Κεντρικός άξονας, η άνοδος, η ανατροπή και η δολοφονία του ηγέτη του Κονγκό, Πατρίς Λουμούμπα. Στο φόντο, η κατάκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας και ένα πραξικόπημα οργανωμένο από τις αμερικανικές και τις βελγικές υπηρεσίες για τη λεηλασία του ορυκτού πλούτου. Επί σκηνής, παγκόσμιοι ηγέτες, επαναστάτες, θρύλοι της τζαζ, μια ήπειρος, η Αφρική, και ένας νέος κόσμος, ο Τρίτος Κόσμος. Θυελλώδεις συνεδριάσεις στον ΟΗΕ με πρωταγωνιστές τον Χρουστσόφ, τον Αϊζενχάουερ, τον Φιντέλ Κάστρο και πολλούς ακόμα. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων στις ΗΠΑ και ο Μάλκολμ X. Πράκτορες της CIA, ομολογίες, ίντριγκες και σχέδια δολοφονίας. Σκηνές από τον γάμο του Βέλγου βασιλιά – το Κονγκό ήταν βελγική αποικία. Μορφές άγνωστες και γοητευτικές, όπως η «Μαύρη Πασιονάρια» Aντρέ Μπλουάν, μία από τις στενότερες συνεργάτιδες του Λουμούμπα, αγωνίστρια σε ένα πεδίο όπου συναντιούνται η γυναικεία και η εθνική χειραφέτηση. Και τζαζ, πολλή τζαζ, με τη μουσική να μην είναι απλώς σάουντρακ αλλά στοιχείο της πλοκής. Με όλα αυτά, και μόνο από τα τρέιλερ, η ταινία δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κρίνει κανείς ένα ντοκιμαντέρ. Για να είναι καλό, πρέπει να μας προσφέρει έγκυρα στοιχεία, όπως ένα επιστημονικό άρθρο ή ένα λήμμα εγκυκλοπαίδειας. Για να είναι όμως σπουδαίο, χρειάζεται κάτι παραπάνω: να χρησιμοποιεί τα εργαλεία της τέχνης, μετουσιώνοντας τις πληροφορίες σε κινηματογραφική ταινία. Μας το θυμίζει η Aλίσα Γουίλκινσον, εξηγώντας, στους «New York Times» γιατί το «Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα» είναι σπουδαία ταινία. Θα ακολουθήσω εδώ την αντίστροφη διαδρομή, θέλοντας να δείξω ότι το «Σάουντρακ» είναι σπουδαίο και ιστορικά. Τα στοιχεία που αποκαλύπτει, ο τρόπος που τα τεκμηριώνει και τα συνθέτει έχουν την αξία πρωτότυπης μελέτης.
Παρότι συναρπαστικό –δυόμισι πυκνές ώρες που σε κρατάνε σε εγρήγορση–, το «Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα» δεν είναι μια ταινία ευχάριστη ή εύκολη. Μαζί με την έξαρση και την ανάταση, την εποποιία του αντιαποικιακού και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, περιέχει πολύ πόνο, εκμετάλλευση, εκατομμύρια νεκρούς, μεγάλα φορτία υποκρισίας και κυνισμού.
Η ταινία, που με κάποια φλασμπάκ και λιγότερα φλας φόργουορντ, εκτυλίσσεται το 1960-1961, μας εισάγει σε δύο κόσμους την εποχή του Ψυχρού Πολέμου: αυτόν των αντιαποικιακών κινημάτων και αυτόν του πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου.
Η ορμητική ανάδυση του Τρίτου Κόσμου
Ένας νέος κόσμος εισβάλλει ορμητικά στη διεθνή σκηνή τις δεκαετίες του 1950 και του 1960: οι ευρωπαϊκές αποικίες, η μία μετά την άλλη, αποτινάσσουν τον ζυγό (Ινδία, Ινδονησία, Συρία, Λίβανος, Καμπότζη, Βιετνάμ, Λιβύη, Μαρόκο, Τυνησία, Γκάνα και πολλές ακόμα), ενώ το 1960 είναι το Έτος της Αφρικής: 16 αφρικανικές χώρες, ανάμεσά τους και το Κονγκό, κηρύσσονται ανεξάρτητες.

