Τα στατιστικά στοιχεία είναι αμείλικτα: το «Women in Hollywood» σημειώνει πως για το 2016, από τις 100 ταινίες με τις μεγαλύτερες εισπράξεις, μόλις τις 4 σκηνοθέτησαν γυναίκες, στις 3 έκαναν διεύθυνση φωτογραφίας, υπέγραψαν το σενάριο στις 11, έκαναν το μοντάζ στις 14, ενώ χρέη παραγωγού έκαναν σε 19 από αυτές. Τα ίδια και χειρότερα στη μουσική. Αν τα Όσκαρ λειτουργούν ως καθρέφτης της βιομηχανίας (διότι στο αμερικανικό σινεμά αναφέρεται ο συγκεκριμένος οργανισμός), το site θυμίζει πως καμία γυναίκα δεν έχει καν προταθεί για το βραβείο φωτογραφίας, μόνο μία, η Κάθριν Μπίγκελοου, έχει αποσπάσει Όσκαρ σκηνοθεσίας, ανάμεσα στις Σοφία Κόπολα, Λίνα Βερτμίλερ και Τζέιν Κάμπιον, ενώ μόλις το 29% κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο. Με δεδομένο πως οι γυναίκες κόβουν πάνω από τα μισά εισιτήρια στις αίθουσες, η αδικία θρέφει την προκατάληψη και οι διαμαρτυρίες δεν συνιστούν απλώς γκρίνια.
Με αφορμή το «Raw», η Τζουλιά Ντικουρνό μου είπε πρόσφατα, στη συνάντησή μας στο Παρίσι στο πλαίσιο της UniFrance, πως το κύριο πρόβλημά της στην εύρεση χρηματοδότησης δεν ήταν το φύλο της, αλλά το υβριδικό είδος της ταινίας, ένα μείγμα φρίκης, μαύρης κωμωδίας και κανιβαλισμού, αν και παραδέχτηκε πως η δημιουργική αυτή ζώνη παραμένει κατά τεκμήριο ανδροκρατούμενη. Η Εμανιέλ Μπερκό, επίσης σκηνοθέτις, γνωστή και ως ηθοποιός, με βραβείο ερμηνείας στις Κάννες για τον «Βασιλιά Μου», κατανοεί το πρόβλημα των Αμερικανίδων συναδέλφων της να περιμένουν το πράσινο φως για να αναλάβουν τα ηνία μιας ταινίας, αλλά στη Γαλλία, τόνισε, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα: οι γυναίκες τυγχάνουν σχεδόν ίσης μεταχείρισης και εξαρτάται από το σενάριο και το μέγεθος των ηθοποιών η ευκολία ή όχι της υλοποίησης ενός κινηματογραφικού πρότζεκτ.
Η μοναδική γυναίκα με Χρυσό Φοίνικα στο ενεργητικό της, η Τζέιν Κάμπιον, πολύ σωστά παρατηρεί πως στις κινηματογραφικές σχολές τα αγόρια και τα κορίτσια που φοιτούν είναι 50/50 και η ίδια ισορροπία τηρείται στο επίπεδο των ταινιών μικρού μήκους. «Εκεί όπου οι business, το εμπόριο και η τέχνη συγκλίνουν, κατά κάποιον τρόπο, οι άνδρες εμπιστεύονται τους άνδρες» θεωρεί η Νεοζηλανδή δημιουργός, ψάχνοντας να βρει τη ρίζα της διάκρισης στη χρηματοδότηση, πέρα και κάτω από τις επιλογές όσων θεωρούν τις ταινίες έτοιμα προϊόντα.
Οι παρακάτω γυναίκες, σύγχρονες και παλιότερες, έγραψαν ιστορία ή κάνουν τη διαφορά σε ένα σύμπαν όπου η Lucy, η Μαύρη Χήρα και η Ταγματάρχης της Σκάρλετ Τζοχάνσον, η Λάρα Κροφτ της Αντζελίνα Τζολί και, από του χρόνου, της Αλίσια Βικάντερ, η Κάτνις και η Μιστίκ της Τζένιφερ Λόρενς, μαζί με τις υπόλοιπες υπερηρωίδες, δίνουν μάχες σώμα με σώμα για να δείξουν πως «αυτό που θέλουν οι γυναίκες» δεν είναι μόνο ο γάμος, τα παιδιά και το happy end.
