«Εμπρός, παιδιά! Στα κρεβάτια σας, στα κρεβάτια σας! Σαν να μου φαίνεται πως ακούω κιόλας τον Ζάντμαν», φώναζε η μητέρα τα βράδια, λίγο πριν από τις εννιά. Τρόμος και φρίκη πλημμύριζαν τον μικρό Ναθάνιελ, όποτε αφουγκραζόταν τα βαριά βήματα του αλλόκοτου επισκέπτη στη σκάλα. Τι δουλειά είχε αυτός ο θρασύς δαίμονας να εισβάλει νυχτιάτικα στο γραφείο του πατέρα, ανοίγοντας βίαια την πόρτα; Τι έκαναν οι δύο άνδρες κλεισμένοι στο δωμάτιο του ισογείου, ενώ το σπίτι κοιμόταν;
Ο Ναθάνιελ ποτέ δεν πίστεψε τα λόγια της νταντάς, ότι δηλαδή ο Ζάντμαν γλιστράει στα κρεβάτια ανυπάκουων παιδιών και τους ρίχνει άμμο στα μάτια ώσπου να ματώσουν και να πεταχτούν από τις κόγχες. Όταν ο μικρός κρύβεται ένα βράδυ στο γραφείο του πατέρα του, ανακαλύπτει σοκαρισμένος ότι ο Ζάντμαν «δεν είναι άλλος από τον γερο-δικηγόρο Κοππέλιους που γευματίζει ενίοτε μαζί μας!». Αυτός ο «κακάσχημος διάβολος» αποδείχτηκε τελικά ένας γνώριμος της οικογένειας, ένα πρόσωπο οικείο, και όχι ένα τέρας των παραμυθιών. Ο οποίος, συλλαμβάνοντας τον μικρό ωτακουστή, προσπαθεί να του ρίξει πυρωμένη χόβολη στα μάτια για να του τα κλέψει. Η «προφητεία» της νταντάς επαληθεύεται: «Να τα μάτια που γυρεύαμε! Μάτια! Δύο όμορφα παιδικά μάτια!», ψιθυρίζει ηδονικά ο Κοππέλιους, που φαίνεται πως επιδιδόταν σε πειράματα αλχημείας μαζί με τον πατέρα του αθώου αγοριού.
Οι άριες της Μητέρας, τα ουρλιαχτά του Ζάντμαν, τα χτυπήματα του κουταλιού, τα κοπανήματα του χάρακα, οι οδυρμοί και οι επαναλήψεις λέξεων συνθέτουν απλώς μια κακόηχη σύγχυση που οδηγεί σε αδιέξοδο και ψυχικό «κλείδωμα».
Σε τι βαθμό μπορούμε να εμπιστευτούμε τον Ναθάνιελ; Πώς μπορούμε να ξέρουμε αν τα γεγονότα που περιγράφει στην επιστολή του, με την οποία ανοίγει η νουβέλα, συνέβησαν πράγματι; Kαι πώς να αξιολογήσουμε την πληροφορία ότι ο δικηγόρος Κοππέλιους εμφανίστηκε και πάλι στη ζωή του ενήλικου πλέον ήρωα, αυτήν τη φορά ως γυρολόγος ονόματι Τζουζέπε Κόππολα; Να υποθέσουμε ότι ο Ναθάνιελ δεν ξεπέρασε ποτέ την τραυματική εκείνη εμπειρία που τον έριξε για καιρό σε κώμα και πως η επώδυνη ανάμνηση ζωντάνεψε με την πρώτη πειστική ευκαιρία; Ήταν υπαρκτό πρόσωπο ο Κοππέλιους και είναι υπαρκτός ο Τζουζέπε Κόππολα ή μήπως έχουμε να κάνουμε με την τρικυμία ενός διαταραγμένου μυαλού;
Η Κλάρα, η αγαπημένη του Ναθάνιελ, νουθετεί τον μελλοντικό σύζυγό της ώστε να μην παραδίδεται οικειοθελώς στην εξουσία σκοτεινών δυνάμεων. Απορρίπτει το οργιώδες βλέμμα του μνηστήρα της ως αρρωστημένο και επιθυμεί να τον «συνεφέρει», να τον μετατρέψει σε πρόσχαρο συμβίο που θα τη συντροφεύσει σε μια τακτοποιημένη μικροαστική ζωή. Για τον Ναθάνιελ μια τέτοια «προσαρμογή» θα σήμαινε απώλεια της όρασής του − την καταστροφή της καλλιτεχνικής φύσης του και κατά συνέπεια τον θάνατο: εξού και η υπέρμετρη αγωνία για το ξερίζωμα των ματιών του από τον Ζάντμαν, μια φοβία που κατά τον Φρόιντ ταυτίζεται με το «άγχος του παιδικού συμπλέγματος ευνουχισμού» («Το Ανοίκειο», εκδ. Πλέθρον).
