«Ο έρωτας. Άπληστος, ακόρεστος, όλα τα χωρά, όλα τα καταπίνει, τα δέχεται σαν θάλασσα…». Μεσημέρι, στη σκηνή του Ρεξ, οι ηθοποιοί κινούνται συντονισμένα, αρμονικά, με κινήσεις μελετημένες, αργές, σε μια χορογραφία που σε υποβάλλει: αγκαλιές, ερωτικές περιπτύξεις (κάποιες στιγμές «ξεσαλώνουν») και μια ηρεμία που σε «ρουφάει». Το ίδιο και η εξαιρετική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, ένα μελωδικό, καθηλωτικό drone που συμπληρώνουν οι ήχοι επί σκηνής και οι τραγουδιστές φωνές.
Η «Δωδεκάτη Νύχτα» του Σαίξπηρ είναι μια νέα πρόκληση για τον Δημήτρη Καραντζά, η πρώτη κωμωδία που ανεβάζει μετά την απανωτή βύθισή του σε έργα περισσότερο σκοτεινά. Πρόκειται για ένα ερωτικό τρίγωνο ομολογούμενων και ανομολόγητων ερώτων: η νεαρή Βιόλα φτάνει στις ακτές της Ιλλυρίας έπειτα από ένα ναυάγιο, πιστεύοντας ότι ο δίδυμος αδελφός της Σεμπάστιαν έχει πνιγεί, και μπαίνει στην υπηρεσία του δούκα Ορσίνο ντυμένη αγόρι (με το όνομα Σεζάριο). Ο μελαγχολικός δούκας είναι ερωτευμένος με την όμορφη και βαρυπενθούσα κόμισσα Ολίβια, η οποία με τη σειρά της ερωτεύεται τη Βιόλα, πιστεύοντας ότι είναι αγόρι. Στην Ιλλυρία όμως εμφανίζεται κάποια στιγμή και ο Σεμπάστιαν, ακολουθούμενος από τον γενναίο πλοίαρχο Αντόνιο που του έχει σώσει τη ζωή.
Δεν είναι λιγότερο απαιτητικό έργο, είναι μια κωμωδία με έντονο το στοιχείο της τραγικότητας, ένας ύμνος στον έρωτα κι ένα παιχνίδι με τους ρόλους και τα φύλα που έχει μεταμορφωθεί σε μια παράσταση που δεν μοιάζει με τις άλλες δουλειές του. Βγάζει θετικότητα, σε κάνει να χαμογελάς, παίζει με τους χαμηλούς τόνους και την «παραμυθένια» ατμόσφαιρα και οι λεπτομέρειες είναι ζαλιστικές. Ο Δημήτρης ανεβαίνει στη σκηνή, διορθώνει, παρακολουθεί με ένταση, ανάβει τσιγάρο. Γελάει. Φαίνεται ότι βρίσκεται σε καλή διάθεση γενικά.
Δεν ξέρω αν ο Σαίξπηρ είχε ζήσει μεγάλους έρωτες, καταλαβαίνω όμως ότι είχε τρομερή λαχτάρα γι' αυτό το πράγμα και νομίζω ότι και με το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» και με τη «Δωδεκάτη Νύχτα» η ανάγκη του να γράψει μέσω προφάσεων για νύχτες κατά τις οποίες συμβαίνουν πράγματα που κανονικά δεν συμβαίνουν δηλώνει την επιθυμία του να εκπληρωθεί κάτι ανεκπλήρωτο.
