To 2005, ο Helmut Lang αποσύρθηκε από την επωνυμία ρούχων που έφερε το όνομά του, κλείνοντας ένα πολύτιμο κεφάλαιο στη μόδα των ’90s που ορίστηκε από τον πρωτοποριακό του μινιμαλισμό. Εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στα ανατολικά Χάμπτονς, φόρεσε Levi’s και μακό μπλουζάκια σαν στολή και, αφού ατένισε για μια τριετία τον ωκεανό, δήλωσε καλλιτέχνης. «Ήθελα να διερευνήσω όσα γνώριζα σε ένα διαφορετικό επίπεδο, να ωριμάσω», δήλωνε τότε σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Paper».
Οι νεαροί δημοσιογράφοι και buyers των αρχών των ’90s που είχαν θεοποιήσει τη μόδα του Lang δεν αιφνιδιάστηκαν με αυτήν τη μετάβαση.
Με ατελιέ στη Βιέννη και επιδείξεις στο Παρίσι, ο 40άρης τότε σχεδιαστής ηγείτο του κινήματος που ορισμένοι είχαν αρχίσει ήδη να ορίζουν ως «counter-couture». Επηρεασμένος από την κουλτούρα του λειτουργικού design στη μεταπολεμική Αυστρία όπου μεγάλωσε, ο αυτοδίδακτος Lang αφαίρεσε από την τέχνη του την υπερβολή των ’80s και δημιούργησε ρούχα που, παρά την οπτική τους απλότητα, ενσωμάτωναν πολλαπλά επίπεδα τεχνικής και καινοτομίας, έτσι ώστε το fashion design του να ανυψώνεται σε «τέχνη που φοριέται».
Η κλίμακα, οι κεχριμπαρένιες αποχρώσεις και οι υφές των γλυπτών φαίνονται φυσικά ανάμεσα στον ξύλινο σκελετό από σεκόγια του σπιτιού, τα εντυπωσιακά του χάλκινα τζάκια, τους εσωτερικούς του χώρους που ανοίγονται στη φύση.
Παραδοσιακές χειροποίητες τεχνικές εφαρμόζονταν σε high tech υλικά, και οι φόρμες του υπήρξαν πάντα γλυπτικές. Δουλεύοντας σε layers, με δέρμα και λάστιχο, μεταλλικά τούλια και οργάντζες, ο Lang δημιούργησε σχολή για το πώς η χρηστικότητα μπορεί να αποπνέει ερωτισμό. Το θρυλικό rubber dress του παραμένει μέχρι σήμερα σύμβολο μιας ανέμελης πορνογραφικής κομψότητας, κι έφτασε να γίνει θέμα προς ανάλυση στον «New Yorker».

Η πλούσια βιβλιογραφία για το υβρίδιο Lang στη σύγχρονη μόδα διαπιστώνει στα ρούχα του επιρροές από τα κινήματα του κλασικισμού και του πριμιτιβισμού. Σε αντίθεση με τον Azzedine Alaia ή την Alix Grès, που κι εκείνοι συνήθιζαν να ταιριάζουν στο ίδιο look tribal και αρχαιοελληνικές επιρροές, η ενοποίηση του Lang γινόταν με τραχύτητα, έτσι ώστε τα διαφορετικά στοιχεία να είναι εμφανή, όχι αφομοιωμένα. Χαρακτηριστικό τέτοιο κομμάτι είναι ένα λευκό βραδινό φόρεμα που σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του Met, στο οποίο πλισαρισμένη οργάντζα και μεταξωτό σιφόν συνυπάρχουν με αρμαθιές από τρίχα αλόγου.