«Φτάνοντας στη μέση της ιστορίας, ο αναγνώστης αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ερμηνείας. Τι να πιστέψει; Ποιανού εκδοχή να εμπιστευθεί; Με ποιον ήρωα να ταυτιστεί; Τι να περιμένει από τον κόσμο της ιστορίας;», γράφει εύστοχα ο John M. Ellis στο δοκίμιό του «Clara, Nathanael and the Narrator: Interpreting Hoffmann's "Der Sandmann"». Η εμφάνιση του αφηγητή μοιάζει να προσφέρει σχετική ανακούφιση στον αναγνώστη, ο οποίος ευελπιστεί ότι επιτέλους θα μάθει την αλήθεια από έναν εξωτερικό παρατηρητή, που θα τραβήξει μια σταθερή γραμμή ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην πραγματικότητα. Νέα ερωτήματα αναδύονται, όμως, τώρα: ποια η σχέση του αφηγητή με τον Ναθάνιελ; Μήπως ο δεύτερος είναι το alter ego του πρώτου; Πού ταυτίζονται και πού διαφοροποιούνται οι δυο τους;
Ο Ναθάνιελ «επιμένει να αντιμετωπίζει το φανταστικό με κυριολεκτική διάθεση και αφήνει τα φαντάσματα του μυαλού του να λάβουν απτή μορφή» και να τον συντρίψουν, σημειώνει η Μaria M. Tatar στο έξοχο δοκίμιό της «E.T.A. Hoffmann's "Der Sandmann": Reflection and Romantic Irony». Στον αντίποδα, ο αφηγητής αποφεύγει αυτήν τη θανάσιμη παγίδα. Ενσαρκώνοντας τον ιδεώδη ρομαντικό καλλιτέχνη, ξέρει να κρατάει αποστάσεις από την «εικόνα της φαντασίας» του, διατηρεί τον έλεγχο και επιμένει να τονίζει ότι η δημιουργική διαδικασία γεννά κόσμους αέρινους και όχι πραγματικούς, διάκριση που αδυνατεί να κάνει ο Ναθάνιελ, πληρώνοντας βαρύτατο τίμημα.
Διακόσια χρόνια μετά τη συγγραφή της περίφημης νουβέλας, το σπειροειδές σύμπαν του Χόφμαν, κορυφαίου εκπροσώπου του ρομαντικού κινήματος, μας σαγηνεύει ακόμη. Ο Θέμελης Γλυνάτσης επιχείρησε να τη μεταφέρει επί σκηνής και να δώσει σάρκα και οστά στους ήρωες του «Ζάντμαν».
Μοιρασμένοι πάνω και μέσα στο υπερυψωμένο Π της σκηνής, οι ηθοποιοί αναλαμβάνουν τους αναγνωρίσιμους ρόλους τους: έχουμε την κούκλα Ολύμπια (Κατερίνα Μαούτσου) καθισμένη με «σπάσιμο» στη μέση, παγωμένη στον χρόνο, να χτυπάει σταθερά το ασημένιο κουταλάκι της στα τοιχώματα ενός πορσελάνινου φλιτζανιού. Η Κλάρα (Σοφιάννα Θεοφάνους) κάθεται σε ένα ξύλινο αλογάκι και η Μητέρα (Μάιρα Μηλολιδάκη) σε μια καρέκλα. Ο Πατέρας (Γιάννης Φίλιας) φοράει στο κεφάλι μια χάρτινη σακούλα με τρύπα στο κέντρο και κραδαίνει έναν ξύλινο χάρακα, με τον οποίο ενίοτε χτυπάει τις γύρω επιφάνειες. Ο Ζάντμαν εμφανίζεται με φράκο και ημίψηλο καπέλο, ενώ το μακιγιαρισμένο πρόσωπό του σημαδεύει ένα χαμόγελο «σατανικό» σε στυλ Τζόκερ. Τέλος, έχουμε τον Ναθάνιελ 1 και τον Ναθάνιελ 2 (έτσι αναγράφονται στο πρόγραμμα), ο ένας εκ των οποίων έχει τα μάτια του μονίμως καλυμμένα με λωρίδες λευκής γάζας, ενώ ο άλλος βλέπει ανεμπόδιστα.
