ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ 28η Φεβρουαρίου και την απεργία-διαδήλωση για τα δυο χρόνια από το δυστύχημα (με πολλαπλές υπαιτιότητες κράτους και εταιρίας) των Τεμπών, ένα μοτίβο επαναλαμβάνεται και διαδίδεται. Παράλληλα με τη θεωρία περί εκτροπής και νέο-αγανακτισμένου πραξικοπήματος, γίνεται συνεχώς λόγος για την κακή πολιτικοποίηση του πένθους.
Στη θέση του ηχηρού πένθους που εξωτερικεύεται και ως δημόσια πολιτική κριτική, μερικοί ενθρονίζουν ένα ‘αυθεντικό’, ιδιωτικό πένθος. Αυτό μόνο, λένε, μπορεί να διεκδικεί αξιοπρέπεια. Είναι μια ιδέα που έχει τους οπαδούς της, η άποψη πως μόνο η σιωπή είναι τόπος αξιοπρέπειας, πως οτιδήποτε θορυβεί και διαμαρτύρεται είναι αναξιοπρεπές και εντέλει μια φτηνή μετατροπή του πόνου σε πολιτική.
Θυμάμαι που είχα διαβάσει στον Εντουάρ Λουί την θέση (που μου είχε φανεί τραβηγμένη και δογματική) ότι η σιωπή στη λογοτεχνία είναι ένα ‘αστικό’ μοτίβο, αφού, κατά τον Λουί, το εγκώμιο της σιωπής είναι το αντίθετο του αναγκαία καταγγελτικού σθένους και της απόκτησης φωνής/ ορατότητας για το θύμα.
Ακόμα πιστεύω πως είναι ακραία μια τόσο ριζική ενοχοποίηση της σιωπής. Τόσο σε έργα τέχνης όσο και στον τρόπο που νιώθουμε και εκφράζουμε συναισθήματα και σκέψεις, μπορεί οι χαμηλότεροι τόνοι να είναι πιο δραστικοί και ισχυροί από την υψιγορία, την κραυγή, τον πάταγο.
Η αυτουπονόμευση της δημοκρατίας δεν συντελείται μόνο από τις γαιδουροφωνάρες των τραμπικών ακροδεξιών αλλά και από τις φορτικές υποδείξεις για «αξιοπρεπή σιωπή» και στις προσβλητικές ιερεμιάδες εκ μέρους των νεοσυντηρητικών μας ορθολογιστών.
Μπορεί για παράδειγμα μια συγκέντρωση εκατό χιλιάδων που τηρούν τρία λεπτά σιγής να είναι πιο αιχμηρή από μια παραδοσιακή διαδήλωση με τις διαδοχικά, προβλέψιμες εικόνες οργανώσεων, σχημάτων, ντουντούκας. Πρέπει όμως να υπάρχει η συγκέντρωση, να παρίσταται το πλήθος. Το πως θα αρθρώσει τον λόγο του είναι ένα ζήτημα άλλο, ένα θέμα στο εσωτερικό των παρόντων όχι για χάρη των απόντων και των εχθρικών προς τη συγκέντρωση/ διαδήλωση.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Η συνηγορία της τάχα αξιοπρεπούς σιωπής και η έκκληση για αυστηρώς ιδιωτικά πένθη και σεμνά βιωμένη εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη δεν εκφράζει αγωνία για την έλλειψη φαντασίας των διαδηλώσεων ή για τυχόν βίαια επεισόδια. Αρνείται να δει την πολιτικοποίηση του πένθους ως αναπότρεπτη διάσταση γεγονότων όπως αυτό στα Τέμπη. Είναι έτσι υπεράσπιση μιας ‘αριστοκρατικής’ σιωπής που θεμελιώνεται στην αυτό-λογοκρισία των πολιτών, στην ακύρωσή τους ως ενεργών υποκειμένων.
Είναι, εντέλει, η σκοπιά εκείνη η οποία αντιπαθεί εκ προοιμίου τις μαζικές, λαϊκές παρουσίες στο δημόσιο χώρο. Ωστόσο, η ενσώματη παρουσία των ανθρώπων για την ιδέα της δικαιοσύνης – που εύλογα υπερβαίνει το ένα θέμα των Τεμπών και αγγίζει το συνολικό πλαίσιο της ζωής των πολιτών- είναι τρόπος νοηματοδότησης του πένθους. «Βγάζει» το πένθος από την στενή σφαίρα των ατομικών και οικογενειακών τραυμάτων. Δεν είναι πλέον αυτό που χωρίζει τους χαροκαμένους γονείς από τους άλλους της κοινότητας (τους άμεσα παθόντες από εμάς τους υπόλοιπους) αλλά κάτι που ενώνει και δημιουργεί έναν κοινωνικό δεσμό.
Φυσικά, έχουμε απόλυτη ανάγκη από δεσμούς και κοινωνικά γεγονότα τροφοδοτημένα από κατάφαση και θετικότητα. Η συλλογική αφύπνιση δεν μπορεί να οργανώνεται μόνο πάνω σε εμπειρίες πένθους ή ως αντιστάσεις σε διάφορες εκδοχές θανάτου (κοινωνικού, οικονομικού, περιβαλλοντικού κ.λπ.).
Η ίδια όμως η έκκληση για την ερχόμενη Παρασκευή που μας έρχεται συνδυάζει την απαίτηση δικαιοσύνης με την ουσιαστική απόδοση τιμής στα θύματα. Είναι μια έκκληση όπου η αλήθεια καλείται να γίνει μη λήθη, να ανακτήσει τη χαμένη της σχέση με την αποκατάσταση μιας αδικίας και το άνοιγμα ενός χώρου ελπίδας για το καλύτερο. Δεν είναι μια ευκαιρία αρνητικής υπενθύμισης, ακόμα και αν πρέπει να έχει μέσα της και την καταγγελία και το κριτικό πάθος.
Το εγκώμιο στη διακριτικότητα, στη σιωπή και στην απόμερα βιωμένη θλίψη είναι σύμμαχος μιας συγκεκριμένης πολιτικής εξουσίας και των διαχειριστών της. Η κυβέρνηση επιχειρεί καθημερινά να διαχωρίσει τα συλλογικά συναισθήματα σε αξιοπρεπείς ζώνες ψευδούς θεσμικότητας και σε αναξιοπρεπείς και εμπαθείς περιοχές αντισυστημισμού.
Αυτός ο διαχωρισμός είναι μια πονηρή διευθέτηση η οποία ονειρεύεται μια κοινωνία φιλικών σχολιαστών, πολιτικών επιτελείων και πολιτών που αποσύρονται στα του οίκου τους, περιμένοντας τη μοίρα τους. Ό,τι πιο κοντά στην αυτοκαταστροφή της δημοκρατίας. Η αυτουπονόμευση της δημοκρατίας δεν συντελείται μόνο από τις γαιδουροφωνάρες των τραμπικών ακροδεξιών αλλά και από τις φορτικές υποδείξεις για «αξιοπρεπή σιωπή» και στις προσβλητικές ιερεμιάδες εκ μέρους των νεοσυντηρητικών μας ορθολογιστών.