Στον Πειραιά, θα φτάσει κανείς είτε διά θαλάσσης (-επί των μεγάλων σιδερένιων πλοίων) είτε από τις πόλεις της ηπειρωτικής χώρας (-με τα επιμήκη τραίνα και τα συναφή μέσα μεταφοράς).
Εκεί όπου η πόλη και η θάλασσα θα συναντηθούν διακρίνεται το περίγραμμα του λιμανιού. Πάνω σε αυτήν την κυρτή γραμμή θα υψωθεί ένα κτιριακό μέτωπο, σαν άλλο ένα ανάχωμα από κυματοθραύστες. Γύρω από τα λιμάνια -αυτούς τους "μεταβατικούς" τόπους συνάντησης- θα συγκεντρωθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή πυκνότητα όλες οι απαραίτητες υπηρεσίες. Ψηλά κτίρια γραφείων, μεγάλα εργοστάσια, αποθήκες εμπορευμάτων, εκτάσεις που χρήζουν της εγγύτητας με το λιμάνι για τις φορτω-εκφορτώσεις των αγαθών, αλλά και εγκαταστάσεις που θα συντηρήσουν τόσο τα πλοία όσο και την πόλη-μηχανή, ώστε να λειτουργεί σχεδόν χωρίς παύση.
Πρόκειται για μια διαφορετική πόλη ή καλύτερα για μια διαφορετική κλίμακα πόλης. Ωστόσο, το ανθρώπινο μέτρο, εκείνο το οποίο, άλλωστε, κινεί τα επιμέρους κομμάτια αυτής της μηχανής δεν μπορεί να λείπει από το πολεοδομικό ζατρίκιο.
Σήμερα, αυτή η γειτονιά μοιάζει περισσότερο με σκηνικό που θυμίζει παλιές ελληνικές ταινίες, όμως αν σταθεί κανείς για αρκετή ώρα σε αυτά τα σοκάκια ίσως μπορέσει να ακούσει τις συνομιλίες των εμπόρων με τους τεχνίτες και τους περαστικούς, όπως παλιά.
Αρκεί να κάνει κανείς ένα και μόνο βήμα πίσω από το λιμάνι, λίγο πριν τη στροφή, για να βρεθεί στη γειτονιά του Αγίου Διονυσίου. Πρόκειται για λίγους δρόμους και ένα οικοδομικό τετράγωνο στο εσωτερικό του οποίου αναπτύσσεται μια μικρή αγορά. Εκεί κατέληγε και ξεκινούσε το τραμ για το Πέραμα και τη Σαλαμίνα, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα βρίσκεται ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός του Πειραιά -ο σταθμός της ξενιτιάς προς τη Βόρεια Ευρώπη- με το πέτρινο κτίσμα που στέκει ακόμα από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Με μια πρώτη ανάγνωση, η κλίμακα αυτής της γειτονιάς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη πελώρια κλίμακα των πλοίων και των εργοστασίων. Προφανώς. Ωστόσο, με μια δεύτερη ανάγνωση, μπορεί να δει κανείς πως η κλίμακα αυτής της γειτονιάς μοιάζει με εκείνες τις μικρές διάσπαρτες πέτρες στις σωστά καμωμένες ξερολιθιές των νησιών. Είναι τα "κλειδιά" που συγκρατούν το πλέγμα της πόλης όπως οι αιμασιές συγκρατούν τα εδάφη από τη διάβρωση.
Σε αυτή την κλίμακα, οι ιδιοκτησίες δεν μπορεί να είναι παρά οι ελάχιστες δυνατές αναφορικά στα τετραγωνικά μέτρα. Τα ισόγεια λειτουργούν ως χώροι καταστημάτων και εργαστηρίων, ενώ όπως συνήθως συμβαίνει, στους ορόφους αναπτύσσονται οι κατοικίες και οι χώροι γραφείων των μικρών αυτών επιχειρήσεων. Μικρά εμπορικά καταστήματα πλάι σε μηχανουργεία και απαραίτητα ναυτιλιακά ανταλλακτικά και είδη αλιείας. Ό,τι είναι απαραίτητο.