Οι εικόνες που παρακολουθούμε στην ταινία μάς καθηλώνουν. Βλέπουμε τον Νεχρού, τον Σουκάρνο, τον Νάσερ και άλλους ηγέτες του Τρίτου Κόσμου να καταφθάνουν στο Μπαντούνγκ της Ινδονησίας για να μετάσχουν στην Αντιαποικιακή Συνδιάσκεψη τον Απρίλιο του 1955, μια κορυφαία στιγμή για τη συγκρότηση της νέας οντότητας που θα ονομαστεί Τρίτος Κόσμος. Παρακολουθούμε τον Χρουστσόφ στη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών να δίνει το σύνθημα και τους Σοβιετικούς αντιπροσώπους να χτυπάνε διαμαρτυρόμενοι τις γροθιές τους στα έδρανα, ρυθμικά και χαρωπά. Παρακολουθούμε, επίσης, τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Νταγκ Χάμαρσκελντ με τον παρασκηνιακό και σκοτεινό ρόλο, και τους δρόμους της πρωτεύουσας του Κονγκό να πλημμυρίζουν κόσμο που πανηγύριζε για την ανεξαρτησία.
Πρεσβευτές της τζαζ: Στην επικράτεια του πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου

Βλέπουμε, ακόμα, την άφιξη στο Κονγκό του Λιούις Άρμστρονγκ και της μπάντας του τον Οκτώβρη του 1960 και ποτάμια κόσμου να τρέχουν να τους ακούσουν. Την ίδια στιγμή, ο Λουμούμπα βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό, καθώς τον έχει ανατρέψει, τον προηγούμενο μήνα, ο συνταγματάρχης Μομπούτου.
Ο Άρμστρονγκ επισκέπτεται το Κονγκό στο πλαίσιο της πολύμηνης περιοδείας του σε 15 χώρες της Αφρικής, οργανωμένης από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με σπόνσορα (και) την Pepsi-Cola. Δεν πρόκειται για συγκυριακή έμπνευση ή πρωτοβουλία. Είναι ένα επεισόδιο αυτού που ονομάστηκε Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος, της «μεγάλης μάχης για την καρδιά και τον νου των ανθρώπων». Ο πολιτισμός χρησιμοποιείται ως όπλο στον ανταγωνισμό των δύο στρατοπέδων: οι ΗΠΑ προωθούν κατεξοχήν την τζαζ και την αφηρημένη τέχνη, ενώ η ΕΣΣΔ τα μπαλέτα.
Έτσι, το 1956 η αμερικανική κυβέρνηση εγκαινιάζει το πρόγραμμα «Πρεσβευτές της τζαζ», οργανώνοντας συναυλίες του Ντίζι Γκιλέσπι σε χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ευρώπης – ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Τα επόμενα χρόνια κορυφαίοι τζαζίστες όπως ο Λιούις Άρμστρονγκ, ο Ντιουκ Έλινγκτον ή ο Ντέιβ Μπρούμπεκ θα περιοδεύσουν σε όλο τον πλανήτη ως «πρεσβευτές» των ΗΠΑ.

Η τζαζ επιλέγεται (παρότι συναντά τις αντιδράσεις συντηρητικών γερουσιαστών που τη χαρακτηρίζουν «σκέτο θόρυβο»), καθώς συνδυάζει μια σειρά ακαταμάχητα προσόντα. Καταρχάς, απευθύνεται σε ένα κοινό πιο νεανικό σε σχέση με μια συμφωνική ορχήστρα. Έπειτα, στις μπάντες κυριαρχούν οι Αφροαμερικανοί, γεγονός που αποτελεί ζωντανή απάντηση στις καταγγελίες των αντιπάλων για τον ρατσισμό στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ. Τέλος, το γεγονός ότι η τζαζ στη Σοβιετική Ένωση, μετά την άνθηση που είχε γνωρίσει μεσοπολεμικά, θεωρείται πλέον «εκφυλισμένο αστικό προϊόν», αυξάνει τη σημασία της για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Έτσι, η τζαζ προβάλλεται ως η κατεξοχήν μουσική του «ελεύθερου κόσμου». «Ο μυθιστοριογράφος Ραλφ Έλισον αποκαλούσε την τζαζ ομόλογη, στον χώρο των τεχνών, του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ο σολίστας μπορεί να παίξει οτιδήποτε θέλει εφόσον παραμένει μέσα στον ρυθμό, ενώ η συγχορδία αλλάζει – όπως σε μια δημοκρατία το άτομο μπορεί να πει ή να κάνει ό,τι θέλει, εφόσον υπακούει στον νόμο», διαβάζουμε σε ένα άρθρο των «New York Times» (6/11/1955) με τίτλο «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ένα μυστικό μουσικό όπλο: την τζαζ».

