Όλια Λαζαρίδου: Το χαζοχαρούμενο της εποχής είναι η φόδρα της απελπισίας μας

Όλια Λαζαρίδου: Το χαζοχαρούμενο της εποχής είναι η φόδρα της απελπισίας μας Facebook Twitter
Για εμένα, τουλάχιστον, το να είμαι κοντά σ' αυτό το έργο μού προσφέρει την ίδια παράδοξη ανακούφιση και παρηγοριά που νιώθω, όταν είμαι σ' ένα νοσοκομείο, δίπλα σ' έναν άρρωστο. © Νύσος Βασιλόπουλος
2

Πες ότι δεν την ξέρεις. Ότι τη συναντάς στο μπαρ του Bios. Ότι πιάνετε κουβέντα και σου λέει ότι φέτος κλείνει 40 χρόνια στο θέατρο. Δεν θα μείνεις εμβρόντητος με αυτή την «εφηβόσχημη» γυναίκα που θα έμοιαζε κορίτσι, εάν η διαδρομή της σκέψης της κι ο λόγος της δεν ήταν τόσο ώριμα;

Παρ' όλα αυτά, η Όλια Λαζαρίδου έχει κάτι ακόμα σίγουρα «εφηβικό». Διατηρεί ανήσυχη τη σχέση της με το θέατρο και τον θεατρικό χώρο, «πλάγια» τη ματιά της στα θεατρικά κείμενα, απρόβλεπτα φρέσκια τις επιλογές της. Απόδειξη η φετινή: ναι μεν ο εμβληματικός ρόλος της Γουίνι στις «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ, αλλά στο Bios, αλλά με μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις σκηνοθετών της νέας γενιάς (Σύλβια Λιούλιου), αλλά σε μια παράσταση της οποίας προηγήθηκε ένα πρωτότυπο εργαστήριο λεξικολογικής σκηνικής έρευνας πάνω στο κείμενο του Μπέκετ, αλλά μ' ένα σκηνικό (του Άγγελου Μέντη) που είναι ταυτοχρόνως εικαστική εγκατάσταση και κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Αυτό το διαρκές «αλλά» είναι προφανώς στη φύση της Όλιας Λαζαρίδου. Και της αρέσει...


«Ναι», ξεκαθαρίζει και η ίδια, «μου αρέσει που καταθέτω αυτά τα 40 χρόνια στο θέατρο σε έναν τέτοιο ρόλο και σ' ένα τέτοιο περιβάλλον. Μου αρέσει το Bios. Είναι πια ένας old time classic χώρος, όπου γίνονται πολλά πράγματα, χωρίς μικροαστική σφραγίδα. Παρ' ότι ξέρω ότι υπάρχει ένα κοινό που θα ερχόταν ευκολότερα να με δει στην κλασική θεατρική πιάτσα ή που μπορεί να μην ξέρει καν το Bios, εμένα μου ταιριάζει. Μου αρέσει που ο πιτσιρικάς από το μπαρ έρχεται με την ποδιά στο διάλειμμα και λέει «βγείτε παρακαλώ γιατί θα αλλάξουμε το σκηνικό», χωρίς τίποτα το επίσημο και το στημένο. Μου αρέσει το σκηνικό μας, ένας λόφος από βιβλία, φτιαγμένος από τον Μέντη, από βιβλία που πήγαιναν για ανακύκλωση, βιβλίο-βιβλίο, τρία μερόνυχτα, σαν ξερολιθιά... Με συγκινεί ότι έχουμε αυτό το σκηνικό σε μια εποχή που υποχωρεί ο παραδοσιακός γραπτός λόγος και κλείνουν οι εκδοτικοί οίκοι. Μου αρέσει που παίζουμε αυτό το έργο εδώ, όπου στο μπαρ κάθονται πιτσιρίκια με τα λάπτοπ τους και μέσα υπάρχει ένας λόφος από βιβλία. Κι ότι αυτό είναι ένα ρέκβιεμ για τον παλιό κόσμο που αποχαιρετάει. Και μου αρέσει που όλη αυτή η διαρκής αντίθεση έχει εδώ μέσα κάτι πολύ φρέσκο και ζωντανό».

