Η ιστορική μορφή του Καλιγούλα (12 μ.Χ.-41 μ.Χ.), του Ρωμαίου αυτοκράτορα που διατήρησε το αξίωμα για τρία χρόνια, δέκα μήνες και οκτώ ημέρες, αποτελεί έναν θρύλο της Ιστορίας. Παράφρων και τυραννικός, διέπραξε αναρίθμητα εγκλήματα τόσο εναντίον της αριστοκρατίας της Ρώμης όσο και εναντίον του λαού της, για να πέσει εν τέλει θύμα συνωμοσίας και να πεθάνει άδοξα σε νεαρή ηλικία. Ο Αλμπέρ Καμύ εμπνεύστηκε από αυτόν στις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες, νέος ακόμα στο Αλγέρι, το 1938, κι έγραψε ένα θεατρικό έργο στο οποίο ζωντανεύει μέρος του βίου του παρανοϊκού αυτοκράτορα – ο Καλιγούλας του, ωστόσο, είναι μια προσωπικότητα επί της ουσίας διαφορετική. Κάνοντας μια υπέρβαση, τον ανάγει σε έναν συντετριμμένο πρίγκιπα που αναζητάει το απόλυτο νόημα της ζωής και όσα φρικιαστικά κάνει είναι αποτέλεσμα μιας βαθύτερης γνώσης που ο περίγυρος δεν κατανοεί. Ο «Καλιγούλας» του Καμύ δεν είδε τη δημοσιότητα πριν από το 1945. Αφού είχε τελειώσει ο πόλεμος, ο Γάλλος συγγραφέας, έχοντας στο μυαλό του τον Χίτλερ, το επεξεργάστηκε εκ νέου, προσθέτοντάς μάλιστα μια ακόμα πράξη. Το ενέταξε, μαζί με τον «Ξένο» και το δοκίμιο «Ο μύθος του Σισύφου», κείμενα του 1942, στον «Κύκλο του Παραλόγου».
Ο «Καλιγούλας» ανέβηκε στο Παρίσι με πρωταγωνιστή τον Ζεράρ Φιλίπ και έκτοτε θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα της γαλλικής δραματουργίας. Ωστόσο, μέρος της κριτικής το αμφισβητεί, αδυνατώντας να εντοπίσει θεατρικές αρετές σε αυτό. Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για ένα πρωτόλειο που αντανακλά κάπως αδέξια τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του βραβευμένου με Νόμπελ τo 1957 Καμύ. Ο ίδιος το αρνείται κατηγορηματικά, λέγοντας: «Ο Καλιγούλας είναι η ιστορία μιας ανώτερης αυτοκτονίας. Είναι η ιστορία των πιο ανθρώπινων και τραγικών λαθών. Άπιστος απέναντι στους ανθρώπους, πιστός στον εαυτό του, ο Καλιγούλας συναινεί στο να πεθάνει, έχοντας αντιληφθεί ότι κανένας δεν μπορεί να σώσει μόνος τον εαυτό του, εξασφαλίζοντας την ελευθερία σε αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους». Το έργο, πάντως, έχει παρουσιαστεί σε αρκετές περιπτώσεις ως μέσο αντίστασης σε τυραννικά καθεστώτα, όπως αυτό του Ντιβαλιέ στην Αϊτή (η παράσταση ανέβηκε το 1964) και του Σάχη στο Ιράν (η παράσταση ανέβηκε στο Φεστιβάλ Σιράζ στην Περσέπολη, το 1974).
Τα θέλω του Καλιγούλα συγκροτούν μια συγκεκριμένη θέση του, ότι θέλει να ζω μέσα στην αλήθεια. "Οι άνθρωποι δεν ζουν ευτυχισμένοι, η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Θέλω το φεγγάρι να έρθει στη γη. Θέλω το αδύνατο". Δεν είναι φιλοσοφική αυτή η αποστολή αλλά διανοητική. Διαβάζοντας τον "Μύθο του Σίσυφου", καταλαβαίνει κανείς ότι είναι φοβερή η διάνοια αυτού του ανθρώπου, που έχει εφαρμόσει τη φιλοσοφία του σε έναν θεατρικό χαρακτήρα. Ό,τι λέει στον "Μύθο του Σίσυφου" το μεταφέρει στον Καλιγούλα.
