Η Σιμόν Λι (Simone Leigh) φτάνει στην Αγορά του ΚΠΙΣΝ, συνοδευόμενη από τους βοηθούς της, για να μιλήσει για την εγκατάσταση τριών γλυπτών της στην Αγορά του ΚΠΙΣΝ. Μετά την Μπιενάλε της Βενετίας το 2022, στην οποία τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα εκπροσωπώντας τις ΗΠΑ και διαμορφώνοντας με τα έργα της ένα από τα πιο ενδιαφέροντα περίπτερα της χώρας της τα τελευταία χρόνια – ήταν η πρώτη Αφροαμερικανίδα που εκπροσώπησε τις ΗΠΑ στην Μπιενάλε της Βενετίας– είναι η πρώτη φορά που εκθέτει έργα της στην Ευρώπη.
Σήμερα θεωρείται μία από τις πιο διάσημες γλύπτριες παγκοσμίως με το έργο της Stick (2019), να έχει πουληθεί από τον οίκο Christie's για 2.7 εκ. δολάρια.
Οι τρεις φιγούρες που έχουν στηθεί στη μέση της Αγοράς συνδιαλέγονται μεταξύ τους. Oι μπρούτζινες μαύρες γυναικείες μορφές υπογραμμίζουν το συνεπές όραμα της Αφροαμερικανίδας γλύπτριας στη διερεύνηση της μαύρης γυναικείας ταυτότητας και των προσλήψεών της και θα επιχειρήσουν να συνδεθούν με τη δική μας κουλτούρα, την έννοια της αγοράς και του δημόσιου διαλόγου.
Το έργο της Λι έγινε γνωστό πρώτα εκτός ΗΠΑ, μέχρι που υπέγραψε με τους Hauser & Wirth, κάτι που την εκτίναξε στην πρώτη γραμμή των καλλιτεχνών, με τα γλυπτά της να αρχίσουν να πουλιούνται για περισσότερο από μισό εκατομμύριο δολάρια.
Μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2025 το ελληνικό κοινό θα έρθει σε επαφή με τα έργα της διεθνώς καταξιωμένης γλύπτριας «Bisi» (2023), «Herm» (2023) και «Vessel» (2023).
Με τον πυρήνα του έργου της Λι να περιγράφεται από την ίδια ως αυτοεθνογραφικός και τα γλυπτά να αντλούν συχνά μορφές από την αφρικανική τέχνη και τις παραδόσεις της, αυτά τα τρία έργα, που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 2023 στο Smithsonian’s Hirshhorn Museum στην Ουάσιγκτον, είναι χαρακτηριστικά δείγματα του έργου της καλλιτέχνιδας, η οποία συχνά στο έργο της συνδέει το γυναικείο σώμα με δοχεία οικιακής χρήσης ή αρχιτεκτονικά στοιχεία, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της σε παραγνωρισμένες ιστορίες φροντίδας, μόχθου ή και κατανάλωσης.
Η παρουσίαση αυτών των έργων στην Αγορά έχει ως στόχο να φέρει τους επισκέπτες σε επαφή ή και αντιπαράθεση με τις τρεις επιβλητικές γλυπτικές μορφές, προσφέροντάς τους μία ακόμη δυνατή εικαστική εμπειρία που ενισχύει το αποτύπωμα του ΚΠΙΣΝ ως μία διαρκώς εξελισσόμενη πλατφόρμα για την τέχνη στον δημόσιο χώρο.

Στο βίντεο που προβλήθηκε, η Σιμόν Λι στο ευήλιο –καταπληκτικό ομολογουμένως στούντιό της– μας ξεναγεί στον κόσμο της δημιουργίας των έργων της. Για την ίδια ήταν ζωτικής σημασίας το μεγάλωμα και η ανατροφή της κόρης της, κάτι που θεωρεί απείρως δυσκολότερο από την τέχνη της, καθώς υπήρξε μια ανύπαντρη μητέρα στο Μπρουκλιν με μεγάλες στερήσεις.
Η Σιμόν Λι γεννήθηκε το 1967 στο Σικάγο από Τζαμαϊκανούς γονείς και μεγάλωσε σε μια γειτονιά μαύρων. Αργότερα θα πει: «Όλοι ήταν μαύροι, οπότε μεγάλωσα νιώθοντας ότι το χρώμα μου δεν προκαθόριζε τίποτα για μένα. Ήταν πολύ καλό για την αυτοεκτίμησή μου. Ακόμα νιώθω τυχερή που μεγάλωσα σε αυτό το χωνευτήρι».
Σχεδίαζε να γίνει κοινωνική λειτουργός, αλλά κάποια στιγμή άρχισε να ενδιαφέρεται για την αφρικανική και αφροαμερικανική τέχνη και τις αναπαραστάσεις της στον δυτικό κόσμο.

Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να φτιάξει τα μνημειακά γλυπτά της τα οποία συναντάμε σήμερα. Άρχισε να φτιάχνει κεραμικές φιγούρες, χρησιμοποιώντας αφρικανικά μοτίβα και ενσωματώνοντας στα χαρακτηριστικά τους στοιχεία του μοντερνισμού. Σε μια εποχή όπου η κεραμική δεν είχε τη θέση που έχει σήμερα στον κόσμο της τέχνης, εκείνη δούλευε με συνέπεια τον πηλό, χωρίς να κάνει ούτε ένα χρηστικό αντικείμενο, διαχωρίζοντας τον εαυτό της από αγγειοπλάστες και χομπίστες, ενώ οραματιζόταν κάτι υψηλότερο που αφορούσε τον επαναπροσδιορισμό της κεραμικής και του πηλού ως υλικού εφάμιλλου με το μέταλλο ή το μάρμαρο.
Αν σκεφτεί κανείς το γλυπτό της Brick House (2019), μια μνημειώδη προτομή μιας μαύρης γυναίκας της οποίας η φούστα έμοιαζε με πήλινο σπίτι που υψωνόταν πάνω από την πολυσύχναστη 10η λεωφόρο του Μανχάταν, στο High Line της Νέας Υόρκης, η Σιμόν Λι τελικά θριάμβευσε και κατάφερε μετά από πολλά χρόνια να προσέξει ο κόσμος της τέχνης τη δουλειά της. Μοναδικά στοιχεία και απαράμιλλες συνδέσεις ακριβώς στην κατάλληλη εποχή, με το φυλετικό ζήτημα να είναι πολύ ψηλά στην ατζέντα της αμερικανικής κοινωνίας, που άρχισε να ανακαλύπτει μαζί με μια σειρά επιμελητές και ιστορικούς τέχνης τα παραγνωρισμένα πρόσωπα μαύρων δημιουργών στην ιστορία της αμερικανικής τέχνης.
Η Σιμόν Λι δεν τολμούσε εκείνη την εποχή να αποκαλέσει τον εαυτό της καλλιτέχνιδα, ήταν δασκάλα σε προγράμματα προσχολικής αγωγής μέχρι το 2001, όταν έκανε την πρώτη της έκθεση στην γκαλερί Rush Arts Gallery, λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Τράβηξε τότε την προσοχή του συλλέκτη A. C. Hudgins, που έγινε μέντοράς της και ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της, μαζί με την Peggy Cooper Cafritz, τη συλλέκτρια και ακτιβίστρια των πολιτικών δικαιωμάτων στην Ουάσινγκτον και την καλλιτέχνιδα και συγγραφέα Lorraine O' Grady.

Στη συνέχεια, άρχισε να περνάει τα καλοκαίρια της στην Αφρική και να έρχεται σε επαφή με πολλούς Αφρικανούς επιμελητές και καλλιτέχνες, μαθαίνοντας την ιστορία της. Το έργο της Λι έγινε γνωστό πρώτα εκτός ΗΠΑ, μέχρι που υπέγραψε με τους Hauser & Wirth, κάτι που την εκτίναξε στην πρώτη γραμμή των καλλιτεχνών, με τα γλυπτά της να αρχίσουν να πουλιούνται για περισσότερο από μισό εκατομμύριο δολάρια. Όμως η Λι εγκατέλειψε τη μεγάλη και διάσημη γκαλερί, δημιουργώντας σάλο στον κόσμο της τέχνης, λέγοντας ότι «απλώς δεν είναι κατάλληλη για μένα. Δεν μου ταίριαζε». Διάλεξε την γκαλερί του Matthew Marks, στο ρόστερ του οποίου περιλαμβάνονται οι Robert Gober, Jasper Johns, Vija Celmins, Katharina Fritsch, Martin Puryear και Charles Ray.
Με τον κόσμο της τέχνης στα πόδια της πια, εξακολουθεί να υπηρετεί, με την εννοιολογική της γλώσσα, τόσο την υποεκπροσωπούμενη σε πολλά πεδία κοινότητά της, όσο και τη γυναικεία φύση, τοποθετώντας την στο πλαίσιο της αμερικανικής ιστορίας της τέχνης και αποτυπώνοντάς την στη μορφή, στο υλικό, στο θέμα, στα αντικείμενα, ακόμα και στις λογοτεχνικές της εμπνεύσεις.
Είναι μια καλλιτέχνιδα σε διαρκή εγρήγορση που με μοντέρνες τεχνικές δημιουργεί ένα ποιητικό σώμα έργων που θυμίζουν την ομορφιά της φυλής της και την εργασία των μαύρων γυναικών· η βάση τους ή ο κορμός τους αντλεί από αρχιτεκτονικές αναφορές, από τις θολωτές χωμάτινες κατοικίες των αφρικανικών λαών, νιγηριανές φιγούρες και τη χειροτεχνική παράδοση· εμπνέονται από τις ιδιαίτερες παραδόσεις του αμερικανικού Νότου, της Καραϊβικής και της αφρικανικής ηπείρου και αμφισβητούν τις παραδοσιακές ιεραρχίες της τέχνης και της εργασίας. Τα σώματα των γυναικών της Λι είναι τόποι με πολλαπλές έννοιες, ως δοχεία/υποδοχείς, κατοικίες, χώροι άνεσης και ιερότητας. Αυτό το πολυφωνικό λεξιλόγιο επεξεργάζεται τη μαύρη φεμινιστική σκέψη και μια πνευματική παράδοση που επικεντρώνεται στις εμπειρίες των μαύρων γυναικών σε ένα ευρύ φάσμα ιστορικών περιόδων.
Τα γλυπτά της Σιμόν Λι στην Αγορά του ΚΠΙΣΝ