Alice Guy Blaché - Lois Weber
Η Άλις Γκι, σύζυγος του Ερμπέρ Μπλασέ, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, είναι όχι μόνο η πρώτη γυναίκα αλλά και το πρώτο άτομο που σκηνοθέτησε ταινία μυθοπλασίας, το 60 δευτερολέπτων «Cabbage Fairie», το 1896. Γαλλόφωνη και ευκατάστατη, η Γκι συνέχισε απτόητη σε έναν κόσμο ανδρών κι έναν χώρο συνεχών πειραματισμών και τεχνικών αλλαγών, ενθαρρύνοντας τη λίγο νεότερή της, Λόις Γουέμπερ, να ξεκινήσει μια σεβαστή καριέρα. Η Γουέμπερ έγινε η πρώτη που εφάρμοσε το split screen σε ταινία της, το 1913, δοκίμασε τον ήχο και το χρώμα και παρέδωσε ένα έργο όγκου και ποιότητας, θίγοντας δύσκολα θέματα και ούσα η πρώτη επίσης που μετέφερε τον «Ταρζάν» του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ στη μεγάλη οθόνη, το 1918. Αρκετά από τα φιλμ της έχουν διασωθεί και η Kino-Lorber περιέλαβε τις καλύτερες στιγμές της σε μια μνημειώδη συλλογή με τις γυναίκες σκαπανείς στον χώρο της σκηνοθεσίας sτο αμερικανικό σινεμά.
Leni Riefenstahl
Παραμένει η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στον χώρο της σκηνοθεσίας, ξεπερνώντας κατά πολύ την περίπτωση του Πολάνσκι, αφού το σκάνδαλο που πλαισιώνει τον μύθο της δεν αφορά την προσωπική, αλλά κυρίως την επαγγελματική της ανέλιξη και επιρροή. Δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει γραφτεί ή ειπωθεί για τη Λένι Ρίφενσταλ, δημιουργό του «Θριάμβου της Θέλησης» το 1935 και του «Olympia» το 1938 που την έθεσαν δίκαια στην εμπροσθοφυλακή των μεγάλων σκηνοθετών της Δύσης, σε μια εποχή που ήταν ανήκουστη και πρωτόφαντη η παρουσία γυναίκας πίσω από την κάμερα. Όλα ξεκίνησαν με το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στις αρχές των 30s, το «Γαλάζιο Φως», ένα απλοϊκό και εξαιρετικά καλογυρισμένο αλπινιστικό ρομάντσο που οι αριστεροί κριτικοί ξέσκισαν, οι δεξιοί εξήραν και ο Αδόλφος Χίτλερ λάτρεψε, στον βαθμό που την εμπιστεύτηκε απόλυτα και της έδωσε ό,τι τεχνικό μέσο τού ζήτησε για να μετατρέψει τις κολοσσιαίες συγκεντρώσεις του και την πανηγυρική Ολυμπιάδα του 1936 στο Βερολίνο σε αντίστοιχα αριστουργήματα αποτελεσματικού παντρέματος πολιτικής πρόθεσης και οπτικοακουστικής πανδαισίας. Ακόμα και οι φανατικότεροι πολέμιοί της παραδέχονται πως τα δύο αυτά ντοκιμαντέρ είναι μοναδικά δείγματα αρτιότητας σε κλίμακα και κλιμάκωση, η ονείρωξη κάθε προπαγανδιστή. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η Ρίφενσταλ ταλαιπωρήθηκε με απανωτές δίκες, αθωώθηκε από τις βασικές κατηγορίες της συνεργού, κατηγορήθηκε πως βοήθησε στην ιδέα και στην υλοποίηση του Ολοκαυτώματος, η καριέρα της καταστράφηκε, στράφηκε στη φωτογραφία και στις καταδύσεις, αλλά ακόμη και στο νεκροκρέβατό της, στα 101 της χρόνια, αρνιόταν πεισματικά την πολιτική της εμπλοκή στον ναζισμό, σφυρίζοντας κλέφτικα στον σκοπό της αφέλειας ‒ αυτά μου είχε πει και σε μια συνέντευξη που είχαμε κάνει στην Αθήνα, όταν είχε έλθει για να προωθήσει την αυτοβιογραφία της, κι ενώ είχε δώσει ρητές εντολές να μη δεχτεί οποιανδήποτε ερώτηση περί Χίτλερ, ξεκίνησε μόνη της να δικαιολογεί τον εαυτό της, χωρίς ακριβώς να απολογείται. Στην τελευταία της μεγάλη συνέντευξη με μια Γερμανίδα δημοσιογράφο, το «Immoderation in me», στα 100 της χρόνια (τα είχε 400), τονίζει τη δύναμη του μοντάζ ως μοναδικού μέσου διατήρησης του ενδιαφέροντος του θεατή, ακόμη και για το υποβρύχιο ντοκιμαντέρ που πρόλαβε να ολοκληρώσει στα γενέθλια του δικού της, επεισοδιακού αιώνα: «Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον σκηνοθέτη στον κόσμο, εκτός από εμένα, που να μπορεί να κρατήσει την προσοχή του θεατή μετά από πέντε λεπτά πλάνων με κοράλλια και υφάλους».