Με εμπνέει γενικώς ο κόσμος της πίστης. Και ο Μπέκετ είναι ακριβώς το ανάποδο: η απελπισία της έλλειψής της...


— Ένας παλιός κόσμος αποχαιρετάει σε διεθνή κλίμακα, μέσα σε μεγάλη αναταραχή. Τι λέτε να έρχεται;

Ένας κόσμος πολύ διαφορετικός απ' ό,τι ξέραμε και με πολύ διαφορετικούς όρους. Μπορεί να είναι κι ένας κόσμος του οποίου να μην αναγνωρίζουμε καν τη γλώσσα. Δεν ξέρω πώς θα είναι, αλλά νιώθω τους κραδασμούς του.


— Οι «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ είναι ανθεκτικές ως κλασικό έργο, έχουν την ιδιότητα να φωτίζονται διαφορετικά ανάλογα με την εποχή.

Έτσι είναι. Αλλά ισχύει κι αυτό: υπάρχουν διαφορετικές εκτελέσεις. Όπως υπάρχει π.χ. η εκτέλεση του Γκλεν Γκουλντ στον Μπαχ, έτσι και τα κλασικά έργα δημιουργούν διαφορετικές εκτελέσεις. Κι αυτή είναι η ζωντάνια τους. Το συγκεκριμένο έργο είναι άχρονο. Μοιάζει με μια φούγκα. Και μιλάει για τα «χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου», όπως λέει στο χαϊκού του ο Σεφέρης. Για τη θρυμματισμένη ύπαρξή μας εδώ κάτω στη γη, όπως τη βλέπουμε σαν σε κάτοπτρο, αποσπασματικά και παραμορφωμένα. Το αποδίδει τρομερά ο Μπέκετ που έχει αυτό το αδρό, το αποσπασματικό, τις παύσεις, τη μη ωραιοποίηση, τον μη συναισθηματισμό, την έλλειψη ημιτονίων, αλλά και το χιούμορ και την παραπλανητική ελαφράδα. Εγώ, ίσως λόγω χαρακτήρα, μπορώ να συνδεθώ με κάτι μόνον αν καταρχάς συνδεθώ προσωπικά. Κι επειδή για να βρω έναν υποκειμενικό λόγο χρειάζεται να διατηρήσω ένα καθαρό τοπίο μέσα μου, όταν αρχίσαμε τις πρόβες επεδίωξα να μη διαβάσω τίποτα, ούτε για το έργο, ούτε για το Μπέκετ. Τον πλησίασα τελείως ανάποδα. Και, σιγά-σιγά, μπόρεσα, μέσα στον τεμαχισμένο κόσμο του, να εμβάλω δικά μου κομμάτια. Έτσι απέκτησα σχέση μαζί του.


— Η δική σας Γουίνι ποια είναι;

Την έχω συναντήσει στο πρόσωπο μιας γυναίκας που κάθεται σε μια κούτα στη Σόλωνος και σε πολλά άλλα πρόσωπα και πράγματα της πόλης ή της ζωής μου. Η Γουίνι όμως εξακολουθεί να είναι ένα παλίμψηστο, φτιαγμένο από τον Θεό Μπέκετ.

Όλια Λαζαρίδου: Το χαζοχαρούμενο της εποχής είναι η φόδρα της απελπισίας μας Facebook Twitter
Πιστεύω ότι η Τέχνη που παράγεται αυτήν τη στιγμή απ' όλους μας είναι ακόμα σπασμωδική. Δεν καταφέρνει να εκφράσει αυτό που ζούμε, παρά μόνο αποσπασματικά.


— Είπατε όμως ότι κυρίως σας εμπνέει το υποκειμενικό στοιχείο...