—Έχει σχέση με την καλή σου διάθεση η επιλογή της κωμωδίας; Σε παρακολουθώ όλο το καλοκαίρι στο timeline του Facebook και βλέπω έναν πιο χαρούμενο Δημήτρη. Προϋπήρξε της κωμωδίας αυτή η ευδιαθεσία ή ήρθε μετά;
Νομίζω ότι πάνε μαζί. Η «Δωδεκάτη Νύχτα» ήρθε ως ιδέα και πρόταση σε στιγμή βυθίσματος, μετά την ενότητα «Τέλος» της περσινής χρονιάς. Έτσι την βλέπω την περσινή χρονιά, ήταν αφιερωμένη στο τέλος. Και με κάποιον τρόπο αυτή η ιδέα, της κωμωδίας, άρχισε να με διεγείρει. Δεν έχω ξανακάνει κωμωδία και με διασκεδάζει, μου αρέσει πολύ. Απλώς αντιστέκομαι στην ιδέα του να κάνω μια κωμωδία παρεξηγήσεων, δηλαδή όλο το ζήτημα του έργου −που για μένα είναι υπαρξιακό−να είναι να κάνει το κοινό να χαχανίζει. Δεν ήθελα να ψάχνεις αστεία γκαγκ, γιατί έτσι προδίδεις το έργο. Ο Σαίξπηρ, επειδή ακριβώς γράφει κωμωδία, έχει την ελευθερία να φτάνει κάποια πράγματα στα άκρα του υπαρξιακού ερωτήματος.
—Πες μου για το έργο.
Αυτό που λέγεται Δωδέκατη Νύχτα, ημερολογιακά, υποτίθεται ότι είναι η δωδέκατη νύχτα των Χριστουγέννων, που ταυτίζεται με τα δικά μας Θεοφάνεια − στην παράδοσή τους είναι η νύχτα κατά την οποία αντιστρέφονται τα πάντα. Νομίζω ότι αυτό, ως πρόφαση, δίνει στον Σαίξπηρ την ελευθερία να συμβούν όλα αυτά που συμβαίνουν. Νομίζω ότι έχει να κάνει με την ανάγκη απελευθέρωσης όλων των ανθρώπινων ορμών, τις οποίες ο συγγραφέας δεν αντιμετωπίζει ως ορμές αλλά ως κάτι πολύ φυσικό. Και αν στην αρχή είναι πρόφαση, μετά είναι σαν η πρόφαση να αποκαλύπτει το πραγματικό υλικό. Νομίζω ότι αυτό επιχειρεί ο συγγραφέας σε αυτό το έργο, παρόλο που το φινάλε έχει να κάνει με τη νομική συνθήκη της εποχής κι έπρεπε να καταλήξει στο νορμάλ, δηλαδή το αγόρι να παντρευτεί το κορίτσι. Έχει κάνει, όμως, μια τόσο μακρά διαδρομή, που δεν μπορώ να πιστέψω ότι και ο ίδιος, τελειώνοντας με ένα happy end, θεωρούσε ότι είναι όλοι ικανοποιημένοι. Δεν πρόκειται για happy end, πρόκειται για τη μη απόκτηση. Νομίζω ότι σε αυτό το έργο η ματαίωση συνυπάρχει με την ανάγκη για ελευθερία, είναι περίεργη η ισορροπία. Κι όλο αυτό με το πρόσχημα της φαντασίωσης και του ότι σε βαφτίζω όπως θέλω για να αφεθώ.
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης μιλούν για το ρόλο τους
—Σε έχει βοηθήσει το θέατρο να ξεπεράσεις τα υπαρξιακά σου;
Να τα ξεπεράσω όχι, με έχει βοηθήσει να τα διαχειριστώ όμως. Γιατί αν τα ξεπεράσεις και τελείως, δεν ξέρεις πώς να ξαναμπείς και να κάνεις πρόβα (γελάει). Χθες είχαμε μια συζήτηση περί ματαιότητας, πώς τη διαχειρίζεται ο καθένας μας. Κι εγώ νομίζω ότι τη διαχειρίζομαι με το να εμπλέκομαι διαρκώς σε καινούργια έργα που θα με κάνουν να ασχοληθώ με τέτοια ερωτήματα που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω, να κοιτάξω αλλιώς − είναι πολύ αντιφατικό αυτό. Γιατί στην ουσία, με μια μάταιη τέχνη, την τέχνη του εφήμερου, που είναι το θέατρο, με τη γνώση ότι είναι μάταιο −γιατί, στο κάτω-κάτω, ό,τι και να ήταν, ήταν μια παράσταση− πας να διαχειριστείς, να βρεις λύση στη ματαιότητα. Από την άλλη, δεν είναι, γιατί αυτό σου διατηρεί κάτι ζωντανό. Σ’ εμένα τουλάχιστον.