Dorothy Arzner
Είναι άδικο για την Ντόροθι Άρτζνερ να μνημονεύεται μόνο για την άτυπη εφεύρεση του πρώτου boom, αφού εκείνη πρώτη σκέφτηκε να δέσει το μικρόφωνο σε ένα καλάμι ψαρέματος για να μπορεί η Κλάρα Μπόου, μεγάλη σταρ στα roaring 20s, να κυκλοφορεί ελεύθερα μπροστά στις κάμερες. Στη συγκεκριμένη ταινία, το «Wild Party» του 1929, η Άρτζνερ άφησε να διαφανούν λεσβιακοί τόνοι ανάμεσα στις γραμμές του σεναρίου, με τη δράση να επικεντρώνεται σε κολέγιο θηλέων. Η Άρτζνερ ήταν η μοναδική γυναίκα που ολόκληρη τη δεκαετία του '30 δούλευε σταθερά στο Χόλιγουντ, έχοντας ξεκινήσει ως μοντέζ στην Paramount και απειλώντας πως θα φύγει αν δεν της έδιναν ευκαιρία να περάσει στη σκηνοθεσία. Αν και έλαβε καλές κριτκές, τόλμησε να βουτήξει στα δύσκολα, π.χ. με τη διασκευή της «Νανά» του Εμίλ Ζολά, και η φήμη της ήταν στέρεη, παρά την απότομη διακοπή της σταδιοδρομίας της. Δεν έχει μείνει στην ιστορία κάποια ταινία της, αλλά ήταν εκείνη που φρόντισε την καριέρα γνωστών ηθοποιών όπως η Λουσίλ Μπολ, η Ρόζαλιντ Ράσελ ή η Κάθριν Χέμπορν με το «Christopher Strong» ‒ η Χέμπορν της έστειλε ένα τηλεγράφημα σε μία από τις εκδηλώσεις προς τιμήν της, λέγοντας «δεν είναι υπέροχο που είχες τόσο σπουδαία καριέρα, ενώ δεν είχες καν δικαίωμα να έχεις καριέρα;».
Maya Deren
Ανάμεσα στον σουρεαλισμό των Νταλί/Μπουνιουέλ και στην ονειρική αφήγηση του Ντέιβιντ Λιντς βρίσκεται η Μάγια Ντέρεν (Ελεονόρα Ντερενκόφσκα, γεννημένη στην Ουκρανία) με το αξεπέραστο, υπερβατικό «Meshes in the afternoon» του 1943, ένα έργο που αν κανείς το δει επανειλημμένα, καθηλώνεται σε ένα τρανς ταξίδι στο ασυνείδητο. Σκηνοθετημένο μαζί με τον Αλεξάντερ Χάμιντ, το εξπρεσιονιστικό, βωβό αριστούργημα αποτελεί θεμέλιο λίθο για το ανεξάρτητο σινεμά των ΗΠΑ και ένα από τα μεγάλα δείγματα αβανγκάρντ της δεκαετίας του '40. Η Ντέρεν συνέχισε με δικά της φιλμ, όπως το εξαίσιο «At Land», έχοντας την επιμέλεια και της παραμικρής λεπτομέρειας κινηματογραφικών, συχνά ψυχαναλυτικών πειραμάτων πάνω στη σχέση της κάμερας με τα πρόσωπα και τα αντικείμενα.
