Αθηναϊκό πράσινο: Πολύπαθο και λιγοστό, όπως κι αν το υπολογίσεις
Δεν αποτελεί βέβαια είδηση ότι η Αθήνα είναι μία από τις λιγότερο «πράσινες» ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ασχέτως του αν υπάρχουν διαφορές στον τρόπο υπολογισμού. Ένα νούμερο που «παίζει» πολύ, καθώς αναφέρεται στις σχετικές εκθέσεις του ΟΟΣΑ, είναι το 0,96 τ.μ. ανά κάτοικο –άλλοι το ανεβάζουν στα 2 τ.μ.–, εντούτοις τόσο στα στοιχεία της Διεύθυνσης Πρασίνου και Αστικής Πανίδας όσο και στο Σχέδιο Δράσης για το Κλίμα 2021-2030, η «πρασινάδα» που αντιστοιχεί σε κάθε δημότη, αν υπολογίσουμε όχι μόνο πάρκα και άλση αλλά και παρτέρια, νησίδες πρασίνου, κήπους, δενδροστοιχίες κ.λπ., φτάνει τα 8,76 τ.μ. «με αυξητικές τάσεις», σύμφωνα με τον αντιδήμαρχο Περιβάλλοντος και Πρασίνου Γιώργο Αποστολόπουλο, ο οποίος εμφανίζεται αισιόδοξος για τις επιδόσεις της νέας δημοτικής αρχής σε αυτόν τον νευραλγικό τομέα: «Στοχεύουμε στη φύτευση 5.000 νέων δέντρων ετησίως με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Φέραμε επίσης στο δημοτικό συμβούλιο έναν καινοτόμο κανονισμό πρασίνου που αφορά από τη φύτευση και τη φροντίδα των δέντρων μέχρι το πότισμα και το κλάδεμά τους, θέματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης κ.λπ., ο οποίος ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα, δείγμα μιας διαπαραταξιακής διάθεσης για συνεργασία που υπάρχει σε αυτόν τον τομέα. Για να μπορεί, μάλιστα, ο δημότης να ενημερώνεται και να παρακολουθεί τις εξελίξεις, φτιάξαμε την ψηφιακή πλατφόρμα Athens Trees όπου αποτυπώνεται η φύτευση κάθε καινούργιου δέντρου», μας λέει. Ο νέος αυτός κανονισμός προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη θεσμοθέτηση μητρώου δέντρων, την προστασία όσων από αυτά έχουν ηλικιακή, βοτανική, μορφολογική ή ιστορική αξία, την καθιέρωση ισοζυγίου-αντισταθμίσματος πρασίνου με υποχρέωση φύτευσης περισσότερων δέντρων και νέες, αυστηρές επιστημονικές προϋποθέσεις για τις κλαδεύσεις και τις μεταφυτεύσεις.
Η ραγδαία «τσιμεντοποίηση» της Αττικής ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του 1950 ως αποτέλεσμα της εκθετικής λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης και της αστυφιλίας αύξησης του πληθυσμού της και της έκρηξης της αντιπαροχής, αλλά και της αυθαίρετης δόμησης.
Η κατανομή πρασίνου στον δήμο Αθηναίων και γενικότερα στο Λεκανοπέδιο, εκτός από γεωγραφικά, σε μεγάλο βαθμό έχει και ταξικά χαρακτηριστικά. Οι περιοχές του Βόρειου και του Κεντρικού Τομέα βρίσκονται πιο κοντά στο ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο (μέση τιμή 8,3 τ.μ. και 8,2 τ.μ. ανά κάτοικο, αντίστοιχα), με τους δήμους Αμαρουσίου, Φιλοθέης-Ψυχικού, Πεντέλης, Κηφισιάς, Καισαριανής, Νέας Φιλαδέλφειας και Γαλατσίου να είναι οι πιο ευνοημένοι. Στο άλλο άκρο της κατάταξης βρίσκονται τα δυτικά και τα νότια προάστια (μέση τιμή στα 5,5 τ.μ. και 2,9 τ.μ. ανά κάτοικο, αντίστοιχα), ενώ στον Πειραιά η μέση τιμή είναι μόλις 3,2 τ.μ. ανά κάτοικο.

