Από τα πολλά και καλά που έχουν γραφτεί για την Έρση Σωτηροπούλου του «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» και της «Φάρσας», στο μυαλό μου στριφογυρίζει μια παλιά παρατήρηση του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Σαν κρις-κραφτ σε μπανιέρα, έτσι την χαρακτήριζε. Σαν μια πανέξυπνη συγγραφέα που, με το μοντέρνο και ευέλικτο σκάφος της γραφής της, προσπαθεί να ταξιδέψει σ’ έναν χώρο πολύ στενό για την έκπληξη και την περιπέτεια. Το μεγάλο θέμα. Αυτό ισχυριζόταν πως της έλειπε. Ορίστε λοιπόν το «Τι μένει από τη νύχτα» (Πατάκης): ένα μυθιστόρημα για τη δύσκολη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και τη ζωή και τον ερωτικό πόθο ως κίνητρο δημιουργίας, με πρωταγωνιστή τον Καβάφη πριν γίνει ο Κ.Π. Καβάφης που γνωρίζουμε.
Το «Τι μένει από τη νύχτα» διαδραματίζεται στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1897, λίγο μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο που μας άφησε ταπεινωμένους και καταχρεωμένους, κι ενώ στη Γαλλία αναπτύσσονται τ’ αντιμαχόμενα στρατόπεδα γύρω από την πολύκροτη υπόθεση Ντρέιφους. Οι μόνες μάχες, εν τούτοις, που καλούμαστε να παρακολουθήσουμε είναι αυτές που δίνει μέσα του ο 34χρονος Καβάφης καθώς περιφέρεται με τον Τζον, τον μεγαλύτερο αδελφό του, στα κέντρα διασκέδασης και τα σαλόνια όπου συχνάζει η αφρόκρεμα της γαλλικής πρωτεύουσας.
Από το πέρασμά του Καβάφη στο Παρίσι, πέρα από λίγα ταξιδιωτικά ενθύμια, περιοδικά, το διαφημιστικό έντυπο ενός πουκαμισάδικου, το πρόγραμμα της Κομεντί Φρανσέζ, δεν υπήρχε τίποτε. Ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ σχετικά. Μου έκανε εντύπωση γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα συνέβαιναν συγκλονιστικά πράγματα στο Παρίσι -ανθεί ο μοντερνισμός, εμφανίζεται ο Προυστ, ξεσπάει το σκάνδαλο Ντρέιφους, υψώνει φωνή ο Ζολά... Αναρωτιόμουν, τι έκανε ο Καβάφης εκεί;
Η Αλεξάνδρεια που τον έχει θάψει ζωντανό, που του ΄χει πιεί το αίμα. Η «Χοντρή» - η μητέρα του- που τον κρατάει δέσμιο. Η κοσμοπολίτικη οικογένειά του που τόσο άδοξα ξέπεσε. Οι φιοριτούρες απ’ τις οποίες θέλει ν’ απαλλάξει τους στίχους του. Ο ίσκιος που ρίχνουν πάνω του τα μεγάλα ποιητικά μεγέθη. Η έγνοια του για τις κριτικές που θ’αποσπάσει. Τα αντρικά σώματα που κυριεύουν τα όνειρά του. Τα νεανικά στόματα που λαχταράει αλλά δεν τολμά να φιλήσει. Να τι απασχολεί μέρα νύχτα τον Καβάφη, ενώ αναζητά απάντηση στο αιώνιο ερώτημα: ποιός μπορεί να γράψει καλύτερη ποίηση; Εκείνος που ορμάει στη ζωή με φόρα ή κάποιος σαν τον ίδιο «που ζεί σκυμμένος στο γραφείο του, με τον νου πυρπολημένο από τις πιο άγριες φαντασιώσεις», φαντασιώσεις που δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει ποτέ;