Στα 15 χρόνια που ασχολείται αποκλειστικά με την τέχνη, ο Lang διατήρησε αυτήν του την προσήλωση στα υλικά, πλάθοντας γλυπτά με αισθαντική υφή στον αχυρώνα του σπιτιού του που έχει μετατρέψει σε στούντιο. Αυτά που παρουσιάζει τώρα στο Λος Άντζελες, βλοσυρά μορφώματα από εύπλαστα υλικά (κερί, λάστιχο, ρητίνη και αφρολέξ), δεν έχουν κάποιο προαποφασισμένο νόημα. «Η συναισθηματική τους βαρύτητα (των υλικών) προέρχεται από αυτό που κάνω μ' αυτά», είπε ο ίδιος στο Artnet, αναφερόμενος στη μεθοδολογία με την οποία προσεγγίζει την ύλη. Ο αφρός, μουλιασμένος μαζί με τα άλλα υλικά, συσπάται και δένεται σε φόρμες αφηρημένες αλλά παραστατικές, που μοιάζουν με γροθιές ή ακαθόριστα ανθρώπινα μέλη. Υπάρχει κάτι αποτρόπαιο σε αυτά τα γλυπτά, που ενώ η σύστασή τους θυμίζει βρεγμένους σπόγγους ή κολλώδη κέικ, οι φιγούρες τους ταλαντεύονται ανάμεσα στη σπλαχνική παραμόρφωση και τον αισθησιασμό, σαν ένα εκκρεμές που από την επιθυμία σε εκτοξεύει στην αποστροφή. Ανάμεσα στα γλυπτά, δύο μικρά επιτοίχια έργα εξυμνούν την υλικότητα, τοποθετώντας τις πρώτες ύλες –το πλαστικό, ή σελάκη, και το κερί– σε κάδρο.

Τα έργα της έκθεσης «What Remains Behind» εκτίθενται στο Schindler House στο δυτικό Χόλιγουντ, ένα αριστούργημα του μοντερνισμού που από το 1994 λειτουργεί ως δορυφόρος του Μουσείου Εφαρμοσμένων Τεχνών (ΜΑΚ) της Βιέννης. «Η αρχιτεκτονική αυτού του ιστορικού σπιτιού έχει κάτι το μεταφυσικό», παρατηρεί ο επιμελητής της έκθεσης και επί σειρά ετών συνεργάτης του Lang, Neville Wakefield. «Το αισθάνεσαι στο πώς συνομιλεί το φως με τον χώρο, στα όρια ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό, στα σιωπηλά σημεία ανάμεσα στις κάθετες πλάκες μπετόν». Μέσα σε αυτόν τον γυμνό χώρο, χειροπιαστό όσο και χιμαιρικό, που δημιούργησε μεταξύ 1921-22 ο Αυστριακός αρχιτέκτονας Rudolf Schindler, το έργο του Lang, ενός επίσης Αυστριακού εμιγκρέ, προσφέρει τη δική του εκδοχή για την ανθρώπινη κατάσταση.
Ενώ τα γλυπτά δεν δημιουργήθηκαν για να παρουσιαστούν εκεί, η εμπειρία του Wakefield σε site-specific επιμελητικά πρότζεκτ (υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής και συνεπιμελητής στην εγκατάσταση «Desert X» στην Coachella το 2023) βοήθησε στην αποτελεσματική τους σύνδεση με τον χώρο.

Η κλίμακα, οι κεχριμπαρένιες αποχρώσεις και οι υφές των γλυπτών φαίνονται φυσικά ανάμεσα στον ξύλινο σκελετό από σεκόγια του σπιτιού, τα εντυπωσιακά του χάλκινα τζάκια, τους εσωτερικούς του χώρους που ανοίγονται στη φύση. Το σπίτι συνδυάζει στοιχεία παραδοσιακού ιαπωνικού και βιενέζικου design, με δύο συνδεόμενα διαμερίσματα σε σχήμα L για δυο οικογένειες, συρόμενα πάνελ αντί για πόρτες και στιβαρούς τσιμεντένιους τοίχους, και θεωρείται ένα διαχρονικό –μάλιστα είναι το πρώτο– δείγμα αρχιτεκτονικού μοντερνισμού, χτισμένο το 1922 στη Νότια Καλιφόρνια. Τα γλυπτά του Lang μέσα σ' αυτό –έναν τόπο ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα– φαντάζουν σύγχρονα και συγχρόνως πρωτόγονα, θίγοντας τη διαρκή εμμονή του με το θέμα της μνήμης, ιδιαίτερα με τις ιστορίες που μεταφέρουν τα υλικά από τις προηγούμενες χρήσεις τους.
Η ιδέα της μνήμης και της απουσίας έχει αποκτήσει μια νέα συναισθηματική δριμύτητα στο Λος Άντζελες μετά τις πυρκαγιές του Ιανουαρίου που αφάνισαν ύλη και ιστορίες ανθρώπων. Τα υλικά μιλούν για το παρελθόν, αν επιβιώσουν μέσα στον χρόνο…
Helmut Lang: What remains behind στο MAK Center for Art and Architecture, Schindler House, Λος Άντζελες, έως 4 Μαΐου 2025