Η ραγδαία «τσιμεντοποίηση» της Αττικής ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του 1950 ως αποτέλεσμα της εκθετικής λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης και της αστυφιλίας αύξησης του πληθυσμού της και της έκρηξης της αντιπαροχής, αλλά και της αυθαίρετης δόμησης. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση εντάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας των δασικών πυρκαγιών που κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των περιαστικών δασών και εξαιτίας της πυκνής δόμησης που, σε συνδυασμό με τον φύσει περιορισμένο γεωγραφικά χώρο του Λεκανοπεδίου αλλά και ανεπαρκείς ή εσφαλμένες πρακτικές φύτευσης και συντήρησης του εναπομείναντος πρασίνου επιδείνωσαν το πρόβλημα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων φορέων, δήμων και πρωτοβουλιών πολιτών. Στα χρόνια της κρίσης το πρόβλημα οξύνθηκε, εφόσον οι περισσότεροι χώροι πρασίνου αφέθηκαν ουσιαστικά για ένα μεγάλο διάστημα στην τύχη τους, ενώ ανασταλτικά λειτούργησε από πλευράς έργων και η πανδημία του Covid που ακολούθησε. Η δημιουργία νέων σταθμών του μετρό έχει επιβαρύνει την κατάσταση, καθώς αρκετοί κατασκευάστηκαν –και κατασκευάζονται− πάνω σε πλατείες και άλση, το πράσινο και ειδικά η υψηλή βλάστηση των οποίων, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν αποκαταστάθηκε με τους καλύτερους όρους.
Άλση, πάρκα και λοιποί πράσινοι θύλακες: Τα προβλήματα, οι προκλήσεις και οι νότες αισιοδοξίας

Δύο από τα μεγαλύτερα αθηναϊκά πάρκα, το Πεδίον του Άρεως (το οποίο, όπως και κάποιοι ακόμα θύλακες πρασίνου στο κέντρο, δεν υπάγεται στον δήμο Αθηναίων) και το Μητροπολιτικό Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης», αντιμετωπίζουν –ειδικά το δεύτερο– διάφορα προβλήματα, ενώ οι προσπάθειες αποκατάστασης και συντήρησης τα τελευταία χρόνια ήταν πλημμελείς και αποσπασματικές. Βελτιωμένη εμφανίζεται η εικόνα στον Λυκαβηττό και τον λόφο του Στρέφη, σε σχετικά καλή κατάσταση βρίσκονται το Ζάππειο, το Κτήμα Συγγρού, το Αττικό Άλσος, το Άλσος Βεΐκου, το Άλσος Σχολής Χωροφυλακής (Γουδί), η αρχαία αγορά, η Πνύκα, του Φιλοπάππου (όπου εξακολουθείς όμως να βλέπεις σκουπίδια), ο Βοτανικός Κήπος του Διομήδη και το μεσογειακό πάρκο στο ΚΠΙΣΝ. Ο Γιώργος Αποστολόπουλος εστιάζει στις νέες φυτεύσεις και παρεμβάσεις στις οποίες προχωρά ο δήμος με τη συνδρομή ιδιωτών χορηγών στον Λυκαβηττό, στον λόφο του Στρέφη, στο Άλσος Συγγρού και σε μια σειρά άλλους χώρους πρασίνου, ανάμεσά τους το «microforest» των 800 δέντρων που φτιάχτηκε στην Αλεπότρυπα στην Κυψέλη. Αναφέρεται επίσης στα εμπόδια που ξεκινούν από την έλλειψη προσωπικού, τη σύγχυση αρμοδιοτήτων σε κάποιες περιοχές, συν κάποιες παρωχημένες νοοτροπίες και πρακτικές, και φτάνουν μέχρι τους βανδαλισμούς ή τις κλοπές φυτών σε νεοφυτεμένα παρτέρια. «Σε κάθε περίπτωση, προσπαθούμε να επιλέγουμε δέντρα και φυτά που να ταιριάζουν στο αθηναϊκό τοπίο και να αντέχουν σε ακραίες κλιματικές συνθήκες», συμπληρώνει.