Με εμπνέει γενικώς ο κόσμος της πίστης. Και ο Μπέκετ είναι ακριβώς το ανάποδο: η απελπισία της έλλειψής της... Μάλλον γι' αυτό συνδέθηκα τόσο μαζί του. Για μένα αυτή η απελπισία συνορεύει με ό,τι αισθάνομαι όταν, καθώς έρχομαι εδώ, βλέπω ένα παιδάκι πεσμένο στην Πειραιώς και σκέφτομαι «δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό η αλήθεια». Και τότε νιώθω ότι μέσα στην απέραντη απελπισία δεν μπορεί παρά να υπάρχει και κάποιου είδους παρηγοριά σε ένα άλλο επίπεδο. Δεν μιλώ με όρους ανθρώπινης δικαιοσύνης, αλλά για κάτι άλλο.


— Πόσο κοντά είναι το συγκεκριμένο έργο σ' αυτήν τη φράση που αποδίδεται, νομίζω, στον Πούσκιν: «Πόσο αλήθεια θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο τραγικό; (Ισχύει βεβαίως και αντιστρόφως).

Ο ίδιος ο Μπέκετ, σ' ένα ποίημά του, λέει: «Απέναντί σου το χειρότερο, μέχρι να σε κάνει να γελάσεις...». Για εμένα, τουλάχιστον, το να είμαι κοντά σ' αυτό το έργο μού προσφέρει την ίδια παράδοξη ανακούφιση και παρηγοριά που νιώθω, όταν είμαι σ' ένα νοσοκομείο, δίπλα σ' έναν άρρωστο. Ταυτόχρονα με τη δυσκολία και την αγωνία που έχει αυτό, αισθάνομαι σαν να είμαι ακριβώς στο κέντρο της ύπαρξης, σ' ένα αληθινά κομβικό σημείο της ανθρώπινης ζωής μας.


— Κι όμως, εγώ θα σας ρώταγα το αντίθετο. Πώς αισθάνεστε να παίζετε τη Γουίνι, αυτή την καταθλιπτική εποχή, σ' αυτή την καταθλιπτική πόλη;

Αισθάνομαι ότι είμαι σαν ένας από εκείνους τους κορμοράνους που είχαν βουτηχτεί στο πετρέλαιο. Είμαι ένα τέτοιο πουλάκι που, αν και οι φτερούγες του έχουν βουτηχτεί στο πετρέλαιο, εκείνο επιμένει να υμνεί το παράδοξο της συνθήκης της ύπαρξης. Κι εμείς είμαστε νικημένοι από τη βαρύτητα, αλλά επιμένουμε να τραγουδάμε. Το βρίσκω σπαρακτικά υπέροχο!

Έχω κάνει τη μελαγχολική διαπίστωση ότι, μόλις ζόρισαν λίγο τα πράγματα, δείξαμε το άσχημο πρόσωπό μας. Γίναμε όλοι λίγο πιο αγενείς, πιο αναίσθητοι, πιο σαρκοβόροι.


— Στην εποχή μας, όμως, η εικόνα που επιβάλλεται μ' έναν τρόπο, κυρίως από τα social media, είναι αυτή μιας υποχρεωτικής ευτυχίας.

Το χαζοχαρούμενο είναι μια νεύρωση-φόδρα της απελπισίας. Από την άλλη, θεωρώ ότι στους καιρούς μας αληθινά ευγενές και δείγμα μιας νέας ηθικής είναι αν δεν πεινάς, δεν κρυώνεις, έχεις μια δουλειά και δεν είσαι άρρωστος, να μην πετάς στη μούρη του άλλου μια συνεχή δυσαρέσκεια. Γιατί, πραγματικά, υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που ζορίζονται πάρα πολύ.


— Μα, ο ίδιος ο τίτλος, «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες», είναι μια αναγωγή στο παρελθόν των περισσότερων ανθρώπων σήμερα...

Εννοείται. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που έχουμε στα χέρια μας είναι το παρόν. Γι' αυτό, όσο μεγαλώνω, τόσο αντιλαμβάνομαι ότι όλη μας την ενέργεια οφείλουμε να τη διοχετεύουμε στο πώς θα διαχειριστούμε δημιουργικά το παρόν μας.