Το έργο «Herm» της Σιμόν Λι είναι ένας μεγάλης κλίμακας στιλιζαρισμένος γυναικείος κορμός πάνω σε μία ψηλή ορθογώνια βάση, από την οποία βγαίνει προς τα πίσω ένα γυναικείο πόδι. Ο τίτλος του αναφέρεται στα αρχαιοελληνικά αγάλματα που τοποθετούνταν ως προστατευτικά σε σταυροδρόμια, ως σύμβολα οριοθέτησης ακίνητης περιουσίας, σε τάφους και σε άλλους δημόσιους χώρους. Οι αρχαίες «Ερμές» ήταν γλυπτά που αποτελούνταν από έναν ανδρικό κορμό πάνω σε ορθογώνια κολόνα, η οποία συχνά είχε και ανάγλυφα ανδρικά γεννητικά όργανα. Το πόδι της γυναικείας φιγούρας παραπέμπει συμβολικά στον Έλληνα θεό Ερμή, του οποίου το πόδι απεικονίζεται συνήθως με φτερά στον αστράγαλο. Η Λι αφαιρεί τα φτερά από το πόδι, αφοπλίζοντας και γειώνοντας έτσι το άγαλμά της για να τιμήσει τη δύναμη που εδράζεται στην πραγματικότητα και όχι στη μυθολογία.
Το μπρούτζινο γλυπτό της Λι «Bisi» απεικονίζει τον κορμό μιας γυναίκας, ο οποίος αναδύεται από μια κοίλη βάση που μοιάζει με φούστα, καταφύγιο προστασίας ή συμβολική μήτρα που παραπέμπει στην ανατροφή και στη φροντίδα. Το γλυπτό είναι χαρακτηριστικό του έργου της Λι, η οποία συνδυάζει το γυναικείο σώμα με οικιακής χρήσης δοχεία ή αρχιτεκτονικά στοιχεία που εστιάζουν σε παραγνωρισμένες πράξεις μόχθου, ειδικά όσον αφορά στις μαύρες γυναίκες. Το στρογγυλεμένο άνοιγμα προσκαλεί, εν δυνάμει, τους επισκέπτες να μπουν στην κυρτή μπρούντζινη βάση και να σταθούν μέσα στη γεμάτη δύναμη φιγούρα της Bisi. Ο τίτλος του αφαιρετικού γλυπτού αποτίνει φόρο τιμής στην εκλιπούσα Νιγηριανή επιμελήτρια Bisi Silva, την οποία η Λι θεωρεί μέντορά της, ενώ το γλυπτό σμιλεύτηκε πρώτα σε πηλό.

Το τρίτο γλυπτό αυτού του συμπλέγματος έργων της Λι ονομάζεται Vessel, μια εντυπωσιακή αφαιρετική μορφή που αντί για σώμα, έχει μια οβάλ φόρμα που είναι κενή στο εσωτερικό της. Κι εδώ το γυναικείο σώμα συνδέεται με δοχείο οικιακής χρήσης για να εστιάσει το ενδιαφέρον σε ιστορίες φροντίδας, μόχθου και κατανάλωσης. Η φιγούρα στηρίζεται μόνο στο ένα πόδι, ισορροπώντας τέλεια και σταθερά. Τα μαλλιά παραπέμπουν στα δημοφιλή χτενίσματα της δεκαετίας του ’60 στην Αμερική, κοντά καρέ τσάρλεστον. Είναι η πρώτη φορά που η Λι χρησιμοποιεί μια κόμμωση που την εντάσσει στην εικαστική της γλώσσα για να σχολιάσει την πολιτιστική σημασία των χτενισμάτων. Μέχρι τώρα στα γλυπτά της τα κεφάλια έχουν περίτεχνες πλεξούδες και αφρικανικά χτενίσματα με μικροσκοπικές ροζέτες που είναι δουλεμένες μία-μία στο χέρι.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