ΕΙΝΑΙ ΝΕΑ, ΖΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ και εργάζεται στους γαλλικούς σιδηροδρόμους. Τα πρωινά, μακριά από τ’ ανθρώπινα βλέμματα, σκύβει πάνω στο μικρόφωνο του γραφείου της στην Γκαρ ντι Νορ και ανακοινώνει αφίξεις και αναχωρήσεις τρένων, παρακολουθώντας από τη γωνιά της συναντήσεις και αποχωρισμούς αγνώστων. Είναι μια δουλειά που τη βολεύει – ούτε πρωτοβουλίες χρειάζεται να παίρνει ούτε ζητάει κανείς τη γνώμη της. Κάθε απόγευμα επιστρέφει στο διαμέρισμά της μόνη, έχοντας στο μεταξύ σκανάρει ό,τι συμβαίνει γύρω της με σχεδόν ψυχαναγκαστική ακρίβεια. Δεν έχει τίποτε άλλο να περιμένει, παρά ένα τηλεφώνημα από τον άντρα που ποθεί. Εκείνος έχει μόλις ξεκινήσει μια σχέση με μια πανέμορφη και έξυπνη κοπέλα που ονομάζεται Ανζ (Άγγελος), αλλά την ίδια δεν τη νοιάζει – είναι τόσο γαντζωμένη πάνω του, που αντέχει και να τον μοιράζεται.
Η κεντρική ηρωίδα του «Φωνή χωρίς ήχο» της Σελίν Κιριόλ (μτφρ. Α. Δαμιανίδη, Ποταμός, 2009) παραμένει ανώνυμη από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Είναι μια μονάδα, αποξενωμένη στην απέραντη μεγαλούπολη, χωρίς συγγενείς και στενούς φίλους, αφημένη στις παρορμήσεις της στιγμής. Με το που πέφτει η νύχτα παίρνει ξανά τους δρόμους για να σκοτώσει την ώρα της, χωρίς ν’ αποφεύγει τις κακόφημες συνοικίες. Και όπως αυθόρμητα μπορεί να δηλώσει σ’ έναν καθωσπρέπει διπλωμάτη ότι βιοπορίζεται ως σεξεργάτρια, με την ίδια άνεση μπορεί ν’ ανέβει στη σκηνή ενός καμπαρέ και να καταλήξει στο κρεβάτι μ’ έναν ντραγκ περφόρμερ σε μια σύντομη, με αμοιβαία κατανόηση, συνεύρεση.
Σύμφωνα με τον Όστερ, το επίτευγμα της συγγραφέως είναι ότι, μολονότι επικεντρώνει την αφήγησή της στις κινήσεις της κεντρικής ηρωίδας, για να ξεδιπλώσει χωρίς ίχνος συναισθηματισμού κάθε πτυχή της εσωτερικής της ζωής, την ίδια στιγμή επιτρέπει στον αναγνώστη να έχει πλήρη συνείδηση του κόσμου που την περιβάλλει, «αυτήν τη νέα Γαλλία των αρχών του 21ου αιώνα».
Μ’ αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα η Γαλλίδα συγγραφέας βάζει στο μικροσκόπιο μια γυναίκα που έχει χάσει τον έλεγχο, κάποια που κουβαλάει από τα παιδικά της χρόνια μια κρυφή πληγή, και, κυριευμένη από την ερωτική εμμονή της, στο άκουσμα και μόνο της λέξης «αγάπη» νιώθει το στομάχι της να κομποδένεται. «Προτιμά», όπως γράφει η Κιριόλ, «να προχωρά μόνη, χωρίς κάποιον που θα την κάνει να νομίζει ότι μπορεί να την ανασηκώσει από την πραγματικότητα. Η αγάπη σφραγίζεται από εκείνον που τη γεννά. Δεν την αναγνωρίζουμε παρά μία φορά στ’ αλήθεια, την πρώτη, είτε είναι τρυφερή είτε οδυνηρή». Και η πρώτη αγάπη της ηρωίδας της δεν είχε τίποτε το αξιοζήλευτο.
Έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου έδωσε στην Κιριόλ ένα παλιότερο ημιτελές κείμενό της που αναφερόταν σε μια γυναίκα στις όχθες του Σηκουάνα, η οποία ξεστόμιζε φράσεις ακατανότητες. Ξαναδιαβάζοντάς το τυχαία, αργότερα, ένιωσε έτοιμη να πιάσει το νήμα και να εξερευνήσει το μυστήριο τού πώς φτάνει ένας άνθρωπος σ’ αυτό το σημείο. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή της, «μ’ ενδιέφερε να πραγματευτώ το θέμα της ανωνυμίας όσο και της ερωτικής εμμονής. Κι εκείνο που επιθυμούσα να δείξω ήταν πως η ζωή πρέπει να συνεχίζεται ακόμα και όταν παραμένει άπιαστο το αντικείμενο ενός τέτοιου έρωτα».
Το «Φωνή χωρίς ήχο» δημοσιεύτηκε το 2005 από τις εκδόσεις Actes Sud, τον οίκο που ανακάλυψε και εισήγαγε τη δεκαετία του '80 στο ευρωπαϊκό κοινό τον Πολ Όστερ (1947-2024), έναν συγγραφέα στις περισσότερες ιστορίες του οποίου οι ήρωες αφήνονται να γλιστρήσουν σε μια παραλυτική αδράνεια που τους μετατρέπει σταδιακά σ’ ένα είδος κλοσάρ, χαμένους στον λαβύρινθο τόσο των μητροπόλεων όσο και του εαυτού τους.
Διόλου τυχαίο το ότι αυτός ήταν ένας από τους πρώτους αποδέκτες του χειρογράφου της Κιριόλ πριν δημοσιευτεί και, όπως αποδείχτηκε, από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. «Δεν είναι απλώς το καλύτερο μυθιστόρημα πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα που διάβασα εδώ και χρόνια αλλά και ένα από τα πιο πρωτότυπα και ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας», έγραψε στο περιοδικό «Lire», εξαίροντας τη γραφή της Κιριόλ για την οικονομία, την ακρίβεια, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της. Σύμφωνα με τον Όστερ, το επίτευγμα της συγγραφέως είναι ότι, μολονότι επικεντρώνει την αφήγησή της στις κινήσεις της κεντρικής ηρωίδας, για να ξεδιπλώσει χωρίς ίχνος συναισθηματισμού κάθε πτυχή της εσωτερικής της ζωής, την ίδια στιγμή επιτρέπει στον αναγνώστη να έχει πλήρη συνείδηση του κόσμου που την περιβάλλει, «αυτήν τη νέα Γαλλία των αρχών του 21ου αιώνα».
Γεννημένη στη Λιόν το 1975, με σπουδές μηχανικού και εμπειρία ζωής σε μητροπόλεις όπως το Λονδίνο, το Μπουένος Άιρες, το Τόκιο και η Νέα Υόρκη, όπου για μια εξαετία ήταν ανταποκρίτρια του Radio France και του BBC, και καθηγήτρια από το 2011 στo Iνστιτούτο Πολιτιτικών Επιστημών του Παρισιού, η Σελίν Κιριόλ, πέρα από την πολυμεταφρασμένη «Φωνή χωρίς ήχο», έχει σήμερα πίσω της επτά δοκίμια και έξι μυθιστορήματα ακόμη. Από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφορεί επίσης το «Άδεια εξόδου» (μτφρ. Σ. Βρέττα).