Η Ακαδημία Πλάτωνος είναι, επίσης, από τους σημαντικότερους αθηναϊκούς πνεύμονες, με τους περισσότερους περίοικους και επισκέπτες να θεωρούν ευτύχημα που τα σχέδια για την ανέγερση μουσείου στον χώρο «πάγωσαν» μετά τις αντιδράσεις, καθώς δεν μας λείπουν τα μουσεία –που μπορούν άλλωστε να φτιαχτούν και σε άλλους χώρους− αλλά οι ανάσες. Στον Εθνικό Κήπο οι εργασίες αναμόρφωσης δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί, στα σκαριά είναι η λεγόμενη διπλή ανάπλαση σε λεωφόρο Αλεξάνδρας και Ελαιώνα, όπου θα μεταφερθεί το γήπεδο του ΠΑΟ, ενώ δεν έχει ξεκαθαριστεί τι και πόσο πράσινο θα περιλαμβάνει τελικά ό,τι δεν χτιστεί στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Ομάδες πολιτών αγωνίζονται εδώ και χρόνια για τη σωτηρία του ρέματος της Πικροδάφνης αλλά και για την ανάπλαση του ονομαστού, κάποτε, άλσους της Νέας Φιλαδέλφειας. Αρκετοί αγώνες έχουν γίνει επί σειρά ετών για το Πεδίον του Άρεως, ενώ τα «πάρκα τσέπης» σε υποβαθμισμένες, κυρίως, γειτονιές ήταν μια καλή ιδέα που καταβάλλονται προσπάθειες να επεκταθεί, καθώς, σε συνδυασμό με άλλα προληπτικά μέτρα, μπορεί να αποτελέσει «ασπίδα» απέναντι στους ακραίους καύσωνες, όπως έχει επισημάνει μιλώντας στη LiFO η Ελισάβετ Μπαργιάννη, επικεφαλής Αντιμετώπισης Αστικής Υπερθέρμανσης του δήμου Αθηναίων.
Πολλά βλέμματα είναι τον τελευταίο καιρό στραμμένα στον Λυκαβηττό, όπου η προσέλευση έχει αυξηθεί χάρη στην επαναλειτουργία του θεάτρου και τις προσπάθειες ανάπλασης –μιλάμε άλλωστε για ένα από τα χαρακτηριστικότερα τοπόσημα του Λεκανοπεδίου–, υπάρχουν όμως αρκετά ζητήματα που πρέπει να λυθούν, όπως αυτό της άρδευσης, ώστε το πράσινο να είναι υγιές και βιώσιμο, πράγμα που βέβαια ισχύει για όλο το Λεκανοπέδιο (σ.σ. αναλυτικές πληροφορίες για την πανίδα και τη χλωρίδα του βρίσκει κανείς στην ψηφιακή εφαρμογή Λυκαβηττός topoguide).

«Εκείνο που καταρχάς χρειάζεται είναι μια σοφότερη χρήση του νερού, με παράλληλη επικέντρωση στην αττική χλωρίδα, συν κάποια ξενικά είδη που είναι ξηρανθεκτικά και έχουν προσαρμοστεί στο μικροκλίμα του Λεκανοπεδίου, αντίθετα με κάποια άλλα “νεοπλουτίστικης” αισθητικής, που όμως είναι για άλλα περιβάλλοντα», εξηγεί ο γεωπόνος-κηποτέχνης Νίκος Θυμάκης (Βαλκανικός Βοτανικός Κήπος Κρουσίων/ΕΛΓΟ Δήμητρα). «Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Ας θυμηθούμε πώς “πρασίνισε” ο Βάθης την Αρχαία Αγορά με χρήση τοπικών ειδών, ιδέα την οποία ακολούθησε και ο Πικιώνης για τον περίβολο της Ακρόπολης και τις φυτεύσεις στου Φιλοπάππου. Το πάρκο του ΚΠΙΣΝ είναι ένα θετικό, σε γενικές γραμμές, παράδειγμα δημιουργίας και συντήρησης μεσογειακού πάρκου· πολύ αξιόλογος είναι και ο κήπος της Mediterranean Garden Society στην Παιανία, με αυτοσυντηρούμενα δέντρα και φυτά που δεν χρειάζονται πότισμα, στη φιλοσοφία του “xeriscape”.