— Κάπως έτσι γυρίζουμε σε μια, λίγο-πολύ, κοινή διαπίστωση, ότι σε δύσκολες εποχές παρηγοριά και προοπτική δίνει η Τέχνη.

Συμφωνώ, αν και πιστεύω ότι η Τέχνη που παράγεται αυτήν τη στιγμή απ' όλους μας είναι ακόμα σπασμωδική. Δεν καταφέρνει να εκφράσει αυτό που ζούμε, παρά μόνο αποσπασματικά. Γιατί; Γιατί αυτό που ζούμε τώρα δεν είναι π.χ. όπως όταν υπήρχε το Τείχος. Είχα γνωρίσει κάποτε το Χάινερ Μίλερ. Ζούσε στο Ανατολικό Βερολίνο, απ' όπου αρνούνταν να φύγει. Τον είχα ρωτήσει γιατί και μου απάντησε «διότι εδώ ζω την αρχαία τραγωδία και από αυτήν εμπνέομαι και γράφω. Αν φύγω και πάω στη Δύση, θα ζω το μπουλβάρ»! Και μου είχε φέρει κι ανάλογα παραδείγματα, π.χ. τον Κούντερα, που έφυγε από την Τσεχοσλοβακία, απομακρύνθηκε από το μετερίζι της αντίφασης και σιγά-σιγά έχασε την έμπνευση που του έδινε. Για όλους εμάς, όμως, σ' αυτήν τη φάση έχει περάσει η εποχή των μεγάλων αφηγήσεων και των μεγάλων μύθων. Ζούμε σ' ένα γκρίζο ημίφως και σε μια αμηχανία. Το παλιό ακόμα ψυχορραγεί, το καινούργιο δεν έχει ακόμα φανεί κι εμείς είμαστε σ' ένα... twilight zone. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις τη γλώσσα να τα εκφράσεις καίρια όλα αυτά.

Όλια Λαζαρίδου: Το χαζοχαρούμενο της εποχής είναι η φόδρα της απελπισίας μας Facebook Twitter
Μέχρι τώρα είχα καταφέρει, ό,τι έφτιαχνα, να βρίσκει τους αποδέκτες του, χωρίς να κάνω μεγάλο κόπο. Κι όμως, τον τελευταίο καιρό ανησύχησα για πρώτη φορά. © Νύσος Βασιλόπουλος


— Μία ακόμα, πρόσφατη υπενθύμιση του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων ήταν ο θάνατος του Κάστρο.

Τον έβλεπα προχθές σ' αυτό το αρχειακό ντοκουμέντο που είναι νέος και ωραίος και τον ρωτούν αν φοράει αλεξίσφαιρο γιλέκο. Κι εκείνος ανοίγει με μια απότομη κίνηση το πουκάμισο, φανερώνει το στήθος του και λέει «Όχι. Για μένα πανοπλία είναι το ήθος». Το είδα με μεγάλη τρυφερότητα και ταυτόχρονα σκέφτηκα «να, αν το έβλεπε ο Μπέκετ, θα γελούσε πάρα πολύ». Ήταν τόσο άλλη εκείνη η εποχή των μεγάλων αφηγήσεων. Κι εμείς ζούμε σε μια τόσο διαφορετική πραγματικότητα, που αισθάνθηκα σχεδόν σαν να έβλεπα τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στην «Καζαμπλάνκα».


— Είστε κατεξοχήν παιδί αυτής της πόλης το οποίο έψαχνε τους δικούς του μύθους, στέκια, περσόνες, το underground. Το κάνετε ακόμα;   

Δεν έχω πια την ίδια σύνδεση. Ίσως γιατί αυτό που έψαχνα έξω, τρέχοντας από μικρή από τα σκυλάδικα της Ιεράς Οδού μέχρι τα πιο παράξενα μέρη, αυτή η περιέργεια να βρω κάτι, μετατοπίστηκε εντός μου.


— Ζούμε, γενικώς, σε μια πολύ διαφορετική εποχή, πολύ φλύαρη και πολύ πολωτική.