Περίπου έναν χρόνο μετά την αφρικανική περιοδεία του Άρμστρονγκ κυκλοφορεί το μιούζικαλ «The real ambassadors» του Ντέιβ και της Αϊόλα Μπρούμπεκ, σε συνεργασία με τον Άρμστρονγκ και την μπάντα του. Το σημειώνω, παρότι δεν αναφέρεται στο «Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα», γιατί, με τρόπο χιουμοριστικό, ανάλαφρο και κριτικό, παρουσιάζει τους τζαζίστες ως «πρεσβευτές». Έτσι, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο «Λιους», ο Άρμστρονγκ δηλαδή, τραγουδάει:
«I’m the real ambassador.
It is evident I was sent by government to take your place
All I do is play the blues and meet the people face-to-face.
[…]
The State Department has discovered Jazz
It reaches folks like nothing ever has».
Τρία επιτεύγματα του ντοκιμαντέρ
Ξεχωρίζω τρία στοιχεία που θεωρώ ότι κάνουν το «Σάουντρακ» ένα ντοκιμαντέρ άρτιο ιστορικά.
Το πρώτο είναι ότι μέσα από το πλούσιο και καλά επιλεγμένο οπτικό και ηχητικό υλικό της περιόδου μπορούμε να ζήσουμε την ατμόσφαιρά της. Μια κορυφαία στιγμή: ο Κάστρο, όταν εκδιώκεται από το ξενοδοχείο του στο Μανχάταν, καταλύει στο Hotel Teresa, στο Χάρλεμ, έπειτα από πρόσκληση του Μάλκολμ Χ. Εκεί έρχονται να τον συναντήσουν οι ηγέτες του Τρίτου Κόσμου, που βρίσκονται στη Νέα Υόρκη για να μετάσχουν στην ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών, δημιουργώντας μια αντισύνοδο, ένα νέο Μπαντούνγκ, στην καρδιά του Χάρλεμ. Είναι καταλυτικό να έχουμε την εικόνα των δρώντων πρωταγωνιστών – είτε είναι ο «gentleman spy» αρχηγός της CIA, Άλεν Ντάλες, είτε ο θεληματικός και παιχνιδιάρης μαζί Φιντέλ, είτε ο Λουμούμπα με τον καθαρό λόγο, είτε ο ρήτορας Μάλκολμ Χ που ξεσηκώνει το κοινό του, είτε τα πλήθη που χορεύουν ξέφρενα σε όλη την αφρικανική ήπειρο το «Τσα τσα της ανεξαρτησίας». Πέρα από το ρίγος ή την έξαψη που νιώθουμε, πολλές φορές τέτοια στιγμιότυπα μπορεί να είναι αποκαλυπτικά, να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε πολλά, να ισοδυναμούν με πολλές σελίδες μιας μελέτης για το τέλος της αποικιοκρατίας ή τον Ψυχρό Πόλεμο.

Το δεύτερο είναι η τεκμηρίωση. Ο σκηνοθέτης Γιόχαν Γκριμονπρέζ χρησιμοποιεί κάθε είδους πηγές: κινηματογραφικά επίκαιρα, ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα της εποχής, επίσημα έγγραφα, αποκόμματα εφημερίδων, μαρτυρίες, αποσπάσματα από μελέτες κ.ά. Οι παραπομπές παρελαύνουν στην οθόνη, θυμίζοντας μονογραφία. Το εντυπωσιακό δεν είναι μόνο ο όγκος και ο πλούτος των πηγών –δεν θυμάμαι άλλο ντοκιμαντέρ με τόσες παραπομπές– αλλά και το πώς εντάσσονται στην αφήγηση χωρίς να γίνονται δυσλειτουργικές.
