Σε αντίθεση με την όλο και λιγότερη δυναμική που έχει στη χώρα μας η κινηματογραφική αίθουσα, όταν προβάλλει καθημερινά ταινίες που μας φέρνει η εγχώρια διανομή, υπάρχει εδώ και χρόνια αυξημένο ενδιαφέρον όταν οι ταινίες αυτές προβάλλονται στα πλαίσια ενός event. Υπάρχουν παραδείγματα ταινιών που γέμισαν μια αίθουσα όταν παίχτηκαν σε κάποιο, μικρό ή μεγάλο, φεστιβάλ και λίγο καιρό αργότερα όταν ξαναπαίχτηκαν στην ίδια αίθουσα με κανονική διανομή, δε μπορούσαν να μαζέψουν τον αντίστοιχο κόσμο σε ένα τετραήμερο.
Αρνητικό μεν, αλλά όχι και πολύ περίεργο γεγονός, που συνάδει κάπως και με τις τάσεις της εποχής μας, καθώς τα social media γιγάντωσαν τα events, τα οποία διαφημίζονται πολύ εύκολα και έχουν ως βασικό όπλο την ανάγκη του «ήμουν και εγώ εδώ» που έχουμε όλοι μας. Αποτελούν ένα μεμονωμένο γεγονός που, σε αντίθεση με ένα συνεχές, δημιουργούν αυτομάτως κίνητρο σε κάποιον να βρεθεί εκεί. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η θεαματική αύξηση των φεστιβάλ και των ειδικών προβολών μέσα στα τελευταία χρόνια και η εντυπωσιακή, κάποιες φορές, προσέλευση του κόσμου σε αυτά, ακόμη και αν πρόκειται να προβάλλουν παλιότερα φιλμ, που υπό άλλες συνθήκες λίγοι θα έμπαιναν σε κόπο να τα ξαναδούν σε κινηματογραφική αίθουσα.
Σε έναν συγκεκριμένου θεματικού χαρακτήρα μαραθώνιο, μπορείς να δεις από άλλη σκοπιά ταινίες που είχες ξαναδεί, να κρίνεις πολύ καλύτερα αν μια ταινία φλυαρεί ή όχι καθώς η οικονομία στην αφήγηση είναι πολύ πιο εμφανής όταν βλέπεις συνεχόμενα φιλμ, αλλά και να δοκιμάσεις τις προσωπικές αντοχές σου κλεισμένος για ώρες σε μια αίθουσα.
Ενώ λοιπόν σφύζουμε από φεστιβάλ, σπανίως επιχειρούνται θεματικοί μαραθώνιοι ταινιών, το απόλυτο δηλαδή γεγονός για την κατηγορία του, ό,τι είναι ακριβώς και ο μαραθώνιος για τον κλασικό αθλητισμό. Σε έναν συγκεκριμένου θεματικού χαρακτήρα μαραθώνιο, μπορείς να δεις από άλλη σκοπιά ταινίες που είχες ξαναδεί, να κρίνεις πολύ καλύτερα αν μια ταινία φλυαρεί ή όχι καθώς η οικονομία στην αφήγηση είναι πολύ πιο εμφανής, όταν βλέπεις συνεχόμενα φιλμ, αλλά και να δοκιμάσεις τις προσωπικές αντοχές σου κλεισμένος για ώρες σε μια αίθουσα. Κίνητρα διαφορετικά που έχουν το καθένα από μια ξεχωριστή δύναμη και μπορούν να φέρουν για παράδειγμα αρκετό κόσμο στον ίδιο χώρο στις 4 το πρωί για να δει το "Μωρό της Ρόζμαρι" – σε καμιά άλλη περίπτωση δε θα συνέβαινε αυτό.
Ο 24ωρος μαραθώνιος ταινιών που διοργάνωσε, στα πλαίσια του Hypnos Project, η Στέγη, σε επιμέλεια του κριτικού κινηματογράφου Ηλία Φραγκούλη, συγκέντρωνε τα παραπάνω κίνητρα. Τον παρακολούθησα ολόκληρο και, γυρνώντας σπίτι μετά το τελείωμα, σκεφτόμουν πως δε θα έλεγα όχι σε μια καλή πρόταση για ταινία εκείνη την ώρα – αν και στον καναπέ σου έρχεται πιο εύκολα ο ύπνος. Αυτό συνέβη κυρίως γιατί αναμείχθηκαν πολύ σωστά διάφορα κινηματογραφικά είδη και παίχτηκαν πολλές διαφορετικού τύπου ταινίες πάνω στο ίδιο θέμα, τον ύπνο, που τις περισσότερες φορές δεν είχε άμεσο συσχετισμό με αυτές, αλλά έπαιζε έναν ειδικό ρόλο μέσα στην αφήγηση. Έτσι βοηθήθηκαν όσοι ήθελαν να μείνουν για πολλές ώρες αλλά και όσοι προτιμούσαν να έρθουν για συγκεκριμένα φιλμ, αφού ο καθένας μπορούσε να βρει κάτι που του φαινόταν ενδιαφέρον μέσα στο πρόγραμμα.
