Το πρώτο πράγμα που ρωτήσαμε τον Εκτορα Λυγίζο, ήταν πως πήγε τελικά η ταινία του «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού».
Καλλιτεχνικά πήγε πολύ καλά, εισπρακτικά έκανε γύρω στα 3.000 εισιτήρια. Σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν είμαστε όλοι ενθουσιασμένοι. Ολοι ξέρουμε πόσο μικρό είναι το κοινό των ελληνικών ταινιών. Υπάρχει τρομερή καχυποψία, εν μέρει δικαιολογημένη, εν μέρει αδικαιολόγητη.
Γιατί αδικαιολόγητη;
Επειδή αυτή η νέα γενιά που κάνει ταινίες έχει τουλάχιστον στρωτές ιστορίες. Δεν υπάρχει το «δεν καταλαβαίνω». Αλλά νομίζω γενικώς η προηγούμενη χρονιά ήταν μια πολύ δύσκολη χρονιά για το σινεμά.
Πιστεύεις ότι για όλο αυτό το κλίμα παίζει ρόλο και η κριτική;
Νομίζω ότι για έναν πολύ περίεργο λόγο, έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα γύρω από τα καλλιτεχνικά. Και το ρεπορτάζ και η κριτική έχουν μια πολεμική επιπέδου πολιτικής. Λες και από τα πολιτιστικά μπορεί να κριθούν ζωές. Δηλαδή δεν καταλαβαίνω καθόλου τον τόνο που γράφονται τα κείμενα, είτε τα κριτικά, είτε τα ρεπορταζιακά. Αν η τέχνη είναι κάτι που σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, γύρω-γύρω θα έπρεπε να υπάρχει ένα κλίμα αντίστοιχο. Δε μπορείς να την κρίνεις όπως κρίνεις τον Σαμαρά, αν θα σου πει ψέμματα ή όχι.
Φταίει η κριτική ή η πολιτική που ασκείται στον πολιτισμό;
Φυσικά η πολιτική που ασκείται αυτή τη στιγμή στον πολιτισμό είναι αντίστοιχη του ύφους. Και αυτό το ύφος δεν είναι καλό και το ξέρουμε. Και έχουμε επιτρέψει αυτή η παράξενη ηθική να επισκεφθεί και το θέατρο και τον κινηματογράφο. Και ενώ έχουμε δημιουργούς οι οποίοι δε σταματούν ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες διανύουμε μια αντικαλλιτεχνική εποχή. Αλλά, τελικά, ο πολιτισμός είναι ένα παιχνίδι που αντανακλά την εποχή μας, η οποία είναι έτσι.
Ποιο πιστεύεις ότι είναι το βασικό όπλο του δημιουργού σε αυτή τη φάση;
Το βασικό που νομίζω για το οποίο πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι είναι να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να θυμίσουμε στον εαυτό μας το λόγο για τον οποίο κάνουμε τέχνη. Όλα τα άλλα είναι προσωπικά μας. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να δώσουμε στον κόσμο να καταλάβει είναι ότι δεν κάνω μια παράσταση ή δε γράφω ένα βιβλίο για να πουλήσω τσαμπουκά. Πάω να κάνω ένα διάλογο. Βεβαίως μπορεί να το κάνεις και σαν τσαμπουκά, αλλά δε μπορεί να υπάρχει εξαρχής η καχυποψία του «εσύ πας να μου κάνεις τον σπουδαίο».
Η δική σου γενιά στο θέατρο είχε δυσκολίες;
Οι δυσκολίες σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα είναι ότι έχεις την τάση, στα πρώτα σου βήματα , για να είσαι αρεστός -και αυτή είναι μια απλή ανάγκη-, να μιμηθείς πέντε πράγματα ή να πας να μοιάσεις με κάτι. Αργότερα χαλαρώνεις, καταλαβαίνεις αυτά τα πέντε πράγματα και καταλαβαίνεις και το λόγο για τον οποίο κάνεις θέατρο. Δηλαδή για να επικοινωνήσεις. Εμένα μου έκανε πολύ καλό το ότι αποφάσισα τα τρία τελευταία χρόνια να μη δουλεύω γύρω- γύρω και να κάνω τα πράγματα μόνος μου σε ένα πολύ κλειστό περιβάλλον.
Δηλαδή;
Δουλεύοντας σε μικρή κλίμακα. Σε μικρές παραστάσεις με τον τρόπο που ήθελα. Έτσι θυμήθηκα το λόγο ή μάλλον για πρώτη φορά βρήκα τον τρόπο που ήθελα να τα κάνω τα πράγματα εξαρχής, ενώ μέχρι τότε τα έκανα αλλιώς. Ανακάλυψα ότι μου αρέσει πολύ η αφήγηση. Δε την είχα χρησιμοποιήσει. Κατάλαβα ότι μου άρεσε να παίζω όχι για να παίζω αλλά γιατί μου αρέσει ένα σύστημα μέσα στο οποίο θα είναι ο σκηνοθέτης και θα καθοδηγεί και θα καθοδηγείται και θα επηρεάζεται . Για μένα σημασία έχει να ψάχνεις τον τρόπο.