Το τρίτο είναι η σύνθεση. Ο καταιγισμός στοιχείων, η αλλαγή της εστίασης, το πίσω-μπρος στον χρόνο, σε κάνουν καμιά φορά να σαστίζεις, δεν χάνεσαι όμως, καθώς υποτάσσονται σε μια ενιαία αφήγηση, δένονται σε μια σφιχτή σύνθεση. Και αυτή η ενιαία εικόνα με τις πολλές αποχρώσεις και αντιφάσεις ανταποκρίνεται στις σύνθετες πραγματικότητες της εποχής. Δεν υπάρχει μια «κακή» CIA που οργανώνει πραξικοπήματα και μια «καλή» που προωθεί την αφηρημένη τέχνη, τη Φιλαρμονική της Βοστώνης και την τζαζ ανά τον πλανήτη. Είναι η ίδια υπηρεσία, και συχνά τα ίδια επιτελικά στελέχη που κάνουν και τα δύο. H πολυπλοκότητα καμιά φορά μπορεί να συμπυκνώνεται σε ένα πρόσωπο. Στην ταινία, ο Γουίλιαμ Μπέρντεν, τραπεζίτης, φιλάνθρωπος, συλλέκτης, πρόεδρος του περίφημου ΜοΜΑ (του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης), πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Βέλγιο, το κρίσιμο διάστημα από τον Οκτώβριο του 1959 έως τον Ιανουάριο του 1961, με δεσμούς με τη CIA και αναμεμειγμένος στην ανατροπή του Λουμούμπα, αποτελεί ένα εύγλωττο τέτοιο παράδειγμα.

Παρότι συναρπαστικό –δυόμισι πυκνές ώρες που σε κρατάνε σε εγρήγορση–, το «Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα» δεν είναι μια ταινία ευχάριστη ή εύκολη. Μαζί με την έξαρση και την ανάταση, την εποποιία του αντιαποικιακού και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, περιέχει πολύ πόνο, εκμετάλλευση, εκατομμύρια νεκρούς στον βωμό του ουρανίου και των άλλων πολύτιμων ορυκτών του Κονγκό, μεγάλα φορτία υποκρισίας και κυνισμού, στους διαδρόμους των Ηνωμένων Εθνών ή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Ο Γιόχαν Γκριμονπρέζ, πολιτικά ευαισθητοποιημένος και στοχαστικός, όπως έχει δείξει και στις προηγούμενες δουλειές του (για ζητήματα όπως η χειραγώγηση της ενημέρωσης, η εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου ή το εμπόριο όπλων), σε αυτή την ταινία αποφασίζει να ασχοληθεί με τα «οικεία κακά». Όχι της Δύσης γενικά αλλά ειδικά της χώρας του, του Βελγίου, θυμίζοντάς μας πως αποικιοκράτες δεν ήταν μόνο οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αλλά και μικρότερες δυνάμεις, όπως οι Βέλγοι, και μάλιστα στυγνοί. Παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, είναι μια επιλογή με κόστος. Η σιωπή και η λήθη είναι πιο εύκολες και λειτουργικές, συλλογικά και ατομικά, όταν μιλάς για τις ευθύνες και τα εγκλήματα της χώρας σου, όταν τα παιδιά των πρωταγωνιστών και των πρωταγωνιστριών ζουν ακόμα. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μας προσφέρει ένα ντοκιμαντέρ στρατευμένο και κριτικό μαζί. Και, παραφράζοντας τον Τζέιμς Μπόλντουιν, λέει: «Η ιστορία δεν είναι το παρελθόν. Η ιστορία είναι αυτό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Είναι το παρόν. Είναι αυτό που εισχωρεί στο δέρμα μας και στο σώμα μας, μέσα στα κόκαλά μας».
«Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα» - τρέιλερ