Διότι δεν αρκεί απλώς να φτιάχνουμε κήπους και πάρκα με καλλωπιστικό προσανατολισμό, πρέπει να δημιουργούμε οικοσυστήματα προσαρμοσμένα στις τοπικές ανάγκες που να προσελκύουν έντομα για επικονίαση, όπως οι μέλισσες, και πουλιά· να είναι μεν αισθητικά όμορφα αλλά ταυτόχρονα βιώσιμα, δίνοντας το μήνυμα ότι προσαρμοζόμαστε στην κλιματική αλλαγή, όπως συμβαίνει πια διεθνώς. Χρειάζεται επίσης να κρατήσουμε τις παραδοσιακές τεχνικές ποτίσματος, οι οποίες αποτελούν άυλη πολιτιστική κληρονομιά, και να αφήνουμε τη φύση, όπου υπάρχει, να λειτουργεί από μόνη της, δίνοντας βαρύτητα στα ελληνικά φυτώρια αντί να καταφεύγουμε στις αθρόες εισαγωγές επειδή στοιχίζουν φθηνότερα ή εξυπηρετούνται έτσι κάποιοι υπεργολάβοι».
Το πρόβλημα με τα «τσαπατσούλικα» κοψίματα και κλαδέματα

Τα υπερβολικά ή εσφαλμένα κλαδέματα και οι αναίτιες κοπές ακόμα και υγιών δέντρων είναι ένα ακόμα ζήτημα αιχμής, καθώς υπάρχει σωρεία παραπόνων και καταγγελιών από μεμονωμένους πολίτες και ομάδες πολιτών σε πολλούς δήμους αναφορικά με τέτοιες πρακτικές που γνωρίζουν έξαρση, αφότου η ευθύνη του αστικού πρασίνου πέρασε από το Δασαρχείο στους δήμους και στις περιφέρειες, ο προγραμματισμός των οποίων φαίνεται ότι δεν ακολουθεί πάντα τις βέλτιστες πρακτικές –απεναντίας! −, έστω κι αν δεχτούμε ότι κάποιες ενστάσεις είναι υπερβολικές: «Οι κλαδεύσεις είναι μεν απαραίτητες, αλλά οφείλουν να γίνονται σε σωστό χρόνο, με σωστό τρόπο και με μια περιοδικότητα που να μην κακοποιεί τα δέντρα. Είναι, ας πούμε, εντελώς εσφαλμένη η αντίληψη ότι αν κλαδέψουμε υπερβολικά ένα δέντρο θα γλιτώσουμε χρόνο και κόπο του χρόνου. Ακόμα και όταν υπάρχουν επιβλέποντες γεωπόνοι, συχνά αναγκάζονται να ακολουθήσουν ή να προσαρμοστούν σε άνωθεν οδηγίες, και αυτό γίνεται διαχρονικά. Η υπερβολική κλάδευση των μουριών, ας πούμε, οι περισσότερες εκ των οποίων κιόλας σήμερα δεν είναι καρποφόρες, τις έκανε πιο ευαίσθητες στα παράσιτα», σημειώνει ο Γιώργος Αποστολόπουλος.

«Δυστυχώς, κάποιοι δημοτικοί άρχοντες, αντί να απευθύνονται σε καταρτισμένους τεχνίτες, και προκειμένου να ευνοήσουν κάποιους χαμηλότερα αμειβόμενους ή “φίλους”, τους αναθέτουν δουλειές ως εργασία και όχι ως έργο. Γίνεται, μάλιστα, μεγάλος αγώνας από το ΓΕΩΤΕΕ, τη ΠΕΕΓΕΠ και άλλους φορείς προκειμένου να αντιληφθούν το υπουργείο Περιβάλλοντος και οι άλλες αρμόδιες αρχές το ότι οφείλουν να αλλάξουν προσανατολισμό. Οι κοπές και τα κλαδέματα πρέπει να γίνονται με περιβαλλοντικά και γεωτεχνικά κριτήρια και όχι μόνο με οικονομικά ή με μικροπολιτικούς όρους», εκτιμά ο Νίκος Θυμάκης.
