ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΗ ΘΕΣΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ (και) με το Ουκρανικό ζήτημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, καθώς είναι από τους ελάχιστους Ευρωπαίους ηγέτες που δεν υποστήριξε με δηλώσεις του δημόσια τον ηγέτη της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μετά από την πρόσφατη αντιπαράθεσή του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, του Βελγίου, της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, η πρόεδρος της Κομισιόν, ο πρόεδρος της Γαλλίας, της Εσθονίας και της Δανίας, ο νυν καγκελάριος της Γερμανίας όπως και ο επερχόμενος, όλοι τους δήλωσαν ότι στηρίζουν την Ουκρανία. Στις εξαιρέσεις ήταν ο Βίκτορ Ορμπάν, ο οποίος τάχθηκε υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ και η Τζόρτζια Μελόνι η οποία έκανε μία δήλωση με την οποία απέφυγε να πάρει θέση.
Μετά το δημόσιο καβγά του Ζελένσκι με τον Τραμπ όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο μόνος ευρωπαίος ηγέτης της κεντροδεξιάς που δεν βγήκε να τον υποστηρίξει και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κάνει καμία δήλωση ως τώρα, παρότι ήταν από τους πιο ένθερμους και εκδηλωτικούς υποστηρικτές της Ουκρανίας από την αρχή, ταυτιζόμενος απόλυτα με την τότε γραμμή των ΗΠΑ, επί διοίκησης Μπάιντεν. Για τη στάση του αυτή μάλιστα, είχε δεχθεί κάποια εσωκομματική κριτική, εμμέσως, και από τους Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Καραμανλή. Η κριτική δεν αφορούσε τόσο στη θέση που πήρε, καθώς κανένας τους δεν πρότεινε διαφοροποίηση από τη γραμμή των ΗΠΑ, αλλά θεωρούσαν ότι δεν χρειαζόταν να είναι στην πρώτη γραμμή των πιο ένθερμων υποστηρικτών. Κάποιοι μάλιστα, ακόμα και μέσα στη ΝΔ, υποστήριζαν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έπρεπε να κρατήσει μία πιο ουδέτερη στάση, σαν αυτή της Τουρκίας και να μην διαρρήξει εντελώς τη σχέση με τη Ρωσία. Αλλοι έβλεπαν με καχυποψία τη σχέση της Ουκρανίας με την Τουρκία και μερικοί προέβλεπαν ότι οι ΗΠΑ στο τέλος θα εγκατέλειπαν την Ουκρανία, όπως φαίνεται να συμβαίνει μετά τις εκλογές.
Ο πρωθυπουργός όμως, δεν συμμερίστηκε ποτέ τις απόψεις αυτές και δεν δίστασε να υποστηρίξει, περισσότερο από πολλούς άλλους Ευρωπαίους, τόσο με δηλώσεις, όσο και εμπράκτως την Ουκρανία και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, από την πρώτη στιγμή και για όλα αυτά τα χρόνια. Στις 22 Φεβρουαρίου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο Ζελένσκι, κατά την οποία του είπε, μεταξύ άλλων, ότι «τίποτα δεν μπορεί να αποφασιστεί για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία». Μετά το δημόσιο καβγά του Ζελένσκι με τον Τραμπ όμως, είναι ο μόνος ευρωπαίος ηγέτης της κεντροδεξιάς που δεν βγήκε να τον υποστηρίξει και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο.
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν πως ο λόγος για τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κάνει ακόμα κάποια δήλωση υποστήριξης είναι η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και του κόμματος του. Η απόλυτη ταύτιση με την Ουκρανία δεν ήταν ποτέ μία επιλογή με την οποία συμφωνούσε όλη η ελληνική κοινωνία, ούτε όλη η Νέα Δημοκρατία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως ήταν απόλυτα ισχυρός και πολιτικά κυρίαρχος, ώστε να αποφασίζει χωρίς να χρειάζεται να υπολογίζει τις ισορροπίες. Μετά τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας της 28ης Φεβρουαρίου, οι οποίες ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν γίνει ποτέ στη χώρα μετά το 1974, είναι προφανές ότι η απόλυτη πολιτική κυριαρχία που είχε κάποτε δεν υπάρχει πια και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπολογίζει τώρα τον αντίκτυπο που θα έχει κάθε του κίνηση ή δήλωση και για την ώρα προτιμά την «ακινησία».
Επιπλέον, όπως αναφέρει κυβερνητικό στέλεχος, «η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όποια και αν είναι κυβέρνηση τους, από τη στιγμή που υπάρχει ένας απειλητικός γείτονας. Η Κάγια Κάλας, αρμόδια για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, αντιλαμβάνεται ως απειλή μόνο τη Ρωσία, ενώ την Τουρκία την βλέπει ως σύμμαχο, παραβλέποντας ότι κατέχει παράνομα, με στρατιωτικά μέσα, εδάφη της Κύπρου, η οποία είναι κράτος-μέλος». Οπότε, η ελληνική κυβέρνηση, όπως εξηγεί «δεν έχει τη διάθεση να τα βάλει με τον Τραμπ και να χαλάσει μία συμμαχία, η οποία για τη χώρα μας είναι κρίσιμη, καθώς το διακύβευμα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαικές χώρες, είναι τεράστιο».