—Μεγαλύτερη πλάνη ποια είναι, η εξουσία ή ο έρωτας;
Για μένα, η εξουσία. Βεβαίως, υπάρχει και στον έρωτα, μοιραία. Την πλάνη της εξουσίας τη φορτίζω με πολύ αρνητικό πρόσημο, ενώ η πλάνη που έχει έρωτας, ακόμα και αν είναι συντριπτική, στο τέλος έχει καταφέρει να ενώσει κάτι − η εξουσία είναι αμιγώς διαλυτικό στοιχείο. Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να βρω ούτε ένα καλό να πω για την εξουσία.
—Η εξουσία στον έρωτα;
Η εξουσία που υπάρχει στον έρωτα, που είναι ένα μοιραίο σύμπτωμά του, είναι από τα πιο σκοτεινά πράγματα. Αλλά αν μπει μέσα από το πρίσμα του έρωτα, μπορεί να είναι και ένα είδος παιχνιδιού, να ενταχθεί στη γενικότερη πλάνη, που όμως την αντιλαμβάνομαι με πολύ θετικό πρόσημο, με όλα της τα σκοτάδια. Όμως, ακόμη και αν βγεις έπειτα από καιρό από το σκοτάδι, σημαίνει ότι άξιζε αυτή η βουτιά.
—Έχεις ζήσει ποτέ καμιά κατάσταση παρόμοια με του έργου; Έναν έρωτα ανομολόγητο, όπως η Βιόλα;
Ναι, το έχω ζήσει, σαφώς, και έτσι ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας, ανομολόγητος. Και δεν εννοώ στο σχολείο που ντρέπεσαι, εννοώ όταν πια μπορούν αυτά τα πράγματα να εκπληρώνονται. Έτσι ξεκίνησε η πρώτη μου επαφή με τον έρωτα…
—Είσαι από τους ντροπαλούς ή από τους τολμηρούς; Αν κάποιο πρόσωπο σε ενδιαφέρει, θα του το πεις;
Νομίζω ότι πια, επειδή έχω υπάρξει πολύ δέσμιος της ντροπής, της συστολής, που στην ουσία έχουν να κάνουν μόνο με τον φόβο της απόρριψης, την πιθανότητα αποτυχίας, είμαι ευθύς. Είναι και ο μόνος τρόπος να ξεπεράσεις την αποτυχία. Πιστεύω, πια, ότι μόνο με ευθείς τρόπους μπορείς να το αντιμετωπίσεις. Δεν μου είναι εύκολο, γιατί είμαι πολύ ανασφαλής, γενικώς. Το μόνο που με βοηθάει πολύ στη δουλειά είναι ότι την ανασφάλεια τη διαχειρίζομαι μόνος μου. Μπορεί όλη την υπόλοιπη μέρα να τρώγομαι, αλλά αυτό δεν αφορά καθόλου την πρόβα, αντίθετα, μπορεί να είναι διαλυτικό.
—Ανήκεις σε μια γενιά, των 20άρηδων, που φαίνεται να είναι περισσότερο απελευθερωμένη, να δέχεται πολύ πιο εύκολα την απόρριψη, επειδή έχει πιο πολλές επιλογές − και πιο εύκολες. Από τη δική σου εμπειρία, ισχύει αυτό; Εννοώ, τρως την απόρριψη, αλλά δεν πεθαίνεις κιόλας.
Αυτό νομίζεις ότι είναι καλό; Το ότι δεν πεθαίνεις κιόλας;
—Μπορεί να είναι και καλό, εξαρτάται. Νομίζω ότι έχει σώσει πολύ κόσμο το ότι μπορείς να έχεις πιο εύκολα υποκατάστατα. Είναι κάπως όπως στο τέλος του έργου, που όλοι συμβιβάζονται με κάποιον τρόπο.