Στις κακές κλαδευτικές πρακτικές εστιάζει η πρωτοβουλία Cut it Right που κλείνει φέτος πέντε χρόνια λειτουργίας με συνεχή πληροφόρηση μέσα από τα σόσιαλ μίντια, δράσεις και παρεμβάσεις στο πεδίο, έχοντας σήμερα πάνω από 17.000 ακολούθους, απλούς πολίτες αλλά και γεωπόνους, δενδροκόμους, μέλη της Δασικής Προστασίας και άλλους επιστήμονες και επαγγελματίες του χώρου, και ομάδες βάσης στην Αττική και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

Όπως μου λέει ο Δημήτρης Στέφαν, ιδρυτικό μέλος, χάρη στις δικές τους παρεμβάσεις έχουν ευαισθητοποιηθεί πάνω στο ζήτημα πολλοί πολίτες όπως και δήμοι, ευελπιστεί δε πως ο νέος κανονισμός πρασίνου θα βελτιώσει την κατάσταση και σε αυτό το «πολύπαθο» πεδίο: «Καταγράφουμε συνεχώς περιπτώσεις άναρχων και καταστροφικών κλαδεμάτων με τεχνικές παράνομες βάσει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού Δενδροκομίας και των αντίστοιχων διεθνών προδιαγραφών, με κοψίματα και ξεριζώματα δέντρων που στερούν από τους πολίτες το φιλτράρισμα του αέρα, τη σκιά, τη δροσιά, την ομορφιά και υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής, τόσο τη δική μας όσο και όλων των έμβιων όντων που εξαρτώνται από αυτά. Τα τελευταία χρόνια, τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης του αστικού πρασίνου πολλαπλασιάστηκαν, με σύνηθες πρόσχημα την ασφάλεια των περιοίκων και των διερχομένων, μια συχνά αβάσιμη, τρομολαγνική αντίληψη. Μία από τις κύριες αιτίες των κουτσουρεμάτων είναι ότι δεν διατίθενται πόροι για ήπιο κλάδεμα, που είναι βέβαια ορθότερο, αλλά πιο χρονοβόρο και απαιτεί εξειδίκευση. Όμως δεν αρκεί ο επιβλέπων σε τέτοιες εργασίες –όταν υπάρχει, γιατί ούτε αυτό είναι δεδομένο− να είναι γεωπόνος. Χρειάζεται να έχει μια σχετική εξειδίκευση ή να είναι δενδροκόμος αναρριχητής. Πρέπει επίσης να μπορεί κάνει απρόσκοπτα τη δουλειά του. Δεν είναι τα δέντρα καθαυτά που ενοχλούν ή είναι επικίνδυνα αλλά οι πρακτικές που ακολουθούνται», μας λέει.


«Ναι, σαφώς υπάρχουν δέντρα που πρέπει να κόβονται ή να κλαδεύονται λόγω ηλικίας, ασθενειών, φυσικών καταστροφών ή όταν αντικειμενικά εμποδίζουν, αν και αναφορικά με τα πεσμένα κλαδιά, τα φύλλα και τους καρπούς θα μπορούσαν οι δήμοι να προμηθευτούν ειδικά μηχανήματα περισυλλογής. Δυστυχώς, όμως, δεν γίνεται κανένας διαχωρισμός, ούτε υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο, με αποτέλεσμα, για λόγους ευκολίας, να κατακόβονται όλα αδιακρίτως από μη εξειδικευμένα συνεργεία, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν πια σε ιδιωτικές εταιρείες που ενεργούν με το αζημίωτο και στη συνέχεια εμπορεύονται και την ξυλεία που αποκομίζουν, κάτι που ευνοεί ακόμα περισσότερο τις αυθαιρεσίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιλογές που έχουν οι δημότες στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες των δήμων αφορούν μόνο το κλάδεμα ή την κοπή κάποιου δέντρου, όχι την επισήμανση κάποιας εσφαλμένης πρακτικής και την προστασία του, ούτε τη φύτευση ενός νέου», καταλήγει.