Υπάρχει κάτι που έχεις ζηλέψει σε επίπεδο δημιουργίας;
Την τεράστια ελευθερία που υπήρχε στο σινεμά του 60 και του 70. Υπήρχε ο φακός, το μικρόφωνο και τεράστια ελευθερία. Τώρα υπάρχει ένα τρομερό καλουπάρισμα στα πράγματα και ο τρόμος μη τυχόν και δε γίνεις αποδεκτός. Γιατί το να μη γίνεις αποδεκτός σημαίνει ότι δε θα ΄χεις και δουλειά και αυτά είναι σοβαρά πράγματα πια. Νομίζω δεν υπάρχει ελευθερία ούτε στο θέατρο, ούτε στον κινηματογράφο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Είναι κάτι το οποίο παρατηρούμε παγκοσμίως. Είναι ένα καλούπι που σου υπαγορεύει η γλώσσα της ηθικής, της επικοινωνίας, του μάρκετινγκ και εμείς έχουμε αφεθεί και παίζουμε με τέτοιους όρους.
Ετοιμάζοντας τον «Περιποιητή φυτών», ποιό είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό;
Οτι αυτό που παραμένει πάντοτε σπουδαίο είναι το κομμάτι της επικοινωνίας με τον θεατή. Για μένα το μισό κομμάτι στις τέχνες είναι αυτό που κάνει τους θεατές να νομίζουν ότι μοιάζουν.
Εχεις ασχοληθεί ξανά με νεοελληνικό κείμενο;
Είναι η πρώτη φορά και αυτό μου δημιουργεί ένα μεγάλο ενδιαφέρον. Κάνοντας ξένα κείμενα έχεις κάποια πράγματα συμβοβλοποιημένα, ακόμα και τα ονόματα. Αυτό εν μέρει είναι ένα ατού. Εδώ πρέπει να βρεις έναν τρόπο, ενώ είναι τόσο οικείο και κοντινό κείμενο, να το βάλεις σε ένα πλαίσιο και να το απομακρύνεις τόσο ώστε να είναι και αυτό ένα θέατρο. Αυτό με ιντριγκάρει πολύ και νομίζω είναι καθήκον ενός σκηνοθέτη, να προτείνει μια δραματουργία μέσω ενός νεοελληνικού έργου.
Σου είναι οικείο αυτό το έργο;
Το έργο του Μάτεσι μου είναι οικείο και το συγκεκριμένο έργο κουβαλάει και ένα είδος μοναξιάς της πόλης. Ακόμα και αν είναι αλλού τοποθετημένο, στην άκρη του ωκεανού. Μου θυμίζει τον Πειραιά και τη γιαγιά μου και διακρίνω μια αγωνία του συγγραφέα πολύ συγκινητική να μιλήσει για μια μοναξιά των ανθρώπων των παραιτημένων στα σπίτια παρόλο που τους έχει βάλει σε μια συνθήκη εντελώς διαφορετική.
Σε ποια βάση έχεις δουλέψει το έργο;
Ο Μάτεσις σκηνοθετεί τα έργα του. Αλλά κάτω από τις γραμμές υπάρχει κάτι που με έχει συγκινήσει πολύ. Γιαυτό μου φαίνεται ενδιαφέρον να το πειράξεις λίγο, να δεις τις ισορροπίες του. Νομίζω ότι η ανάγνωση είναι καθαρή. Και τα πιο απλοϊκά πράγματα αν τα παρουσιάσεις στην απόλυτη απλοϊκότητά τους μπορεί να γίνουν μεγαλειώδη. Αν βρεις το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα τα παρουσιάσεις. Νομίζω ότι τον βασικό κορμό δεν τον ακουμπάς. Προσπαθείς να αναδείξεις τα θέματα. Και όχι όλα, δε μπορείς να το κάνεις ούτε αυτό. Εκεί φαίνονται και οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Αλλά πάντα αναζητάς ένα λεξιλόγιο, να το φέρεις στο πρώτο επίπεδο και να συνεννοηθείς με τον θεατή.
Ο «Περιποιητής φυτών» του Παύλου Μάτεσι ανεβαίνει στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου στις 18 Οκτωβρίου. Παίζουν οι ηθοποιοί: Μιχάλης Κίμωνας, Δημήτρης Παπανικολάου, Γιώργος Σιμεωνίδης.
Φωτογραφία από τις πρόβες του έργου
*****