Εγώ δεν νιώθω την απελευθέρωση στη γενιά μου, το αντίθετο. Βέβαια, εγώ τελειώνω από τους 20άρηδες τώρα (γελάει). Καθόλου δεν αισθάνομαι ότι οι πιο εύκολες επιλογές έχουν απελευθερώσει την κανονική επαφή. Έχω εικόνα περί έρωτος από τα social media, αλλά μου φαίνεται πολύ πλασματική. Μου φαίνεται πάρα πολύ εύκολο και να απορρίψεις και να δεχτείς την απόρριψη, αλλά μου φαίνεται και πάρα πολύ εύκολο να μπεις στη διαδικασία κατανάλωσης. Να καταναλώσεις κι άλλο, κι άλλο, κι αυτή την περίπτωση και την άλλη… Δεν έχει σχέση αυτό με τον έρωτα.
—Το ότι έχεις επιλογές δεν είναι, πάντως, κάτι ασήμαντο, ούτε το ότι είναι πιο εύκολο να ξεπεράσεις τις αναστολές σου.
Το ότι ανοίγονται τόσες επιλογές μπορεί να είναι καλό. Από την άλλη, πολύ συχνά κάποια πράγματα, ειδικά μέσω social media και του Facebook και πολλών άλλων, είναι μη πραγματικά. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρκεί να φαντασιώνονται ερωτικά και να υπάρχει η ψευδαίσθηση της σύνδεσης ή μπορεί να φαντασιώνεσαι ότι ενδιαφέρεσαι μέσω κάποιων φωτογραφιών που βλέπεις για κάτι που δεν έχει καμία σχέση με το πώς η εικόνα συντονίζεται με τη φωνή ή με το βλέμμα ή με οτιδήποτε εκπέμπεται από έναν ανθρώπινο οργανισμό. Αυτό το πράγμα ορισμένες φορές έχει μια ασυδοσία και νιώθω, από παραδείγματα που έχω γύρω μου, ότι γίνεται αιτία κατάθλιψης και όχι αιτία ανοίγματος. Μπορεί, βέβαια, αν αυτό το χρησιμοποιήσεις υγιώς, απλώς ως αφορμή για να γνωρίσεις έναν άνθρωπο, να είναι επικοινωνιακό, αρκεί να ξεφύγει από το «στεκόμαστε πίσω από μια οθόνη και τα λέμε».
—Φαντάζεσαι τι κωμωδία καταστάσεων θα έγραφε ο Σαίξπηρ αν ζούσε σήμερα; Με όλο αυτό το μπέρδεμα που δημιουργείται από τις γνωριμίες μέσω socialmedia;
Μεγάλο μπέρδεμα. Δεν μπορώ να το φανταστώ, κι επειδή είμαστε σε μια εποχή που αυτό το πράγμα είναι εν εξελίξει, δεν μπορείς να καταλάβεις τα απόνερά του, πού θα οδηγήσει.
—Τι είναι αυτό που συνδέει τα πρόσωπα του έργου;
Το ότι ο ένας μετά τον άλλον καταλήγουν να αφεθούν στη φαντασίωση για να δοκιμαστούν. Δηλαδή, είναι σαν όλοι να έχουν αυτό το ζητούμενο, μέσα στο οποίο μπαίνει το ζήτημα της ταυτότητας. Επιλέγω μια ταυτότητα και βλέπω κάποιον μέσα από αυτή για να μπορέσω να αφήσω ελεύθερες τις ορμές μου. Πολύ χαρακτηριστικά αυτό γίνεται στη Βιόλα, που επιλέγει να βάλει τον εαυτό της στον ρόλο ενός άντρα, προκειμένου να αποφύγει καταστάσεις όταν ναυαγεί στο νησί, όμως, τελικά, αυτό την κάνει και να δεσμευτεί και να αγκυλωθεί στο δικό της αντικείμενο του πόθου και να γίνει ο δέκτης ενός χειμαρρώδους έρωτα που δεν μπορεί να διαχειριστεί και που στην ουσία την εγκλωβίζει περισσότερο μέσα στον δικό της. Γίνεται η αιτία ενός έντονου έρωτα χωρίς ανταπόκριση σε ένα άλλο πρόσωπο, που στην ουσία την καθρεφτίζει στον δικό της, χωρίς ανταπόκριση, έρωτα.