Πολωτική, ακριβώς! Εγώ, γενικά, έχω έναν δικό μου τρόπο να κινούμαι, με όρους κάπως sui generis, πάντα μακριά από το μεγάλο ποτάμι. Μέχρι τώρα είχα καταφέρει, ό,τι έφτιαχνα, να βρίσκει τους αποδέκτες του, χωρίς να κάνω μεγάλο κόπο. Κι όμως, τον τελευταίο καιρό ανησύχησα για πρώτη φορά. Αισθάνθηκα ότι μέσα στην πληθώρα προτάσεων, στο οικονομικό άγχος, τις πληρωμένες διαφημίσεις, τον αλληλοσπαραγμό, εάν δεν κινητοποιηθούμε κάπως, κινδυνεύουμε να μη μας εντοπίσουν όσοι θα ήθελαν να έρθουν να μας δούνε. Στην Αθήνα, πια, πράγματα με ιδιαιτερότητα, μπαρ, μικρά μαγαζάκια με άποψη, θεατράκια, διαφοροποιημένα από την πολύ αναγνωρίσιμη ταυτότητα, εξαφανίζονται καθημερινά, σαν να μη τα σηκώνει η εποχή.


— Σ' αυτή την κενή φλυαρία το θέατρο είναι από τα λίγα πράγματα που μπορεί να υποβάλλει τη σιωπή και να πει «σκάσε λίγο και σκέψου».

Ε, ναι. Σιωπή πού υπάρχει πια; Στα θέατρα, στα σινεμά, στις εκκλησίες και στον ύπνο μας. Ειδικά στο θέατρο, εμένα μου αρέσουν οι παραστάσεις που είναι ονειροδρόμια απογείωσης προς κάτι άλλο.


— Όταν ξέσπασε η κρίση, κάποιοι αισιόδοξοι επέμεναν ότι θα γεννηθούν καινούργια, θετικά πράγματα. Γεννήθηκαν;

Εγώ δεν το νιώθω ακόμα. Φυσικά, υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά, όπως η αναπάντεχη και πολύ συγκινητική συμπαράσταση που έδειξαν κάποιοι στους πρόσφυγες. Σε γενικές γραμμές, όμως, έχω κάνει τη μελαγχολική διαπίστωση ότι, μόλις ζόρισαν λίγο τα πράγματα, δείξαμε το άσχημο πρόσωπό μας. Γίναμε όλοι λίγο πιο αγενείς, πιο αναίσθητοι, πιο σαρκοβόροι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, τη μάνα μου, που μιλούσαν για τον Πόλεμο κι έλεγαν ότι τότε οι άνθρωποι ερχόντουσαν πιο κοντά. Τέτοιο πράγμα τώρα δεν το έχω νιώσει. Ίσως να ευθύνεται αυτή η χλιαρότητα του γκρίζου για το οποίο έλεγα πριν. Το γκρίζο δεν γεννάει πράγματα... Ενώ το άσπρο και το μαύρο σε σπρώχνουν στα όρια. Και υπάρχει μια ιδιότητα στην ανθρώπινη ψυχή που όταν πιάσει πάτο, κάνει μια υπέρβαση. Δεν είμαστε ακόμα σ' αυτήν τη στιγμή. Είμαστε στην γκρίζα ομίχλη.

Όλια Λαζαρίδου: Το χαζοχαρούμενο της εποχής είναι η φόδρα της απελπισίας μας Facebook Twitter
Εύχομαι, από δω και πέρα, η Λυδία Κονιόρδου και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που είναι άνθρωποι της δικής μας «οικογένειας», να βρουν μια άκρη και να διατηρήσουν ό,τι πρέπει να διατηρηθεί.


— Σαν την ταινία του Κάρπεντερ: περιφερόμαστε στην γκρίζα ομίχλη, με τεντωμένα νεύρα. Και ξεσπούν παντού καβγάδες. Και στον χώρο του Πολιτισμού, όπου πιο πρόσφατα το είδαμε στο Ελληνικό Φεστιβάλ π.χ.