Έφτασα στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά όπου η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν σκηνοθετεί το εμβληματικό αυτό έργο, με τον Γιάννη Στάνκογλου στον ομώνυμο ρόλο. Το σκηνικό ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση, αν και ο θίασος βρίσκεται στην τελική ευθεία για την πρεμιέρα. Η σκηνή είναι γεμάτη πράσινες φυλλωσιές, στοιχείο που μου εξήγησε η σκηνοθέτις με την ολοκλήρωση του πρώτου μέρους.
Όσα εξωφρενικά γνωρίζουμε για τον Καλιγούλα, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια, τον εξευτελισμό των πατρικίων, τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος, τις αϋπνίες του, τις πιθανές κρίσεις επιληψίας, τις πάμπολλες συζύγους, τα όργια και τις σεξουαλικές συνευρέσεις με δεκάδες γυναίκες αλλά και άντρες προέρχονται από τους «Βίους των Καισάρων» του Σουητώνιου. Σ’ αυτή την πηγή βασίστηκε και ο Καμύ.
Το έργο ξεκινάει με τον θάνατο της αδελφής και ερωμένης του Δρουσίλλας, πραγματικό γεγονός που τον έφερε σε απόγνωση – μάλιστα, εξαιτίας του εξαφανίστηκε για ένα τριήμερο από το παλάτι. Ζητάω από την κ. Δανέζη να μου μιλήσει για το έργο στο οποίο ο συγγραφέας κάνει την ιδιοφυή ανατροπή να μετατρέψει έναν παρανοϊκό άνθρωπο σε φορέα της προσωπικής του κοσμοθεωρίας. Μου εξηγεί: «Στο έργο του Καμύ υπάρχει μια βασική απόκλιση σε σχέση με την Ιστορία: δεν βασίζεται καθόλου στο γεγονός ότι ο Καλιγούλας ήταν παράφρων. Ως ιστορικό πρόσωπο ήταν σχεδόν σχιζοφρενής. Ο Καμύ μετατοπίζει την ιστορία στο κυριότερο θέμα για το οποίο θέλει να μιλήσει, δηλαδή ότι ο Καλιγούλας, μετά τον θάνατο της Δρουσίλλας, εξαφανίζεται για τρεις μέρες και όταν γυρίζει, έχει συνειδητοποιήσει κάτι καινούργιο, το νόημα της ζωής και του θανάτου. Καταλαβαίνει μια αλήθεια, ότι η ζωή δεν έχει νόημα. Ότι ζούμε, όντες δυστυχείς, και μετά πεθαίνουμε. Έτσι, αντί να έχουμε έναν τρελό στον κεντρικό ρόλο, ο Καμύ εμπνέεται έναν Καλιγούλα που συνειδητοποιεί κάτι για την ύπαρξη, τη ζωή και τον θάνατο γενικότερα. Επιστρέφει με αυτήν τη γνώση, την οποία προσπαθεί να μεταδώσει στους άλλους με πάθος, με όλο του το είναι. Ο Καμύ αρνούνταν ότι είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο, είναι όμως βασισμένο επάνω σε μια εικασία: τι θα γινόταν αν κάποιος έλεγε ξαφνικά “εγώ έχω ανάγκη το αδύνατο γιατί ο κόσμος δεν μου είναι αρκετός για να μπορέσω να ζήσω” κι αν αυτός που έπαιρνε τη συγκεκριμένη απόφαση ήταν ένας αυτοκράτορας που είχε όλη την εξουσία στα χέρια του; Τι θα συνέβαινε τότε; Έτσι, έρχεται να διδάξει στους ανθρώπους ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Το έργο μας λέει πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι αυτό. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι τρελός ο Καλιγούλας αλλά ένας παθιασμένος πρίγκιπας ο οποίος έρχεται αποφασισμένος να δώσει στους άλλους να καταλάβουν αυτό που έχει καταλάβει ο ίδιος. Τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά, γιατί στην πορεία κάνει ένα τεράστιο λάθος, απαρνείται το ανθρώπινο κομμάτι του, λέει ότι δεν μπορεί να έχει συναίσθημα. Το λέει και στην ερωμένη του Σεζόνια, διώχνοντας από κοντά του οτιδήποτε μπορεί να είναι ανθρώπινο. Ξέρει ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει μέχρι τέλους αυτή την ιδέα, έχοντας γύρω του στοιχεία που τον ευαισθητοποιούν και τον κάνουν να παραμένει ανθρώπινος. Κι αυτό είναι το λάθος του, εκεί είναι που σφάλλει: αρνείται την ανθρώπινή του υπόσταση».