«Η ιδέα για το βιβλίο» λέει η Σωτηροπούλου, «υπήρχε μέσα μου, ωχρή, από το ΄84, την περίοδο που ήμουν μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη κι ετοίμαζα μια μεγάλη έκθεση για τον Καβάφη στο Παλάτσο Βενέτσια. Μ’ αυτήν την αφορμή είχα αποκτήσει πρόσβαση στο αρχειακό υλικό του Ε.Λ.Ι.Α. και στο Αρχείο Καβάφη που διατηρούσε ακόμα ο Σαββίδης, κι όπως είχα διαπιστώσει, από το πέρασμά του στο Παρίσι, πέρα από λίγα ταξιδιωτικά ενθύμια, περιοδικά, το διαφημιστικό έντυπο ενός πουκαμισάδικου, το πρόγραμμα της Κομεντί Φρανσέζ, δεν υπήρχε τίποτε. Ο ίδιος δεν έγραψε ποτέ σχετικά. Μου έκανε εντύπωση γιατί στα τέλη του 19ου αιώνα συνέβαιναν συγκλονιστικά πράγματα στο Παρίσι -ανθεί ο μοντερνισμός, εμφανίζεται ο Προυστ, ξεσπάει το σκάνδαλο Ντρέιφους, υψώνει φωνή ο Ζολά... Αναρωτιόμουν, τι έκανε ο Καβάφης εκεί; Άφησα την ιδέα στην άκρη. Πολλές ιδέες αυτοκτονούν πριν γεννηθούν. Χρόνια αργότερα, όμως, την έπιασα πάλι. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις και το 2009, λίγο πριν τελειώσω την «Εύα», ξεκίνησα συστηματικά τη βιβλιογραφική έρευνα. Πολλά απ’ όσα έψαξα, τελικά δεν μου χρησίμευσαν, αλλά ήταν απαραίτητα για να νιώσω ασφαλής σε άγνωστα νερά. Από ένα σημείο και μετά συνειδητοποίησα πως η έρευνα λειτουργούσε μάλλον ως πρόφαση για ν’ αναβάλω τη στιγμή που θα στρωνόμουν στο γράψιμο. Οδηγός μου, σαν άλλος μίτος της Αριάδνης, στάθηκαν αυτοί οι στίχοι του «Μισή ώρα», από τα «Κρυμμένα»: ...Αλλά εμείς της τέχνης / κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο/ για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν/ η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει... Στην ουσία, όλα από εκεί ξεπήδησαν».
Τι πρόζα ταιριάζει σ’ ένα μυθιστόρημα που επιχειρεί να ζωντανέψει τον Καβάφη; «Υπήρχε το δίλημμα αν θα ΄πρεπε να μιμηθώ τη γλώσσα που μιλιόταν τότε στην Αλεξάνδρεια. Οπότε για να είμαι απόλυτα συνεπής μήπως θα ΄πρεπε να βάλω και τον ίδιο να μιλάει με τον αδελφό του στ’ αγγλικά; Το δίλημμα απορρίφθηκε πολύ γρήγορα. Κάτι τέτοιο θα ΄ταν άκυρο, πλαστό, επιτηδευμένο, ένα είδος μεταμοντέρνου λογιωτατισμού. Δεν θα ταίριαζε σ’ ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Γιατί σύγχρονο είναι το βιβλίο, κι ας μην εκτυλίσσεται στην εποχή μας. Στην ιδέα του ιστορικού μυθιστορήματος ξενερώνω εντελώς».
Κι όμως, ο Καβάφης δεν φαίνεται να συγκαταλέγεται στους ποιητές που την επηρέασαν και την συντροφεύουν από τα οργισμένα, νεανικά της χρόνια. Όποτε την ρωτούν ποιοί είναι οι «αγαπημένοι» της αναφέρει τον Πάουντ, τον Ελιοτ, τον Κάμινγκς, όχι τον Αλεξανδρινό. «Ναι, αλλά το στοιχείο της επιθυμίας που διαπερνά την το έργο του με συγκινεί πάρα πολύ. Κι εμένα, ως συγγραφέα, η ερωτική επιθυμία είναι που με κινητοποιεί. Ο Καβάφης με τραβάει επίσης ως τύπος. Αυτό το κράμα ποιητή και ανθρώπου που, μ’ έναν όχι και τόσο προφανή τρόπο, έφτασε σε σημείο τήξης, μ’ ενδιαφέρει τρομερά». Τι από την δική του ιδιοσυγκρασία της είναι περισσότερο οικείο; «Η τελειομανία του. Το παίδεμά του, το εμμονικό του πάθος για τις λέξεις. Κι ακόμα, το ότι δεν ήταν σοβαροφανής. Άλλο τι έδειχνε προς τα έξω. Μπορεί να ήταν συγκρατημένος, σχεδόν τυπολάτρης, αλλά όχι σοβαροφανής».