Οι προβολές ξεκίνησαν το βράδυ της Παρασκευής, με σχετικά γεμάτη αίθουσα (η Μικρή Σκηνή της Στέγης) και ένα από τα πιο γερά χαρτιά του μαραθωνίου, τη "Νύχτα του Κυνηγού". Η μοναδική ταινία που γύρισε ο Τσαρλς Λότον, αντιμετωπίστηκε κάπως άδικα από μέρος του κοινού καθώς υπήρχαν πολλά γέλια σε σκηνές που μοιάζουν αναχρονιστικές με τα σημερινά δεδομένα. Το νανούρισμα της μικρής κόρης, όμως, αλλά και η εικόνα του Μίτσαμ να περιφέρεται με το άλογό του τις ώρες του ύπνου, υπενθυμίζοντας πως βρίσκεται εκεί ως απειλή, ήταν μια ιδανική εισαγωγή πάνω στη θεματολογία. Συνέχεια με το "Invasion of the Body Snatchers" του 1956, όπου οι εξωγήινοι (aka οι κομμουνιστές) έρχονται κρυφά την ώρα που κοιμάσαι και μπαίνουν στο σώμα σου, μολύνοντας πρώτα μια μικρή πόλη και σταδιακά τις υπόλοιπες, ένα φιλμ που έπιασε πολύ εύστοχα την αντίληψη του μέσου Αμερικανού για τον έξω κόσμο, άλλωστε στην αρχή οι επιστήμονες που δεν έχουν καταλάβει τι συμβαίνει, θεωρούν ως λόγο της αλλαγής συμπεριφοράς των ανθρώπων «αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο». Το Fight Club κράτησε με τη δύναμή του πολλούς μιάμιση ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ο Έντουαρντ Νόρτον νόμιζε πως κοιμόταν ενώ έφτιαχνε στρατούς, κανείς πάντως δεν κοιμήθηκε σε ένα φιλμ που ίσως αντιμετωπίστηκε με υπερβολή, όταν βγήκε (θυμηθείτε δηλώσεις πως θα άλλαζε το σινεμά), αλλά δεν φαίνεται να έχει φθαρεί καθώς ο τρόπος ζωής στον οποίο επιτίθεται, ζει και βασιλεύει και σήμερα. Μετά το τέλος του προβλήθηκε ένα σχεδόν cult, ενημερωτικό φιλμ του 1950 με τίτλο "Sleep for Health", που έδινε οδηγίες σε μικρά παιδιά για το πώς να κοιμούνται καλύτερα, ώστε να είναι ευτυχισμένα κι αυτά και οι γονείς τους. Το Μωρό της Ρόζμαρι αμέσως μετά έκλεισε μια σειρά τεσσάρων κλασικών φιλμ, τον πρώτο από τους τρεις κύκλους που θα μπορούσε να χωρίσει κάποιος το πρόγραμμα, και μας (ξανα)τρόμαξε.
Μπαίνοντας στις δύσκολες ώρες, αφού είχε αρχίσει να ξημερώνει, και με πολύ λιγότερο κόσμο πλέον, κάτι λογικό και αναμενόμενο, ο προγραμματισμός δούλεψε άψογα. Μέχρι και το μεσημέρι, παίχτηκαν 4 φιλμ (ο δεύτερος κύκλος) είδους, δύο σύγχρονες ταινίες τρόμου και δύο καθαρές κωμωδίες, ό,τι πρέπει δηλαδή για να αποφευχθεί το μοιραίο, ο ύπνος. Το αυστραλιανό "Babadook" και το ανεξάρτητο αμερικανικό It Follows ήρθαν πρώτα, εξαιρετικά δείγματα του είδους στην εποχή μας αλλά και περιπτώσεις χαρακτήρων που, για τους λόγους τους, δεν κοιμούνται. Οι δυο κωμωδίες μετά, ο "Υπναράς" του Γούντι Άλεν από το 1973, μια παρεξηγημένη ταινία από μια παρεξηγημένη εποχή στη καριέρα του, με τον ίδιο να κοιμάται για 200 χρόνια, ακολουθούμενο από το σπαρταριστό "Σον το Πρόβατο" όπου οι, δυστυχώς μόλις, 4 θεατές του (το ναδίρ του 24ωρου) συναγωνιστήκαμε μεταξύ μας στο ποιος γελούσε περισσότερο.