Βυθισμένες στο σκοτάδι, οι ανοιχτόχρωμες αυτές φιγούρες με τα λευκά πρόσωπα και τις υπολογισμένες κινήσεις θέλουν να κλέψουν κάτι από την αίγλη των φαντασμάτων και τη χλωμάδα των απωθημένων αναμνήσεων, καθηλωμένων στο υποσυνείδητο. Δεν μπορεί, όμως, όπως αποδεικνύεται, κάτι τόσο προφανές να ερεθίσει τη φαντασία μας. Το τρομακτικό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ως τέτοιο, όταν φανερώνει εξαρχής όλα τα χαρτιά του. Χρειάζεται να αναδυθεί μέσα από αντιθέσεις, μέσα από το ξάφνιασμα, την αποκάλυψη ότι η γραμμή που χωρίζει το ανοίκειο από το οικείο και το εξωπραγματικό από το πραγματικό είναι απίστευτα λεπτή και εύθραυστη. Εδώ τίποτε δεν υπονοείται, αλλά όλα προκύπτουν τελειωμένα, αποκρυσταλλωμένα, έτοιμα: δεν μας αφήνουν περιθώριο να τα ανακαλύψουμε, να μπούμε στη διαδικασία γόνιμων συνειρμών. Ο Ζάντμαν έχει ήδη ένα πολύ συγκεκριμένο και «πεζό» πρόσωπο. Ο ρόλος του «σωσία» μένει ανεξιχνίαστος. Η αμφισημία, η αβεβαιότητα που κατοικεί στην καρδιά του κειμένου, η διττή φύση των πραγμάτων δεν εξερευνώνται ποτέ σκηνικά ή υποκριτικά. Όλα στέκονται μονοσήμαντα και μας αρνούνται την εξέλιξη, το βύθισμα στον εφιάλτη. Θυμίζουν περισσότερο ένα όμορφο tableau vivant που θα λειτουργούσε κάλλιστα ως εικαστική εγκατάσταση αλλά όχι ως δραματική πράξη που επιζητά τη σύγκρουση των εντυπώσεων, των συναισθημάτων, των καταστάσεων.
Οι άριες της Μητέρας, τα ουρλιαχτά του Ζάντμαν, τα χτυπήματα του κουταλιού, τα κοπανήματα του χάρακα, οι οδυρμοί και οι επαναλήψεις λέξεων φιλοδοξούν να «διεγείρουν το συναίσθημα σε ένα πολύ βαθύ, σωματικό, σχεδόν πρωτόγονο» επίπεδο, σύμφωνα με το σημείωμα του σκηνοθέτη, στην ουσία όμως συνθέτουν απλώς μια κακόηχη σύγχυση που οδηγεί σε αδιέξοδο και ψυχικό «κλείδωμα». Το οποίο εντείνεται απείρως από το γεγονός ότι οι Ναθάνιελ 1 και 2 μιλούν στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης ταυτόχρονα, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την κατανόηση του κειμένου εκ μέρους μας.
Θα ήθελα να κλείσω εστιάζοντας στα υποδειγματικά κοστούμια: με αφετηρία τα ενδυματολογικά πρότυπα των αρχών του 19ου αιώνα, η ενδυματολόγος Αλεξία Θεοδωράκη δημιούργησε μια συναρπαστική αφαιρετική εκδοχή με σύγχρονες λεπτομέρειες και λεπτές παρεμβάσεις που χαρίζουν συναρπαστική μονοχρωμία, κρουστή υφή και έντονη θεατρικότητα τουλάχιστον στην όψη της παράστασης.
Info:
SKROW THEATER
Αρχελάου 5, Παγκράτι, 210 7235842
Δευτέρα και Τρίτη: 21:00
Εισιτήριο: 8-12 ευρώ