοια σε αμερικανικά τζιπ, και βρήκε κι εδώ ένα, κατασκευή του πρώην ιδιοκτήτη. «Να οι καλλιτεχνικές του τάσεις, γι' αυτό σε συμπάθησε», παρατηρώ.
Το σπίτι του Γιώργου έχει ένα σωρό γλυπτά και κεραμικά από διάφορες εποχές του. Δίνουν στο σπίτι κύρος, αλλά όχι σοβαροφάνεια. Κάποια κεραμικά τα έχει τοποθετήσει στα ράφια, σαν να 'ναι μέρος μιας συλλογής. «Ναι, εδώ είναι οι μικροσυλλογές», μου λέει. «Όμως όλα τα αλλάζω. Αντιμετωπίζω και το σπίτι σαν μια γκαλερί που δεν έχει συνέχεια τα ίδια εκθέματα. Φέρνω διάφορα από το ατελιέ μου και όταν τα βαριέμαι, τα αντικαθιστώ. Δεν μπορώ την αίσθηση του μόνιμου. Τίποτα στη ζωή δεν είναι για πάντα, πόσο μάλλον η διακόσμηση».
Πάνω από τον καναπέ έχει δημιουργήσει τον «τοίχο των φίλων», έτσι τον λέει. «Έχω έργα του Βελώνη, της Χαριτωνίδη, του Γιανάκου, της Αρναούτου, της Μαυροπούλου, του Σταμκόπουλου, του Χριστοφιλογιάννη, του Παπαηλιάκη, του Δουλγέρη και του Θεοδωρόπουλου. Είναι έργα που έχουμε ανταλλάξει, άλλα που έχω αγοράσει και σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Μ' αρέσει όταν οι καλλιτέχνες κάνουμε αυτές τις ανταλλαγές γιατί γίνονται με αγάπη. Είναι έργα ανθρώπων που εκτιμώ και έχουμε περάσει ωραία μαζί. Οπότε, όταν τα βλέπω, είναι σαν να υπάρχει στον χώρο μου και η αύρα των ανθρώπων που τα δημιούργησαν».
«Τι είναι για σένα το σπίτι;» τον ρωτάω. «Η ήρεμη σπηλιά μου. Δουλεύω όλη μέρα έξω, οπότε, όταν επιστρέφω, είναι σαν να κουρνιάζω σε ένα ασφαλές περιβάλλον». Μου εξηγεί ότι στο σπίτι δεν δουλεύει ποτέ. «Κάνω μόνο τα σκιτσάκια μου όταν πίνω τον καφέ μου. Όσοι με ξέρουν γνωρίζουν ότι έχω αυτό το φετίχ. Έχω αμέτρητα τέτοια έργα, κούτες ολόκληρες». Του λέω ότι μια μέρα θα τα βρουν όλα αυτά τα έργα, σαν τα μπαούλα του Μπόρχες, και γελάει.
Τον ρωτάω αν του αρέσει η περιοχή όπου ζει, τα Κάτω Πατήσια. «Η περιοχή δεν μου άρεσε ποτέ ιδιαίτερα, αλλά, από την άλλη, υπάρχει ένας κύκλος σχεδόν καρμικός, γιατί εδώ μεγάλωσα, σε αυτήν τη γειτονιά.Το πατρικό ήταν κάτω απ' την Αχαρνών. Έλειψα όμως για χρόνια, πήγα σε άλλες περιοχές. Μέχρι και στο Κρυονέρι έζησα και τελικά ήρθαν έτσι τα πράγματα που επέστρεψα στη γειτονιά όπου γεννήθηκα».
Τον ρωτάω τι έχει αλλάξει στη γειτονιά όλα αυτά τα χρόνια. «Τα πάντα έχουν αλλάξει, εκτός απ' τα κτίρια. Αυτά παραμένουν ίδια, και κάποια εμβληματικά νεοκλασικά είναι όνειρο. Ο αστικός ιστός δεν έχει αλλάξει καθόλου. Η περιοχή αναβαθμίζεται ραγδαία, ωστόσο είναι μια περιοχή με πάμπολλους μετανάστες. Πολλοί από αυτούς έχουν ενσωματωθεί πλέον κι αυτό είναι όμορφο, όμως είναι και αρκετοί στα όρια της εξαθλίωσης, κι αυτό είναι σκληρό να το βλέπεις». Στον Γιώργο αρέσει η αίσθηση της γειτονιάς.