Μα, πληρώνουμε το αρχικό λάθος. Αλλά σε μια χώρα που έχει κυριολεκτικά και μεταφορικά τέτοια ένδεια, όταν κάτι, έστω με κάποιες αδυναμίες, λειτουργεί, δεν το πειράζεις, γιατί, πολύ απλά, δεν είναι καθόλου βέβαιο, όπως αποδείχτηκε, ότι θα μπορέσεις να το αντικαταστήσεις. Κι όμως, άσκεφτα, αναποδογύρισαν κι έδιωξαν τον Λούκο. Από κει και πέρα, πληρώθηκε η αρχική αμαρτία κι άρχισε η κακοδαιμονία. Κυρίως γι' αυτό υπερασπίστηκα τον Λούκο. Έκανα, δηλαδή, το ίδιο που θα έκανα αν έβλεπα να κόβουν ένα δέντρο που ψήλωσε με κόπο. Μπορεί να μην ήταν τέλειο, αν και προσωπικά, βέβαια, έχω στον Λούκο τεράστια ευγνωμοσύνη για ό,τι είδαμε όλα αυτά τα χρόνια, για ό,τι έκανε, για τη φωνή που έδωσε σε πολλούς, για την τόλμη να φτιάξει την Πειραιώς και να βάλει νέους ανθρώπους στην Επίδαυρο, γιατί έκανε επιλογές που μόνο ένας κοσμοπολίτης θα τολμούσε να κάνει. Και να τι έγινε μετά. Όλο αυτό με κάνει να είμαι πολύ καχύποπτη απέναντι σε όσους έχουν την ευθύνη. Φοβάμαι ότι κάνουν πράγματα άσκεφτα και άγαρμπα.


— Μιλάτε για το υπουργείο Πολιτισμού; Για την κυβέρνηση;

Μιλώ για όλους αυτούς που αποφασίζουν για τη μοίρα μας και για το ποιος θα τοποθετηθεί εδώ και ποιος θα φύγει από κει. Εκ των υστέρων φάνηκε π.χ. ότι δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο για τα Φεστιβάλ, πράγμα που με κάνει να ανησυχώ ότι και σε μεγαλύτερη κλίμακα δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, πουθενά.


— Ούτε για τον δικό σας χώρο;

Τουλάχιστον γι' αυτόν εύχομαι, από δω και πέρα, η Λυδία Κονιόρδου και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που είναι άνθρωποι της δικής μας «οικογένειας», να βρουν μια άκρη και να διατηρήσουν ό,τι πρέπει να διατηρηθεί.

Info

«Ω! οι ευτυχισμένες μέρες»

Σάμιουελ Μπέκετ

Παίζουν: Όλια Λαζαρίδου, Άγγελος Σκασίλας

Bios main (Πειραιώς 84, 210 3425335, www.bios.gr)

Διάρκεια παραστάσεων: Έως την Κυριακή 25 Δεκεμβρίου (θα συνεχιστούν και μετά τα Χριστούγεννα)

Παραστάσεις: Πέμπτη-Κυριακή, 21:00

Τιμή εισιτηρίου: 12 & 10 ευρώ (φοιτητικό)

Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης

Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου

Δραματουργία: Νίκος Φλέσσας - Σύλβια Λιούλιου

Σκηνικά - κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Στελλάτου

Ηχητική σύνθεση: Γιώργος Πούλιος

Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης

2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ανδρέας Κωνσταντίνου

Θέατρο / Ανδρέας Κωνσταντίνου: «Δεν μ' ενδιαφέρει τι υποστηρίζεις στο facebook, αλλά το πώς μιλάς σε έναν σερβιτόρο»

Ο ηθοποιός που έχει υποδυθεί τους πιο ετερόκλητους ήρωες και θα πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική μεταφορά της «Μεγάλης Χίμαιρας» αισθάνεται ότι επιλέγει την τηλεόραση για να ικανοποιήσει την επιθυμία του για κάτι πιο «χειροποίητο» στο θέατρο.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ

σχόλια

2 σχόλια