ΟΙ ΚΑΤΑΙΓΙΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ μετά την εκλογή Τραμπ και το αδιέξοδο στην Ουκρανία, οδηγούν πλέον σε έναν ιδιόμορφο ευρωπαϊσμό της θωράκισης, της στρατιωτικοποίησης και των αντίστοιχων τεράστιων επενδύσεων. Ο Μακρόν διαφημίζει την πυρηνική ομπρέλα της Γαλλίας, η Γερμανία αναθεωρεί πολιτική δεκαετιών σε σχέση με τη στρατιωτική της ανάπτυξη, πολιτικοί από διάφορες πλευρές επικαλούνται ένα νέο ευρωπαϊκό φρόνημα. Φιλελεύθεροι πολίτες του Κέντρου καλούν σε μποϊκοτάζ αμερικανικών προϊόντων και οργανισμοί ή μεμονωμένα άτομα αποχωρούν από το Χ ή δηλώνουν απαρέσκεια για τα Tesla του Ελον Μασκ.
Είναι άραγε υποχρεωτικό και μοιραίο για να απαντήσουμε στις προκλήσεις του Τραμπ ή στα απειλητικά παραληρήματα του Μεντβέντεφ να βυθιστούμε αύτανδροι ως Ευρώπη σε έναν ‘εμπόλεμο φιλελευθερισμό’; Αυτή η συγκεκριμένη στάση προβάλλεται τώρα ως μοναδικός ρεαλισμός απέναντι σε ‘ονειροφαντασίες περί ειρήνης’. Σε ένα σημείο η ενεργοποίηση των συμβατικών ευρωπαϊκών κύκλων – και των δημόσιων φωνών που τις υποστηρίζουν- έχει ένα point: πράγματι, μέρος των δυνάμεων στην Ευρώπη που αναφέρονται στην ειρήνη και επικρίνουν τη στρατιωτικοποίηση – όσες υπάρχουν πια στην Αριστερά- έχουν υποτιμήσει την ιδιαιτερότητα του ρωσικού αντιδραστικού πλέγματος και το γεγονός πως ακόμα και η αδυναμία ενός συστήματος εξουσίας μπορεί να γίνεται επιθετικότητα και επικίνδυνος αναθεωρητισμός. Το επιχείρημα ότι η Ρωσία του Πούτιν είναι αβλαβής ή ότι το εσωτερικό της καθεστώς (αυταρχικό) δεν αντανακλά στην εξωτερική της πολιτική είναι αφελές. Αυτό εξάλλου φάνηκε περίτρανα στην Ουκρανία και είναι πολύ μεγάλο λάθος – και αφορμή δίκαιης επίκρισης- να υποστέλλει κάποιος την κριτική σε ιμπεριαλιστικές, εθνικιστικές λογικές ψάχνοντας λόγους που σχετικοποιούν ή φτάνουν να ‘δικαιολογούν’ τα αδικαιολόγητα. Χρειάζεται λοιπόν επιμονή σε πολιτική αρχών και όχι επιλεκτικό παιχνίδι με γεωστρατηγικούς τάχατε λόγους που εξωραίζουν τον Πούτιν και τα όσα έχει διαπράξει όλα αυτά τα χρόνια.
Φωνές που έχουν αρχίσει τώρα να πληθαίνουν καλώντας την Ευρώπη να εγκαταλείψει τις ‘υπερβολικές’ κοινωνικές ή πράσινες πολιτικές και να στραφεί σε μια οικονομία πολέμου δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να μεταφυτεύουν τραμπικές ιδέες δίχως την αισθητική ή τις άλλες ‘ιδιορρυθμίες’ του Τραμπ και των δικών του.
Όλο όμως το υπόλοιπό σκεπτικό και η εκστρατεία των δυνάμεων που στηρίζουν τη στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης είναι ένα επικίνδυνο αδιέξοδο. Δεν απαντά ούτε στις πραγματικές απειλές ασφάλειας ούτε φυσικά στην αμερικανική αναθεωρητική πολιτική. Η συμβατική πολιτική τάξη στην Ευρώπη και πολλοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι βλέπουν τον τραμπισμό ως ‘παράνοια’ και όχι ως εκβλάστηση και έκφραση μιας συστημικής αναδιοργάνωσης και νέων πολιτικών και οικονομικών συμμαχιών. Φωνές που έχουν αρχίσει τώρα να πληθαίνουν καλώντας την Ευρώπη να εγκαταλείψει τις ‘υπερβολικές’ κοινωνικές ή πράσινες πολιτικές και να στραφεί σε μια οικονομία πολέμου δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να μεταφυτεύουν τραμπικές ιδέες δίχως την αισθητική ή τις άλλες ‘ιδιορρυθμίες’ του Τραμπ και των δικών του. Ένας σιδερόφραχτος ρεαλισμός πάει τώρα να κάνει μάθημα ευρωπαϊκής συνείδησης.