«Ο Καλιγούλας μιλάει σαν ένας ποιητής, ενώ στον κυνισμό του καθρεφτίζεται ο 20ός αι.» σχολιάζω στην κ. Δανέζη. Μου απαντάει: «Ο Καμύ, στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης του 1945, χαρακτηρίζει το έργο μια τραγωδία της νόησης. Ο Καλιγούλας παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει τη λογική μέχρι τέλους. Γι’ αυτό παίρνει στην κυριολεξία ό,τι του λένε και οδηγείται στα άκρα. “Είναι σημαντικό το δημόσιο ταμείο; Αν ναι, τότε η ανθρώπινη ζωή δεν είναι. Από δω και πέρα, όλοι θα γράφουν τις περιουσίες τους σ’ εμένα και όποιος δεν το κάνει θα εκτελείται”. Ξεκινάει μια θητεία και μια πορεία αυτού του τύπου, κρατώντας μια στάση με την οποία προσπαθεί να ευτελίσει την ανθρώπινη λογική. Παίρνει την απόφαση ότι δεν θέλει να ζει μέσα στο ψέμα αλλά στηριζόμενος στην αλήθεια».
«Τι σας έκανε να επιλέξετε αυτό το έργο σήμερα;» «Με συγκινεί η περίπτωση ενός ανθρώπου, του Καλιγούλα εν προκειμένω, ο οποίος βγαίνει από το σύνολο και ενώ μπορεί να σκοτώνει, έχει πρόσβαση στη γνώση, σε κάτι έχει φωτιστεί μέσα του. Προσπαθώντας να το μεταφέρει αυτό, αντιμετωπίζει μόνο το ψέμα και μια συνεχόμενη αντίσταση, γιατί η κοινωνία ποτέ δεν θέλει να ξεφεύγει από αυτό που έχει αποφασίσει ότι είναι. Κι αυτό είναι που της δίνει τη δυνατότητα να συνεχίζει να επιβιώνει, ζώντας εν μέρει μέσα στο ψέμα. Είναι πολύ συγκινητικό επίσης το ότι όσο κακός και να είναι ο Καλιγούλας, δεν είναι η μοχθηρία που τον κινεί αλλά το πάθος του κι έτσι απλώς αψηφά την ανθρώπινη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που τον καταστρέφει είναι το ψέμα».
«Και γνωρίζει καλά ότι υποκινεί την αντίδραση, όπως άλλωστε έκανε και ο Καμύ στην πολυτάραχη ζωή του» συμπληρώνω. Η κ. Δανέζη απαντά: «Σίγουρα. Είναι μέρος της κοσμοθεωρίας του ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Ζούμε και πεθαίνουμε και απλώς είμαστε τοποθετημένοι μέσα στον χρόνο. Αυτό το ξέρει, αλλά θεωρεί και τον δικό του θάνατο αναγκαίο κακό. Προχωράει και καταλαβαίνει ότι έχει αποτύχει και ότι δεν θα καταφέρει ποτέ να μεταδώσει στους άλλους αυτό που θέλει. Μέχρι που αρχίζει να επιθυμεί τον θάνατό του. Η ήττα δεν είναι ότι τον σκοτώνουν αλλά ότι στο τέλος νικάει το ψέμα, όπως και το κατεστημένο, που θέλει να κρατάει πάντα τα πράγματα στο επίπεδο της μετριότητας».