—Η Ολίβια αντιλαμβάνεται ότι η Βιόλα είναι γυναίκα;
Κατά τη γνώμη μου απολύτως, γιατί υπάρχει σαφής στιχομυθία όπου και οι δυο ρητά το αρθρώνουν. Από την πρώτη στιγμή η Βιόλα λέει στην Ολίβια ότι «δεν είμαι αυτή που παριστάνω», αργότερα λέει η Βιόλα στην Ολίβια «πιστεύω ότι δεν είστε αυτό που είστε», για να της απαντήσει η τελευταία «το ίδιο πιστεύω και για σας». Και η Βιόλα παραδέχεται ότι «δεν είμαι αυτό που είμαι» και η Ολίβια λέει τη φράση η οποία με στοιχειώνει: «θα ήθελα να είστε έτσι όπως θα ήθελα εγώ να είστε». Όλο το ζήτημα της ταυτότητας έχει να κάνει με το τι προβολή θέλεις να κάνεις στον άλλο, και αυτό μπορεί να αφορά το φύλο, τη συμπεριφορά, οτιδήποτε. Η Ολίβια, όταν μένει μόνη της και έρχεται αντιμέτωπη με το σύμπτωμα του έρωτα, αναφέρεται στα λόγια, δηλαδή λέει «τα λόγια σου» ως πρώτο επιχείρημα του έρωτα. Αυτό που την έχει γοητεύσει είναι η σύνδεση και η επικοινωνία που έχουν, οπότε είναι σαν να μπαίνουν σε μια φαντασίωση που δεν έχει νόημα, γιατί υπάρχει τέτοια απενοχοποίηση του φύλου, που στην ουσία είναι σαν να ψάχνει ο Σαίξπηρ το πολύ εσωτερικό υλικό του ανθρώπου. Με το πρόσχημα της αντιστροφής των πάντων στη «Δωδέκατη Νύχτα» αθωώνονται και οι επί σκηνής και οι εκτός σκηνής για να μπορέσουν να μελετήσουν τα πολύ εσωτερικά τους, που είναι κρυμμένα πίσω από τόνους.
—Άρα, η καημένη η Ολίβια συμβιβάζεται στο τέλος με τον Σεμπάστιαν;
Η Ολίβια βγαίνει από ένα πολύ βαθύ πένθος και μετά ξυπνάει μια τέτοια περιοχή του εαυτού της, που θέλει οπωσδήποτε μια εκπλήρωση. Είναι σαν να ψάχνουν όλοι οι καλλιτέχνες μέχρι τέλους πώς θα εκπληρωθεί κάτι που φουντώνει − και στην ουσία δεν έχει νόημα από ποιον, όταν φτάσεις πια στο όριο που φτάνεις στο συγκεκριμένο έργο. Πέφτουν σε πολύ μεγάλο καημό όλα τα πρόσωπα του έργου. Και ο Σεμπάστιαν, ο αδερφός της Βιόλας, ξεκινάει μια ερωτική σχέση με τον Αντόνιο που τον έχει σώσει, στην οποία πάλι υπάρχει υπόδυση, γιατί ενώ γίνεται καθαρό από το κείμενο ότι η σχέση τους είναι αμιγώς ερωτική, του έχει παρουσιαστεί ως Ροντρίγκο. Η ερωτική σχέση, όσο διαρκούσε, ήταν πάλι μέσω της επίφασης του Ροντρίγκο, μέσω της χρήσης ενός άλλου προσώπου, μέσω της μάσκας. Και μετά ο Σεμπάστιαν γίνεται θύμα της Ολίβια, που τον βαφτίζει Σεζάριο, αυτό δηλαδή που εκείνη θα ήθελε να είναι.
