ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΟ ΟΤΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ» μέσω του διαδικτύου εξέθεσε και ενίσχυσε τα χειρότερα ένστικτα των περισσότερων χρηστών – ειδικά όταν αυτοί συγκροτούνται σε κάποια μορφή αγέλης ή εκτελεστικού αποσπάσματος και επιχειρούν να παρέμβουν στις κρίσιμες περιστάσεις. Μια τέτοια παρέμβαση, και μάλιστα από τις πιο «πρωτοποριακές» (διότι, αν μη τι άλλο, είναι προχωρημένο το να κοινοποιείς την πρόθεση σου όχι να παραστείς αλλά να μην παραστείς κάπου) είναι αυτή της παραποίησης ή μάλλον του βανδαλισμού της αφίσας για τις συγκεντρώσεις που θα γίνουν για τα Τέμπη την ερχόμενη Παρασκευή. Πάνω στην αυθεντική πρόσκληση για την συγκέντρωση, προστέθηκε σαν μουτζούρα μια εμφατική, χλευαστική άρνηση («ΔΕΝ θα πάω»), ενώ το κεντρικό αίτημα («Δικαιοσύνη») μεταβλήθηκε σε υστερόγραφο δήλωσης κοινωνικών φρονημάτων: «Εμπιστεύομαι την δικαιοσύνη». Μια αντι-αφίσα για τους ρέκτες της ψυχρής αντίδρασης. Το «Μένουμε Ευρώπη» συρρικνωμένο σε μια σέκτα φανατικών.
Και μ’ αυτή την «μπασταρδεμένη» μορφή περιφέρεται στα social media, υιοθετημένη από τους εραστές της απουσίας και της άρνησης και τους νευρικούς τοποτηρητές μιας με το ζόρι και πάση θυσία «κανονικότητας», ανάμεσα τους και επιφανείς λειτουργοί του τύπου που υποτίθεται ότι πάνω απ’ όλα σέβονται τους θεσμούς. Ασχέτως αν οι ίδιοι οι «θεσμοί» φαίνεται καθημερινά να υπονομεύουν και να ευτελίζουν οι ίδιοι το κύρος τους, συμμετέχοντας διά των εκπροσώπων τους σε μια διαδικασία συλλογικού και βαθιά αλαζονικού gaslighting.
Δεν είναι το μικροπολιτικό στοιχείο εκείνο που καθορίζει και καθοδηγεί αυτές τις μαζικές διαδηλώσεις. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η λογική μαζί με το συναίσθημα.
Ησυχία, τάξη και ασφάλεια: ένα τρίπτυχο πανίσχυρο και διαχρονικό, όσο και το πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Και πάλι όμως, είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε την ταραχώδη κατάσταση στην οποία μπορεί να βρίσκεται κάποιος που κοινοποιεί επιδεικτικά –από το δωμάτιό του– ότι «δεν» θα πάει σε ένα κοινωνικό γεγονός. Ότι θα κάτσει αγέρωχα στ’ αυγά του, «ως οφείλει να κάνει ο κάθε σοβαρός πολίτης σ’ αυτήν την κρίσιμη συγκυρία». Ότι δεν θα κάνει την χάρη στον όχλο εκεί έξω να μετακινηθεί από τη θέση του. Ότι δεν εμπιστεύεται τις πλατείες, τα «λαϊκά δικαστήρια», το έξω γενικά.

Φοβερό να είσαι έτσι. Εν τέλει, μπορεί κανείς να είναι του «Όχι», μπορεί να είναι του «Ναι», ακόμα και του «Ίσως», αλλά να είσαι του «Δεν»; Όπως και να το πάρεις, είναι λίγο άκυρο, και άμοιρο, να προσδιορίζεσαι μ’ ένα τέτοιο αρνητικό μόριο: Εγώ «δεν»…
Αναρωτιέται κανείς τι θα έλεγαν αυτοί οι άνθρωποι για το Πολυτεχνείο, την ώρα που συνέβαινε…
Αλλά αυτό περνάει για «κοινή λογική» στις μέρες μας, κι ας αντιτίθεται βάναυσα σε οποιαδήποτε αντίληψη περί κοινής ευαισθησίας, που είναι κάτι το υπαρκτό και γνήσιο και το διαισθανόμαστε και έχει από τη φύση του υπερκομματικά και οικουμενικά χαρακτηριστικά. Κάτι που ισχύει και για τις προσεχείς μεγάλες συγκεντρώσεις που πέρα από το αίτημα για δικαιοσύνη –ή κάποια σοβαρή λογοδοσία έστω– στο προαναγγελθέν έγκλημα των Τεμπών, λειτουργούν και ως παλλαϊκές εκδηλώσεις αποδοκιμασίας και δυσπιστίας προς την κυβέρνηση (ή το σύστημα εξουσίας), τα κίνητρα και τις προτεραιότητές της. Προφανώς θα υπάρξουν πολλοί άνθρωποι, κατά μήκος του ιδεολογικού φάσματος – αν μπορούμε να μιλάμε πια για το ίδιο, παραδοσιακό φάσμα από τα δεξιά προς τα αριστερά– που βλέπουν αυτές τις μαζικές διαδηλώσεις ως ένα προνομιακό πεδίο αντικυβερνητικής εκτόνωσης. Δεν έχει σημασία. Δεν είναι το μικροπολιτικό στοιχείο αυτό που τις καθορίζει και τις καθοδηγεί. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η λογική μαζί με το συναίσθημα.