Το Daydreaming των Radiohead μας έφερε στον τελευταίο κύκλο, όπου σύγχρονες, αλλά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, ταινίες έπαιζαν με τον ύπνο και τα όνειρα. Το πολύ απαιτητικό (ειδικά αν έχεις δει 8 ταινίες πριν) Waking Life του Λινκλέιτερ ίσως απέτρεπε λόγω της πολυπλοκότητάς του, αλλά η αλήθεια είναι πως πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες που έγιναν ποτέ με θέμα τα όνειρα και ορθώς μπήκε στο αφιέρωμα. Αντίθετα, ακολούθησε η πιο light στιγμή του 24ώρου, το Μαζί σου κι ας Πεθάνω (The Little Death) από την Αυστραλία, μια σπονδυλωτή κωμωδία καταστάσεων γύρω από το σεξ με πολύ έξυπνη πάντως αναφορά στον ύπνο, καθώς ένας καταπιεσμένος άντρας ποθεί τη σύζυγό του μόνο όταν αυτή κοιμάται. Ήταν και ωραία σύνδεση με την επόμενη ταινία, το Sleeping Beauty της Τζούλια Λι, όπου η ηρωίδα ναρκώνεται σε πολυτελή οίκο ανοχής και οι πελάτες της μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν στο κορμί της εκτός από διείσδυση. Ανάμεσα στα δύο, προβλήθηκε το Practical Dreamer, διάρκειας 13 λεπτών, όπου 50s νοικοκυρές κοιμούνται και ονειρεύονται την ιδανική κουζίνα του σπιτιού τους. Προτελευταίο φιλμ και μοναδικό ελληνικό, η Ιστορία 52 του Αλέξη Αλεξίου, με ήρωα παγιδευμένο στο χρόνο και τα όνειρά του, όπου ο σκηνοθέτης στο τέλος μας ανέφερε πως είχε πηγή έμπνευσης το Je t'aime, je t'aime του Αλέν Ρενέ και τις χρόνιες αϋπνίες του, ενώ ο Ηλίας Φραγκούλης επισήμανε προλογίζοντάς το, πως όταν το είχε δει στο σπίτι του σκηνοθέτη πριν κυκλοφορήσει επισήμως, του υπέδειξε κάποιες αντιρρήσεις για το φινάλε – όποιες και αν είναι τις συνυπογράφω, καθώς προσθέτει ανώφελο χρόνο στην ταινία στην μορφή που είναι τώρα.
Ο μαραθώνιος τελείωσε με μια ιδιαίτερη προσωπική στιγμή, την προβολή των 12 Πιθήκων του Τέρι Γκίλιαμ, 20 χρόνια μετά την πρώτη προβολή τους στη χώρα μας και την πρώτη προβολή για την οποία πήγα σε ένα σινεμά μόνος, μια που δεν ήθελα να το χάσω και δεν υπήρχαν άλλοι ενδιαφερόμενοι. Έμοιαζε ολόφρεσκη όπως τότε, αλλά και αρκετά απαισιόδοξη για το τί ακριβώς μας επιφυλάσσει το μέλλον, γεμάτη κεκλιμένα πλάνα και περίεργες γωνίες λήψεις που χρησιμοποίησε ο Γκίλιαμ και στο Brazil για να αποδώσει το δυστοπικό περιβάλλον. Προς το τέλος του, ο Μπρους Γουίλις και η Μάντλιν Στόου κρύβονται σε ένα σινεμά που φιλοξενεί έναν 24ωρό μαραθώνιο με ταινίες του Χίτσκοκ. Το δικό μου 24ωρο, με τις 13 ταινίες του, μόλις είχε περάσει και η ιδέα για το επόμενο μόλις είχε μπει στο μυαλό. Όρεξη και καφές να υπάρχει.