Στο υπόγειο του αριθμού 36 της οδού Βουλής βρίσκεται ένα μέρος βγαλμένο κυριολεκτικά από τα ’60s − σίγουρα το έχεις προσπεράσει περπατώντας στο κέντρο.
Κατεβαίνεις τα σκαλιά, ανοίγεις την πόρτα, κοιτάς γύρω σου και βλέπεις βινύλια, καθρέφτες, κάτι που μοιάζει με πίστα κι έχει ρετρό καθίσματα − αυτό είναι το Record Club, ένα δισκάδικο που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτά που έχεις συνηθίσει. Είναι μια χρονοκάψουλα στο κέντρο της Αθήνας.
Το Record Club ξεκίνησε ως κλαμπ, τη δεκαετία του ’60. «Υπήρχε μια εστία νυχτερινής ζωής στην Κυψέλη, αλλά απευθυνόταν μόνο στη νεολαία. Σ’ αυτήν την περιοχή ήταν για τους πάντες. Είχε κλαμπ για όλα τα είδη − για νέους, ντισκοτέκ, πιο οικονομικά, μέχρι τα ακριβά, με τα μεγάλα ονόματα», μου εξήγησε ο ιδιοκτήτης, Μιχάλης Νέζης. «Από τα διακόσια κλαμπ, το μόνο εν ζωή είναι αυτό. Είναι λες και έγινε ένας σεισμός, και σε μια ολόκληρη πόλη να έμεινε ένα μόνο κτίριο».
Πριν από 17 χρόνια, ο Μιχάλης αναζητούσε χώρο για να φτιάξει ένα στούντιο ηχογραφήσεων «όχι κανονικό, σαν τα σημερινά. Κάπως “αντικανονικό”». Ήθελε ένα στούντιο αναλογικό, «όπως του ’50, του ’60 και του ’70». Με μεγάλες αίθουσες, να γράφουν όλοι οι μουσικοί, οι χορωδίες − γινόταν ένα λάθος και έπρεπε να γραφτούν όλα από την αρχή, όχι σαν σήμερα που κάθε μουσικός γράφει ψηφιακά το δικό του κομμάτι.
Σ’ αυτό το υπόγειο της οδού Βουλής, που κάποτε έσφυζε από ζωή, ένα ζευγάρι έχει δημιουργήσει κάτι νέο, που όμως επικεντρώνεται στο παλιό. Αυτή είναι η μαγεία του.
Αναζητούσε ένα μέρος που να ήταν κάποτε κλαμπ, ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. Οι λόγοι ήταν δύο και βασικοί: «Πρώτον, επειδή θα είχε προδιαγραφές που ταιριάζουν σε στούντιο. Είναι ψηλοτάβανο, έχει ηχομόνωση από την κατασκευή του. Κι έπειτα, για ψυχολογικούς λόγους − πάντα μου άρεσε η ιδέα να παίζω μουσική σε ένα κλαμπ».


Μάζεψε όλα τα περιοδικά διασκέδασης από εκείνη την εποχή, κατέγραψε όλες τις διευθύνσεις της Αττικής και πήγε παντού. Ήθελε να δει τι απέγιναν και βρήκε πως τα περισσότερα κτίρια δεν υπάρχουν καν το 2025. Αυτό της οδού Βουλής λειτουργούσε ως αποθήκη. Έναν χρόνο μετά, περνώντας τυχαία απ’ έξω, είδε ένα ενοικιαστήριο στην είσοδο − ήταν η ευκαιρία που δεν έπρεπε να χάσει.
Έπαιρνε κάθε μέρα στο τηλέφωνο της αγγελίας, τελικά έπιασε γραμμή, έκλεισε ραντεβού και, όταν μπήκε μέσα, έπαθε σοκ. Δεν είχε χαλάσει τίποτα − είχαν καλύψει απλώς τους τοίχους και το ταβάνι. Η οροφή είναι η ίδια με του 1964, οι τοίχοι δεν πειράχτηκαν ποτέ. Έπρεπε απλώς να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, να «σκάψουν» το υλικό που προστέθηκε και να φτάσουν στο παλιό. Πήρε μισό χρόνο, όμως έγινε πραγματικότητα και λειτούργησε ως στούντιο για δεκαπέντε, περίπου, χρόνια. Μετά, μαζί με τη σύζυγό του, Έφη Αλεβίζου, αποφάσισαν να το κάνουν δισκοπωλείο.
Κοιτώντας γύρω σου, βλέπεις την πίστα που μεταμορφώθηκε σε καθιστικό για τους πελάτες. Βλέπεις το DJ Booth, το stage, στο οποίο μπορούν να γίνουν κανονικές συναυλίες, το στούντιο ηχογράφησης που βρίσκεται ψηλότερα.