—Ο Σαίξπηρ, απ’ όσα μπορείς να καταλάβεις από το έργο, τον γνώριζε τον έρωτα, τον είχε ζήσει; Το έργο ξεκινάει με μια επίκληση στον έρωτα, θυμίζοντας το «έρως ανίκατε μάχαν…» της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή ή το ξεκίνημα της «Οδύσσειας», όπου γίνεται η επίκληση στη μούσα: «Αχ, Έρωτα θεέ, τι άπληστος, τι ακόρεστος που είσαι! Ενώ όλα τα χωράς, όλα τα δέχεσαι, σαν θάλασσα, ό,τι θα καταπιείς, όσο ακριβό κι υπέροχο κι αν είναι, μέσα σε μια στιγμή ξεπέφτει, ευτελίζεται και δεν σου φτάνει. Τόσο γεμάτος με μορφές της φαντασίας είν’ ο έρωτας, που είναι από μόνος του η τέλεια φαντασίωση».
Δεν ξέρω αν τον είχε ζήσει, καταλαβαίνω όμως ότι είχε τρομερή λαχτάρα γι’ αυτό το πράγμα και νομίζω ότι και με το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» και με τη «Δωδεκάτη Νύχτα» η ανάγκη του να γράψει μέσω προφάσεων για νύχτες κατά τις οποίες συμβαίνουν πράγματα που κανονικά δεν συμβαίνουν δηλώνει την επιθυμία του να εκπληρωθεί κάτι ανεκπλήρωτο. Αυτό, αν δεν έχεις προσωπικό λόγο, δεν μπορείς να το πας σε τόσο βαθιές περιοχές και γι’ αυτό νομίζω ότι το έργο ξεφεύγει από την τυπική έννοια κωμωδίας παρεξηγήσεων και καταλήγει να απασχολεί και τον ίδιο προσωπικά αλλά και εμένα που το κάνω και θέλω να έρθει κάποιος να το δει. Υπάρχει ένα αίτημα και στα δύο έργα για εκπλήρωση κρυφών αναγκών, ζωτικών.
—«Καμιάς γυναίκας τα πλευρά δεν θ’ άντεχαν χτυπήματα από πάθος τόσο δυνατό σαν την αγάπη που μου δέρνει την καρδιά. Κι ούτε καμιάς γυναίκας η καρδιά είν’ αρκετά μεγάλη να κρατάει τόσο πολλά. Δεν ξέρουνε πώς να κρατούν» λέει ο Ορσίνο στη Βιόλα. Πόσο εγωιστικός είναι ο έρωτας;
Υπάρχει απάντηση γι’ αυτό; Λίγο αργότερα, στην ίδια σκηνή, λέει ακριβώς το αντίθετο: «Οι έρωτές μας είναι πολύ επιπόλαιοι και ασταθείς». Αν το πάρουμε από την πλευρά του Ορσίνο, που λέει εξαρχής ότι και μόνο η φαντασίωση του έρωτα αρκεί, πρόκειται για κάτι αυτοπαθές. Δεν χαίρεται, διαρκώς οι σκηνές του είναι στο peak του καημού και της έντασης, προσεγγίζει το ερωτικό του αντικείμενο πάντα μέσω τρίτων. Αυτό έχει να κάνει με τους τύπους, όμως εκτός των τύπων είναι ένα άτομο το οποίο διαρκώς μιλάει για τον καημό του και στο τέλος ερωτεύεται τη φαντασίωσή του και το ανέφικτο. Σπανίως αναφέρει τα χαρίσματα της Ολίβια ή τους λόγους για τους οποίους είναι ερωτευμένος μαζί της, είναι σαν να παρακολουθεί τη συμπτωματολογία που του συμβαίνει σωματικά. Είναι σαν αυτό να του αρκεί. Αυτό θα το χαρακτηρίζαμε εγωιστικό. Βέβαια, είναι τόσο ιδιωτική υπόθεση αυτό το πράγμα, που δεν ξέρω αν είναι πραγματικά εγωιστικό. Ο έρωτας δεν είναι και ένας τρόπος γνωριμίας με τον εαυτό σου; Οι σκηνές που είναι ένας έρωτας στη μέση και δεν ξέρεις αν εκφράζεται από αυτόν προς αυτή ή από αυτήν προς αυτή για μένα είναι υπαρξιακές, σκηνές που βγάζουν όχι απλώς ένα συμπέρασμα αλλά μια παρηγοριά της κοινής κατάστασης. Συμπάσχεις. Είναι τόσο βαθύ αυτό το ερώτημα, που μόνο να το μοιραστείς, συνδέεσαι.