Η εικόνα, λέει, που έχουμε για τον Καβάφη είναι ενός γέρου: «Σαν να μην πέρασε νεανική ηλικία, σαν να προέκυψε αιφνίδια αποστασιοποιημένος και αποφθεγματικός. Η αλήθεια όμως είναι πως για πολύ μεγάλο διάστημα βασανιζόταν από αμφιβολίες και από τη σύγκριση με μεγάλους ποιητές όπως ο Μποντλέρ, ο Ρεμπό, ο Ουγκό. Πώς γινόταν να παλεύει με την «Πόλη» επί δεκαπέντε χρόνια; Πώς, παίρνοντας αφορμή από μια ερωτική νύξη, έφτασε να γράψει το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»; Πώς κατάφερε ν’ απαλλαγεί από τον λυρισμό, τις καλλιέπειες και τις ρίμες και να οδηγηθεί στη λιτότητα που θαυμάζουμε σήμερα; Αυτό μ’ ενδιέφερε να δείξω, πώς φτάνει να κάνει τη ρήξη και καταφέρνει ν’ αποκτήσει τη δική του φωνή. Παίρνουν χρόνο τέτοιες διαδικασίες, δεν γίνονται αυτόματα. Όπως άλλωστε αναρωτιέται ο ίδιος στο βιβλίο, ίσως η ρίμα και οι τεχνικοί κανόνες, παρά τον εξαναγκαστικό τους χαρακτήρα, να μειώνουν τις απαιτήσεις για το έργο, ίσως να διευκολύνουν τον ποιητή».
Πώς γινόταν να παλεύει με την «Πόλη» επί δεκαπέντε χρόνια; Πώς, παίρνοντας αφορμή από μια ερωτική νύξη, έφτασε να γράψει το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»; Πώς κατάφερε ν' απαλλαγεί από τον λυρισμό, τις καλλιέπειες και τις ρίμες και να οδηγηθεί στη λιτότητα που θαυμάζουμε σήμερα; Αυτό μ' ενδιέφερε να δείξω, πώς φτάνει να κάνει τη ρήξη και καταφέρνει ν' αποκτήσει τη δική του φωνή.
Αν και τα πραγματολογικά στοιχεία του βιβλίου είναι αληθινά, πρόκειται για μυθοπλασία. «Προσπάθησα ωστόσο να μην απομακρυνθώ καθόλου από μερικά σταθερά δεδομένα, προκειμένου ν’ αποφύγω τα φάουλ». Όπως; «Να τον βάζω να καλεί φίλους, να είναι ανοιχτοχέρης και εξωστρεφής ή να ερωτροπεί ανοιχτά στο δρόμο και στις κοσμικές συναντήσεις. Θα’ ταν ψεύτικο. Ήταν πολύ συγκρατημένος ο Καβάφης, ιδιαίτερα χαμηλών τόνων». Αντίστοιχα προσεκτική είναι όταν τον βάζει να μιλά για το αποτέλεσμα του ελληνοτουρκικού πολέμου και να χαρακτηρίζει φιάσκο ό,τι οι φιλέλληνες συνδαιτημόνες του αποκαλούν ηρωϊκή ήττα. «Δεν είχε εύκολο πατριωτισμό, ούτε καλλιεργούσε αυταπάτες» εξηγεί η Σωτηροπούλου. «To είχε δηλώσει, “Δεν είμαι Έλλην, είμαι ελληνικός”. Γι’ αυτό άλλωστε δεν σχολίασε ούτε την μικρασιατική καταστροφή».
Ακόμα και σκηνές που μοιάζουν να ξεπηδούν από την πιο τρελή φαντασία, δεν απέχουν και τόσο από την πραγματικότητα. Προς το τέλος του βιβλίου, για παράδειγμα, βλέπουμε τον Καβάφη να παίρνει μυρωδιά απ’ όσα εκτυλίσσονται σ’ ένα δημόσιο ουρητήριο μακριά απ’ το κέντρο της πόλης. Πολιορκημένος απ’ τη μπόχα, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, όλος έξαψη, παρακολουθεi δυό άντρες ν’ ανασύρουν από τη γούρνα της τουαλέτας μια μπαγκέτα, να την σφηνώνουν στον ουρανίσκο τους με ηδονή, να την κατουρούν ξανά και ξανά και μετά να την καταβροχθίζουν. «Όσο άσεμνο κι αν ήταν, συλλογίστηκε, υπήρχε κάτι ιερό σε τούτο το δείπνο μέσα στην pissiotiere. Η έξαρση των αντρών ήταν σχεδόν θρησκευτική» διαβάζουμε. «Ίσως ηδονή και πίστη τελικά να μην ήταν και τόσο απομακρυσμένες»...