Ο Μιχάλης και η Έφη περιποιούνται τα βινύλια πριν τα βάλουν στα ράφια (κι αυτά μόνοι τους τα έφτιαξαν, με τα χέρια τους). Είδα τη διαδικασία ενώ μιλούσαμε – καθαρίζουν το βινύλιο βαθιά, το βάζουν στο πικάπ για να βεβαιωθούν πως παίζει καλά, φροντίζουν το εξώφυλλο.
«Αυτό που κάνουμε είναι ένα undo. Πες το και συντήρηση έργου τέχνης. Για να φτάσουμε σε σημείο να το βάλουμε στο ράφι με τη ζελατίνα του και να το σφραγίσουμε, θέλουμε χρόνο − μπορεί να πάρει από δέκα λεπτά ως δύο ώρες, ανάλογα με τη δυσκολία».
Διαφήμιση δεν κάνουν − απλώς υπάρχουν στο Google κι έχουν ένα προφίλ στο Instagram που ανανεώνεται ελάχιστα. «Έχουμε την πόρτα ανοιχτή και αν μπει κανείς και μείνει ευχαριστημένος, θα το πει στους φίλους του. Δεν ξέρω τι θα κάνουν, αλλά θα το κάνουν αυτοί. Εμείς ένα πράγμα ξέρουμε να κάνουμε, τους δίσκους», μου είπε ο Μιχάλης.
Μαζί με την Ειρήνη, μου εξήγησαν ότι σήμερα τα βινύλια είναι ένα είδος underground χόμπι. Απευθύνονται σε άτομα που έχουν πάθος με τη μουσική και θέλουν το παλιό, επειδή είναι φτιαγμένο με τις καλύτερες πρώτες ύλες. Το 2025, που κυριαρχεί το streaming, είναι πολύ δύσκολο να γραφτούν δίσκοι με τις σωστές προδιαγραφές − κι αυτοί που γίνονται έτσι, κοστίζουν ακριβά.
Στο Record Club όλα είναι μεταχειρισμένα. Ο Μιχάλης και η Έφη το λειτουργούν μόνοι τους − βρίσκονται εδώ 11 ώρες την ημέρα. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο πελατολόγιο, το μαγαζί είναι ανοιχτό για όλους − από εφήβους που δεν έχουν ξαναδεί δίσκο να παίζει και τώρα μαθαίνουν το «σπορ» μέχρι συλλέκτες και τουρίστες.



Υπάρχει κάποιος στόχος που θέλουν να φτάσουν; Επιχειρηματικά, θέλουν να προλαβαίνουν να γεμίζουν τα ράφια και να αντικαθιστούν αμέσως τα βινύλια που «φεύγουν». Προσωπικά, επειδή είναι κι οι δυο τους μουσικοί, θέλουν να γράψουν εκεί τα δικά τους έργα.
«Εμείς θέλαμε να σώσουμε τον χώρο που είχε ανάγκη για ζωή. Το στούντιο δεν έχει σταματήσει − μπήκε για λίγο στον πάγο. Αυτό θέλουμε, να συνεχίσει όταν όλο το πράγμα αρχίσει να ρολάρει», μου είπαν.
Σ’ αυτό το υπόγειο της οδού Βουλής, που κάποτε έσφυζε από ζωή, ένα ζευγάρι έχει δημιουργήσει κάτι νέο, που όμως επικεντρώνεται στο παλιό. Αυτή είναι η μαγεία του.
Record Club, Βουλής 36, Αθήνα 105 57