Έχω ανάγκη συμπαράστασης και πλάνης για να νιώσω αγαπητός. Δεν κερδίζεις πάντα από τους εχθρούς την αυτογνωσία, γιατί κάποιος μπορεί να σε εχθρεύεται για λόγους προσωπικούς, επειδή δεν σε πάει. Όταν διαβάζω τη φράση που λέει ο Φέστε «από τους εχθρούς μου κερδίζω την αυτογνωσία, ενώ από τους φίλους μου την κοροϊδία» μπορεί να ταυτίζομαι απόλυτα, καταλαβαίνω τον πυρήνα της φράσης, αλλά πρακτικά νομίζω ότι προτιμώ τους φίλους μου που μπορεί να «γίνουν εχθροί μου από έγνοια».
—Ασχέτως του έργου, ο έρωτας είναι εγωιστικός. Αλλιώς δεν θα υπέφερες, θα μπορούσες εύκολα να προχωρήσεις παραπέρα.
Είναι κάτι το οποίο, αν δεν τραφεί, μανιάζει. Κι αυτό αυτομάτως το κάνει εγωιστικό, γιατί δεν έχεις κατανόηση της άλλης θέσης, όντως.
—«Οι λέξεις έχουν γίνει πολύ άτιμες από τότε που τις χάλασαν όσοι παίρνουν όρκο να κρατούν το λόγο τους…» λέει ο Φέστε. Πόσο πολιτικά γίνονται τα σχόλια του έργου;
Ναι, ο Σαίξπηρ ήθελε να χτυπήσει κάποιους, δεν αφορά μόνο την πλοκή. Στο έργο αυτό πρόκειται για μια απόπειρα του Φέστε να ξεσκεπάσει τη Βιόλα, αλλά είναι ένα πράγμα το οποίο ισχύει για όλες τις φάσεις της καθημερινότητας και της ζωής, κοινωνικής, πολιτικής, κάθε είδους. Μα, και μόνο η θέση που παίρνει απέναντι στο τι επιτρέπεται σε έναν άνθρωπο είναι μια θέση πολιτική. Αν διαβάσεις το έργο, θα καταλάβεις πως το «Ό,τι προτιμάτε» του τίτλου είναι μια πρόταση απελευθέρωσης και αποδοχής, μια πολύ σοβαρή κίνηση.
KΛΙΚ ΣΤΟ ΒΙΝΤΕΟ:
Ο Δημήτρης Καρατζάς διαβάζει ένα απόσπασμα από την Δωδεκάτη Νύχτα
—Μπορεί να ερωτευτεί κανείς από συμπόνια;
Η Βιόλα λέει «σε συμπονώ» και η Ολίβια απαντάει «είναι και αυτό ένα βήμα προς τον έρωτα». Όχι, νομίζω καθόλου, και αυτό είναι ένα εργαλείο του ερωτευμένου το οποίο μου φαίνεται πολύ αυτοκαταστροφικό. Το ότι ζητάς να σε λυπηθούν δεν μπορεί ποτέ να είναι πραγματικά ελκυστικό, γιατί βλέπεις ότι ο πόνος που νιώθεις αφορά στην ουσία εσένα. Όταν οι απαντήσεις έχουν δοθεί και οι ενώσεις δεν προκύπτουν, το να ζητήσεις τη συμπόνια είναι κάτι μάταιο. Μπορεί να είναι μόνο ένα είδος φιλανθρωπίας, αλλά για να παρηγορήσεις τον άλλο ως φίλος πια.