Άρα, ο Καμύ συναντάει απολύτως τον Καλιγούλα! «Τα θέλω του Καλιγούλα συγκροτούν μια συγκεκριμένη θέση του, ότι θέλει να ζω μέσα στην αλήθεια. “Οι άνθρωποι δεν ζουν ευτυχισμένοι, η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Θέλω το φεγγάρι να έρθει στη γη. Θέλω το αδύνατο”. Δεν είναι φιλοσοφική αυτή η αποστολή αλλά διανοητική. Διαβάζοντας τον “Μύθο του Σίσυφου”, καταλαβαίνει κανείς ότι είναι φοβερή η διάνοια αυτού του ανθρώπου, που έχει εφαρμόσει τη φιλοσοφία του σε έναν θεατρικό χαρακτήρα. Ό,τι λέει στον “Μύθο του Σίσυφου” το μεταφέρει στον Καλιγούλα. Έκανε και επεμβάσεις στο έργο μετά τον πόλεμο λόγω Χίτλερ, προσπαθώντας να σχολιάσει το γεγονός ότι δεν έδινε καμιά σημασία στην ανθρώπινη ζωή».
Γιατί όμως αυτό το έργο σήμερα; «Γιατί η μετριότητα που ορίζει την κοινωνία είναι κάτι διαχρονικά επίκαιρο. Η κοινωνία, για να επιβιώσει, χρειάζεται να ζει σε μια μετριότητα, χρειάζεται το ψέμα. Αυτός που προσπαθεί να ξεφύγει, να σηκώσει κεφάλι, συναντά την αντίστασή της. Θεωρούνται επικίνδυνοι αυτοί οι άνθρωποι, η στάση τους αποτελεί απειλή. Ήθελα να το κάνω εδώ και πολλά χρόνια γιατί αφορά πολλά θέματα, από την αγάπη και τη μοναχικότητα, μέχρι την εξουσία».
Η κ. Δανέζη κρατά όλους τους ηθοποιούς επί σκηνής, με σκοπό να δημιουργήσει μια έντονη αίσθηση, μια ενέργεια ανάμεσα στους χαρακτήρες και στους ηθοποιούς που είναι πολύτιμη. Το σκηνικό αποτελείται από διαδρόμους-γέφυρες, κάτω από τους οποίους ξεπετάγεται μια άγρια φύση που δίνει μια ορισμένη κατεύθυνση, σαν να θέλει να δείξει ότι η εκείνη ορίζει τον θάνατο και όχι ο άνθρωπος. Την ίδια στιγμή, υπερβαίνοντας τη φύση, ο άνθρωπος έχει κατασκευάσει όλα όσα του προσφέρουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας.
Στο orchestra pit βρίσκεται ο γνωστός μουσικός Blaine Reininger των Tuxedomoon που έχει συμμετάσχει σε πάρα πολλές θεατρικές παραστάσεις. Τον πλησιάζω. Πάντα ευγενικός, μου λέει: «Εμένα δεν μου αρέσει ο Καμύ. Δεν είμαι υπαρξιστής, είμαι βουδιστής, οπότε η γνώμη μου για το έργο δεν έχει καμία σημασία. Η Αλίκη με κάλεσε να “ντύσω” μουσικά την παράσταση. Φυσικά και βλέπω τις δραματικές καταστάσεις με συναισθηματική φόρτιση και η μουσική μου το αντανακλά αυτό. Αλλά δεν μου αρέσει καθόλου να περιγράφω μουσικά όλα όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Αν το κοινό συνδέσει την αισθητική της δική μου μουσικής με όλα όσα λέγονται, έχει καλώς. Με αφορά ό,τι υπάρχει πέρα από τα λόγια του έργου. Κατά τα άλλα, δεν με αφορούν καθόλου οι ιδέες του». Οπότε, υπάρχει μια ελευθερία ως προς την εκτέλεση και τη σύλληψη της μουσικής. Θα υπάρχει αυτοσχεδιασμός που θα δημιουργεί διαφορετική μουσική για κάθε παράσταση; «Ναι, θα υπάρχει πολύς αυτοσχεδιασμός. Η μουσική, υπηρετώντας ένα πλαίσιο σταθερό, θα είναι εν μέρει διαφορετική κάθε βράδυ».