Μα γίνονταν τέτοια πράγματα; «Γίνονταν και γίνονται ακόμη», λέει η Σωτηροπούλου. «Εγώ τα πληροφορήθηκα από έναν αμερικανό ποιητή και φίλο με τον οποίο είχαμε άπειρες συζητήσεις όσο δούλευα το βιβλίο, τον Πολ Βαντζελίστι, ο οποίος με τα σειρά του τα είχε ακούσει από έναν μποέμ συγγραφέα, τον Edouard Roditi, παλιό φίλο του Ζενέ. Σε ορισμένα ουρητήρια άφηναν μέσα δεμένη μια μπαγκέτα ψωμί είτε σαν σημάδι ότι εκεί πηδιούνται άντρες είτε σαν κάλεσμα στους λεγόμενους soupeurs. Λειτουργούν και σήμερα τέτοια μέρη, όπως υπάρχουν και σχετικά μπλογκ.»
Το «Τι μένει από τη νύχτα», όπως και τα περισσότερα έργα της Σωτηροπούλου, γράφτηκε μέσα σε ξενώνες συγγραφέων, σαν αυτόν που ανυπομονεί να ξαναεπισκεφτεί τώρα στη Σουηδία, στο νησί Γκότλαντ. «Για να γράψω», λέει, «χρειάζομαι μια απόσταση από τα πράγματα. Μπαίνω σ’ ένα δωματιάκι άδειο, γυμνό, χωρίς προσωπικές αναφορές, και νιώθω να ελαφραίνει κάπως το φορτίο που κουβαλάω από τις σχέσεις, τους φίλους, την οικογένεια. Όσο περνούν τα χρόνια έχω μεγαλύτερη ανάγκη από σιωπή και απομόνωση. Αυτό που με περιβάλλει μου φαίνεται ολοένα πιο πιεστικό, άχαρο και φθοροποιό. Λίγες οι πνοές που ηλεκτρίζουν, τα ερεθίσματα που απογειώνουν. Κι αυτά συνήθως από την τέχνη προέρχονται, από πού αλλού; Στις μετακινήσεις μου γνωρίζω άλλους συγγραφείς, αλλά και μη συγγραφείς, έχω την ευκαιρία να διαβάσω κείμενα που αλλιώς δεν θα έπεφταν στα χέρια μου, παίρνω μια απόσταση από την Ελλάδα και νομίζω ότι τελικά απομακρυνόμενη την αγαπάω περισσότερο». Η σύγκριση, βέβαια, με τη μεταχείριση που απολαμβάνουν οι συγγραφείς σε άλλες κοινωνίες είναι αποκαρδιωτική. «Ένας συγγραφέας στη Νορβηγία, και μόνο από τις βιβλιοθήκες που απορροφούν ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής, ύστερα από δυο-τρία βιβλία, μπορεί να ζήσει ως συγγραφέας, τα δικαιώματά του για ασφάλιση και σύνταξη είναι θεσμοθετημένα, πράγμα αδιανόητο εδώ που ο συγγραφέας μοιάζει σαν να ζητιανεύει να του κάνουν κάποιο χατήρι».
Έπειτα από τριανταπέντε χρόνια στη λογοτεχνία, τι θα έλεγε ότι διατηρείται μέσα της αναλλοίωτο; «Νομίζω πάντα το πάθος για να πετύχω μια τάξη στο χάος, μια ισορροπία, έχοντας την αίσθηση ότι όλα γύρω μου είναι ετοιμόρροπα. Σκέψου, το βιβλίο κυκλοφόρησε κι εγώ ξυπνάω ακόμη μέσα στη νύχτα, γεμάτη ενέργεια... αλλά μπροστά μου το κενό». Υπάρχει άραγε κάποιος από τη γνώμη του οποίου κρέμεται πραγματικά; «Πριν λίγα χρόνια θα έλεγα η Καίη Τσιτσέλη που δεν ζει πια, ή ο Δημήτρης Νόλλας που η φιλία μας κρατάει χρόνια. Σιγά σιγά όμως ο αγώνας γίνεται πιο μοναχικός. Από κανέναν δεν κρέμομαι δυστυχώς. Ακούγεται άσχημο αλλά έτσι είναι...».