—Έχεις δει καμιά άλλη παράσταση της «Δωδεκάτης Νύχτας»;
Όχι. Και από μια παράσταση που είχα δει από αυτές που έχω κατεβάσει έσβησα συνειδητά όλες τις εικόνες από το μυαλό μου, ακριβώς για να μην έχω τα «σε σχέση με», ούτε φόβους. Ο φόβος και η αναμέτρηση είναι στοιχεία περιοριστικά και δεσμευτικά.
—Να σου κάνω και το κλισέ ερώτημα: τι περιθώρια νέας ανάγνωσης υπάρχουν για ένα κλασικό έργο; Μπορεί να υπάρξει νέα πρόταση;
Είναι μια μεγάλη κουβέντα αυτό. Συχνά ξεκινάει κάποιος με την πρόθεση να κάνει κάτι μοντέρνο και το βαφτίζει σύγχρονο γιατί έτσι πρέπει να είναι. Νομίζω ότι αν πραγματικά έχεις αίσθηση της εποχής σου, με την έννοια ότι τη ζεις, αυτό που θα κάνεις εμπεριέχει την εμπειρία σου και αυτομάτως δικαιώνει τον λόγο για τον οποίο ασχολείσαι με αυτό σήμερα, αρκεί να είσαι συγκεκριμένος στην πρόθεσή σου.
—Τους ακούς τους φίλους σου;
Ακούω κυρίως τους σκληροπυρηνικούς, που δεν θα τους πειράξει να με πληγώσουν. Και τους άλλους τους ακούω, τις συμπαραστατικές πλευρές, αλλά δεν τις πιστεύω ποτέ. Έχω ανάγκη συμπαράστασης και πλάνης για να νιώσω αγαπητός. Δεν κερδίζεις πάντα από τους εχθρούς την αυτογνωσία, γιατί κάποιος μπορεί να σε εχθρεύεται για λόγους προσωπικούς, επειδή δεν σε πάει. Όταν διαβάζω τη φράση που λέει ο Φέστε «από τους εχθρούς μου κερδίζω την αυτογνωσία, ενώ από τους φίλους μου την κοροϊδία» μπορεί να ταυτίζομαι απόλυτα, καταλαβαίνω τον πυρήνα της φράσης, αλλά πρακτικά νομίζω ότι προτιμώ τους φίλους μου που μπορεί να «γίνουν εχθροί μου από έγνοια».
—Πριν κλείσουμε, να σε ρωτήσω γιατί δεν δέχτηκες να εμφανιστείς στους «Όρνιθες» του Καραθάνου;
Επειδή δεν το κάνω πια − δηλαδή τι «πια», έχω να παίξω από τότε που ήμουν στη σχολή. Όταν μου το είπε χάρηκα λίγο, γιατί ήμουν στη φάση που έλεγα «α, μπορεί να είναι πολύ απελευθερωτικό». Μετά σκέφτηκα ότι αυτό θα απαιτούσε πολλή αφοσίωση, γιατί ακόμα κι αν ήταν κάτι μικρό, δεν θα έφταναν απλώς δυο πρόβες, θα το έκανα όλο το course. Έτσι, προτίμησα να καθίσω και να προετοιμαστώ για τη «Δωδεκάτη Νύχτα».
Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς / Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου / Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός / Σκηνικά: Κλειώ Μπομπότη / Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη / Συνεργασία στη δραματουργία: Θεοδώρα Καπράλου / Βοηθός σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου / Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου / Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Βαγγέλης Αμπατζής, Δημήτρης Κίτσος, Γιάννης Κλίνης, Έμιλυ Κολιανδρή, Βασίλης Μαγουλιώτης, Άρης Μπαλής, Ελίνα Ρίζου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Αινείας Τσαμάτης, Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Νίκος Χατζόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου.
Πρεμιερα 20 Οκτωβρίου / Εθνικό Θέατρο - Κεντρική Σκηνή, Κτίριο Τσίλερ
Δείτε παρακάτω φωτογραφίες από τις πρόβες της παράστασης:
σχόλια