Εδώ, η αρχιτεκτονική είναι λαϊκή. Η δομή και η κατασκευή είναι αντίστοιχη της χρήσης και της λειτουργίας αυτών των μικρών κτισμάτων. Το ένα ακουμπά στο άλλο δίχως κενά ή περιφράξεις, αλλά την ίδια στιγμή διαφοροποιείται με όποιο τρόπο μπορεί να εφεύρει. Έτσι, ακόμα και δύο ίδια κτίσματα (-συχνά θα τα πει κανείς δίδυμα) με ίδιους όγκους, ίδια ανοίγματα ακόμα και ίδιο τρόπο κατασκευής, θα προσπαθήσουν να διαφοροποιηθούν σε -αυτό που λέμε- στυλ (style). Το ένα θα φορέσει το νεοκλασσικισμό με περίτεχνες κιγκαλερίες και διακοσμητικές λεπτομέρειες, ενώ το άλλο θα μιμηθεί τον (τότε avant garde) μοντερνισμό με τα σύνθετα αρτιφισιέλ και τα λιτά, γεωμετρικά σχέδια των μεταλλικών στοιχείων.
Την ίδια στιγμή, λίγο πιο κάτω και πάνω από τα (σημερινά) κλειστά ρολά θα διατρέξει τη γωνιακή όψη ενός εργαστηρίου ένας φεγγίτης από φινιστρίνια πλοίων. Λίγο πιο πέρα οι ταμπλαδωτές πόρτες θα προσπαθήσουν να σηματοδοτήσουν την διαφορετικότητα των ιδιοκτησιών με έντονο χρώμα μπροστά από μωσαϊκά δάπεδα με τα αρχικά του ιδιοκτήτη.
Σήμερα, αυτή η γειτονιά μοιάζει περισσότερο με σκηνικό που θυμίζει παλιές ελληνικές ταινίες, όμως αν σταθεί κανείς για αρκετή ώρα σε αυτά τα σοκάκια ίσως μπορέσει να ακούσει τις συνομιλίες των εμπόρων με τους τεχνίτες και τους περαστικούς, όπως παλιά.
Ακόμη και οι μικροί εξώστες, θαρρείς πως συνομιλούν μεταξύ τους. Είναι τόσο κοντά ώστε οι γείτονες να μπορούν να πιάσουν κουβέντα και τόσο μακριά, ώστε μέσα σε αυτά τα στενά σοκάκια να περνά το φως και ο αέρας χωρίς δυσκολία.
Σε αυτήν τη μικρή κλίμακα, το όριο δημόσιου και ιδιωτικού χώρου δεν είναι ευδιάκριτο και σαφές όπως αλλού. Φτάνουν μία-δύο καρέκλες και ένα τραπέζι στο κατώφλι κάθε κτιρίου, ώστε να δημιουργείται ένα ιδιότυπο υπαίθριο καθιστικό. Με αυτόν τον τρόπο, εκτείνεται το ελάχιστο μέσα προς τα έξω και ταυτόχρονα προσκαλείται το έξω προς το εσωτερικό. Η καθημερινή ζωή βρίσκεται εκεί, σε αυτόν τον "ενδιάμεσο" χώρο.
Σε μια από τις τελευταίες επισκέψεις στον Άγιο Διονύσιο, μετανάστες που φιλοξενούνται στο λιμάνι, μαζί με τους ελάχιστους εναπομείναντες μόνιμους κατοίκους και χρήστες της περιοχής, σα να ξαναζωντάνεψαν αυτή τη μικρή εσωτερική αγορά. Είναι αλήθεια πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, άλλωστε, το λιμάνι και οι ίδιοι αυτοί δρόμοι έχουν φιλοξενήσει σε παλιότερα χρόνια το κύμα των Μικρασιατών μετά την καταστροφή.
Στην γύρω περιοχή, αρκετά μεγάλα εργοστασιακά κελύφη έχουν επαναχρησιμοποιηθεί και βρίσκονται σε διαδικασία ανακατασκευής με καλαίσθητο τρόπο και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες χρήσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς πως θα γινόταν να χωρέσει η σημερινή ζωή και οι σύγχρονες ανάγκες της ξανά σε αυτήν την μικρή και συνάμα τόσο γήινη και ανθρώπινη κλίμακα γειτονιάς, μέσα στην πόλη του Πειραιά.
* Η Μάγδα Σγουρίδη είναι αρχιτέκτων.