Ο Γιάννη Στάνκογλου μου εκμυστηρεύεται ότι ο Καλιγούλας είναι από τους πιο πολύπλοκους ρόλους που έχει αναλάβει. Εδώ και μερικούς μήνες ζει και αναπνέει προσπαθώντας να τον αποκωδικοποιήσει. Ποιος είναι ο Καλιγούλας του Καμύ; Μου εξηγεί: «Προσπαθώ να βρω την αλήθεια του κειμένου και του χαρακτήρα και αυτό απαιτεί φοβερό ψάξιμο. Μερικές φορές άλλα λέει, άλλα κάνει, άλλα εννοεί, ενώ τελικά θέλει να δείξει κάτι διαφορετικό. Στα λόγια του μετουσιώνεται η φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ, όλα όσα έχει ο ίδιος προσπαθήσει να αποδείξει εντάσσοντάς τα στην έννοια του “παραλόγου”: πόσο παράλογη είναι η ζωή και πόσο ίσοι είμαστε απέναντι στον θάνατο. Οπότε, προσπαθώ να τον δω όπως αληθινά είναι και όχι ως αυτό που φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση. Εγώ βλέπω έναν πληγωμένο άνθρωπο, ο οποίος, μετά τον χαμό της αδελφής του, που αγαπούσε πάρα πολύ, περνάει ένα διάστημα τριών ημερών κατά το οποίο διαμορφώνει μια νέα στάση ζωής. Λέει ότι ούτε ο πόνος δεν διαρκεί. Χάνουμε έναν άνθρωπο και μετά από ένα, δύο, τρία χρόνια είναι ανάμνηση, ξεχνιέται. Είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, έτσι τον αντιμετωπίζω κι εγώ και από κει πιάνω το νήμα της αφήγησής. Παράλληλα, βλέπω πόσο αλλάζει σε σχέση με αυτό που έχει απέναντί του».
«Οπότε, δεν πρόκειται για έναν ακόμα χαρακτήρα αλλά για μια ιδέα που προσπαθείς να διερευνήσεις». «Νομίζω πως ναι. Πρόκειται για μια ιδέα που προσπαθώ να μεταφέρω στους άλλους, που δεν είναι τόσο “στέρεη” όσο άλλα πράγματα που έχω κάνει. Είναι ιδέα, αλλά και αυτό που λέμε “μεταφυσικό”. Είναι κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει – όχι να σκοτώσω βέβαια. Αυτός σκοτώνει γιατί δεν μπορεί να κάνει τους άλλους να δεχτούν τις ιδέες του. Προσπαθώ να προσεγγίσω τον χαρακτήρα με ειλικρίνεια και να μεταφέρω στη σκηνή ακόμα και ό,τι βρίσκεται πέρα από τις διανοητικές του ικανότητες. Το βρίσκω πολύ αληθινό και ειλικρινές αυτό. Επίσης, επιδιώκω να αγαπηθεί αυτός ο χαρακτήρας, που τελικά φτάνει στα όρια της τρέλας. Δεν είναι τρελός, αλλά οι πράξεις του είναι ενός τρελού».
Δείτε εδώ την ταυτότητα της παράστασης
σχόλια