«Υπάρχει ο Σκορπιός, που είπαμε, απέναντι –παλιά ήταν λίγο πιο κάτω–, ένα σημείο αναφοράς στη γειτονιά με πολύ καλό και φτηνό φαγητό, το καθαριστήριο με την κυρία που με ξέρει με το όνομά μου, ο μανάβης που μου διαλέγει τα καλά φρούτα και λαχανικά. Εδώ όμως βρίσκεις και ό,τι μπορεί να φανταστείς, γιατί έχει πολλές έθνικ αγορές, ινδική, γεωργιανή, συριακή, και μπορείς να φτιάξεις πολύ ωραία φαγητά». Μου λέει ότι του αρέσει πολύ να μαγειρεύει, τον ξεκουράζει.
Τον ρωτάω αν το σπίτι είναι ανοιχτό σε φίλους. Μου γνέφει καταφατικά. «Θα 'θελα να τους μαζεύω πιο συχνά, αλλά δυστυχώς δουλεύω πολύ και δεν έχω χρόνο, οπότε μεγάλα τραπέζια κάνω δυο-τρεις φορές τον χρόνο», λέει. Τον ρωτάω αν προσέχει την ενέργεια των ανθρώπων που μπαίνουν στο σπίτι του. Δεν δίνει καμία σημασία σε ενέργειες, δεισιδαιμονίες, ζήλιες και μικροκακίες. Το μότο του είναι «προχώρα και άσε τους άλλους να βλέπουν την πλάτη σου».
Τον ρωτάω πού αράζει περισσότερο στο σπίτι: «Περνάω τον πιο πολύ χρόνο στο κρεβάτι. Εκεί τρώω, διαβάζω, βλέπω ταινίες και αράζω». Εσύ και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, του λέω, που έχει δηλώσει ότι περνούσε όλο της τον χρόνο στο κρεβάτι. «Ναι, λοιπόν, είμαι στο κρεβάτι σαν την Αλίκη, όπως λες, και το καλοκαίρι είμαι συνέχεια στη βεράντα».
Ποια είναι η αγαπημένη του ασχολία στο σπίτι; «Να μαγειρεύω και να βλέπω ταινίες και σειρές σινεφίλ, οτιδήποτε. Και μουσική ακούω συνέχεια, κλασική κυρίως, και μουσική από ταινίες, και τη μεγάλη μου αγάπη, τον Μπαχ. Αγαπώ τον Μπέκετ και τον Μπαχ». «Κάτι άλλο που αγαπάς από "μπ";» τον ρωτάω αστειευόμενη. «Ε, τον Μπέικον», απαντά σαν να την είχε έτοιμη την απάντηση.
Ο Γιώργος μου εξηγεί ότι στο διαμέρισμά του υπάρχει το φαινόμενο της τηλεόρασης. «Τι είναι αυτό;» ρωτάω με έκπληξη. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε τέσσερις τηλεοράσεις που του τις άφησε όλες – κι αυτός τις κράτησε. Όταν έρχονται φίλοι παίζει στην κουζίνα διάφορα art works και αράζουν καθώς μαγειρεύει και τα παρακολουθούν μαζί. Αν ανοίξει όλες τις τηλεοράσεις, είναι σαν μια Βαβέλ.
Τον ρωτάω αν φοβάται μην του κλέψουν τα έργα. «Όχι. Φοβάμαι την εισβολή ως παραβίαση, δεν με νοιάζουν τα έργα. Δεν με απασχολεί αν τα πάρουν ή αν καταστραφούν, ό,τι και να συμβεί». Μου εξηγεί ότι δεν δένεται με τα έργα, του αρέσει περισσότερο η διαλογική κατάσταση στην οποία μπαίνει όταν τα δημιουργεί. Του αρέσει η δημιουργία.
Του αρέσει να ζει μόνος ή να συζεί; Το δεύτερο, λέει, «είναι ωραίο να περιμένεις κάποιον το βράδυ, η συμμαχία του μοιρασμένου ύπνου, η αγάπη που τα κάνει όλα να μοιάζουν πιο όμορφα». Φεύγω με ένα κεραμικό του υπό μάλης που μου το χάρισε αυθόρμητα, με όλη του την καρδιά. Πριν πάρω τον δρόμο της επιστροφής, κάνω μια στάση στον Σκορπιό και παίρνω τον μπακαλιάρο σε πακέτο. Μα τι ωραίο κουρκούτι είναι αυτό. Τυχερέ Γιώργο, που μένεις απέναντι!