Η Ευρώπη δεν τολμά να πει καν ένα όχι στην Open Ai ή σε άλλους μεγάλους παίκτες της αμερικανικής ψηφιακής οικονομίας γιατί έχει ενσωματώσει ενοχικά τις κατηγορίες περί μειωμένης καινοτομίας εξαιτίας του τάχα υπέρ του δέοντος ρυθμιστικού πλαισίου της (αυτό που της προσάπτουν οι ολιγάρχες φίλοι του Τραμπ και διάφορα νεοφιλελεύθερα ψώνια και στην Ελλάδα που ζητούν τη μεγάλη απορρύθμιση και τη φορολογική ασυλία). Η Ευρώπη βλέπει τις ακροδεξιές δυνάμεις της να καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο και να έχουν επιμολύνει ουσιαστικά το συμβατικό πολιτικό Κέντρο. Κάνοντας προτεραιότητα πολιτικές ασφάλειας και άμυνας – σε ένα σχεδιαζόμενο δικό της στρατιωτικοβιομηχανικό πλέγμα- η Ευρώπη θα ενισχύσει την αποστοίχιση των φτωχότερων τάξεων ή το ρεύμα του εθνικισμού και της ανατροπής των όποιων πολιτικών κοινωνικής ισότητας. Η Ευρώπη που σπεύδει πίσω από την Φον Ντερ Λαιεν, τον Ρούτε, τον Μακρόν, τον Μερτς ή τον Μητσοτάκη υποκύπτει σταδιακά στο νέο πεδίο πολιτικής που χαράζει ο «μουρλός» Τραμπ. Εγκαταλείπει ακόμα πιο εμφατικά τις ήδη αργοκίνητες, ημιτελείς και άνισες πολιτικές οικολογικής μετάβασης και κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Αυτή είναι η τραγωδία της στιγμής που ζούμε. Ως αντίπαλο δέος του τραμπισμού ή ως ανάχωμα στον Πούτιν φτιάχνεται μια Ευρώπη των εταιρειών οπλικών συστημάτων, των ποικίλων predator, των μειωμένων κοινωνικών δαπανών. Το πιο ανησυχητικό είναι όμως ότι δεν υπάρχουν άξια λόγου θεσμικά υποκείμενα και κυβερνήσεις πρόθυμες (και ικανές) να διατυπώσουν εναλλακτική. Μεγάλα κόμματα, οργανισμοί ή δομές που να έχουν βάρος έχουν φθαρεί ή λειτουργούν ως επαγγελματίες ισορροπιστές της μικροπολιτικής. Οι πολίτες αναγκάζονται να πέσουν είτε σε έναν κεκαλυμμένο αντι-ουκρανικό αντιευρωπαϊσμό, είτε στον εμπόλεμο φιλελευθερισμό και τον ψευδοευρωπαϊσμό που παρουσιάζεται ως αναγεννημένο φρόνημα. Αν υπήρχαν κινήματα ειρήνης σαν το κίνημα των Τεμπών, με ευρυχωρία, με αίσθηση μιας αδήριτης ηθικής-πολιτικής ανάγκης και ικανά να «απειλήσουν» τις συμβατικές πολιτικές εξουσίες, τότε θα μπορούσαμε να μιλάμε για κάποια μετατόπιση. Θα ήταν κάτι μέσα στη νύχτα. Ό,τι μπορεί να διασωθεί από τις υποσχέσεις, τους θεσμούς, τις ιδέες της Δύσης δεν μπορεί πια να βρεθεί στις ηγεσίες της. Με εξαιρέσεις, κινούνται μεταξύ κατευνασμού του Τραμπ (και κάποιοι του Πούτιν) και έμμεσων προσχωρήσεων στο νέο κλίμα που διαμορφώνεται μετά την ήττα του ‘woke προοδευτισμού’ και τις ζημιές στη διατλαντική σχέση. Το νέο κλιματικό ζήτημα, το ζήτημα της διάσωσης της εργασίας από τον φριχτό οδοστρωτήρα των Big tech «αναδιαρθρώσεων», το ζήτημα μιας νέας πολιτικής συλλογικής ασφάλειας – σε όλα τα πεδία, όχι μόνο το στενά αμυντικό- περνούν σε δεύτερη μοίρα για να αναδυθεί ένα τεράστιο κενό.
Το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί παρά μόνο από μορφές πολιτικής αφύπνισης απλών πολιτών και όσων πολιτικών δυνάμεων καταλαβαίνουν πως χρειαζόμαστε ριζική επανεπινόηση της Ευρώπης σε άλλα θεμέλια και όχι τη διατήρηση των λειψάνων της ή την αντικατάστασή τους από την ακροδεξιά.