Ida Lupino
Έχοντας παίξει σε πολυάριθμες ταινίες, κυρίως δεύτερους ρόλους, η Άιντα Λουπίνο άρχισε να βαριέται θανάσιμα, βλέποντας πως άλλος κάνει την πραγματικά ενδιαφέρουσα δουλειά στο πλατό. Μετά από μια γόνιμη πενταετία και το Βραβείο Ερμηνείας των Κριτικών της Νέας Υόρκης για το «Hard Way», εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και όταν ο σκηνοθέτης ασθένησε ξαφνικά στα γυρίσματα του «Not Wanted», στο οποίο ήταν συμπαραγωγός και συνσεναριογράφος, ανέλαβε να το τελειώσει. Ως πραγματική gentle(wo)man αρνήθηκε να πιστωθεί το credit, δείχνοντας σεβασμό στον Έλμερ Κλίφτον. Από την επόμενη χρονιά ξεκίνησε μια μοναδική καριέρα στο Χόλιγουντ, στις παρυφές του συστήματος, όπως είχε μάθει να δουλεύει σκληρά και ως ηθοποιός, χωρίς να γίνει ποτέ διάσημη. Επειδή δεν έβρισκε αλλιώς χρήματα, δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει για να χρηματοδοτεί το παράλληλο πάθος της, επιλέγοντας πάντα θέματα κοινωνικού προβληματισμού, όπως η μητρότητα εκτός γάμου (κάτι που ενθουσίασε την Έλινορ Ρούζβελτ) ή η υιοθεσία, στέλνοντας συχνά τις ταινίες της στο στόχαστρο των λογοκριτών. Χαριτολογώντας, έλεγε με αυτοσαρκασμό πως κατάντησε από Μπέτι Ντέιβις του φτωχού ως ηθοποιός, «Ντον Σίγκελ» του φτωχού ως σκηνοθέτις, καθώς, εκτός από τη θεματική της, το στυλ της είχε επιρροές από τους θερμοκέφαλους Αμερικανούς σκηνοθέτες, τον Όλντριτς, τον Φούλερ και τον Σίγκελ. Η πορεία της είναι η πεμπτουσία του ανεξάρτητου σινεμά πριν καν εμφανιστεί ο όρος, με την εταιρεία που ίδρυσε εκείνη και ο πρώτος της σύζυγός της να αποτελούν τη βάση του. Όταν η επιχείρησή τους έκλεισε, η Λουπίνο έκανε μόνο μια ταινία για στούντιο, το χαριτωμένο «The trouble with angels» με τη Χέιλι Μιλς, και παρά τα λεφτά που έφερε στους παραγωγούς, έκτοτε έβρισκε δουλειά μόνο στην τηλεόραση. Κι όμως, ο βετεράνος οπερατέρ πολυάριθμων γουέστερν Άρτσι Στάουτ είχε παρατηρήσει πως η Λουπίνο ήξερε τις γωνίες λήψης και τις θέσεις της κάμερας καλύτερα από οποιονδήποτε σκηνοθέτη με τον οποίο είχε δουλέψει ‒ είχε συνεργαστεί και με τον Τζον Φορντ!
Chantal Akerman
Ευθύς απόγονος της κινηματογραφικής αβανγκάρντ και του φεμινιστικού κινήματος, η Σαντάλ Ακερμάν αποφάσισε να γυρίζει ταινίες για το υπόλοιπο της ζωής της (που διακόπηκε απότομα με την αυτοκτονία της το 2015, σε ηλικία 65 ετών) στα 15 της χρόνια, μόλις είδε τον «Τρελό Πιερό» του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Και μόνο με το συνταρακτικό, επικό στην αφτιασίδωτη έντασή του τετράωρο «Jeanne Dielman», που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες το 1975, με ηρωίδα μια γυναίκα που μαγειρεύει και κάνει σεξ με πελάτες στο διαμέρισμά της, σε διάστημα τριών ημερών, η Φλαμανδή Ακερμάν μπαίνει στο πάνθεον των σκληροπυρηνικών δημιουργών με απαρέγκλιτο όραμα και σαφές, no nonsense ύφος.
Agnès Varda
Η αιώνια νεάνιδα του γαλλικού σινεμά, το κορίτσι της ανατρεπτικής παρέας της nouvelle vague, εκπροσώπησε κυρίως το ρεύμα της «αριστερής όχθης», με έμφαση στη διαφορετική, ανανεωτική αφήγηση, όπως φάνηκε από την αρχή της καριέρας της με τις υπέροχες δύο ώρες στη ζωή μιας ποπ τραγουδίστριας στο «Cleo de 5 a 7», αλλά και στην αυλαία, 47 χρόνια αργότερα, στο επίσης χαζευτικό και γόνιμα αυτοβιογραφικό «Les Plages d' Agnès». Το απαλό, οικουμενικό της άγγιγμα, μαζί με τον ιδιοσυγκρασιακό τόνο των ταινιών της, εξασφαλίζουν στη συνοδοιπόρο του Ζακ Ντεμί μια θέση μοναδική στο παγκόσμιο σινεμά.
Margarethe von Trotta
Η πιο σημαντική γυναίκα σκηνοθέτις του νέου γερμανικού κινηματογράφου, η Μαργκαρέτε φον Τρότα, ασχολήθηκε συστηματικά με ιστορίες γυναικών υπαρκτών, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και η Χάνα Άρεντ, και μη, με τους δεσμούς μεταξύ τους και τις σχέσεις τους με τους άνδρες, σε ένα πολιτικό-φεμινιστικό πλαίσιο. Φυσικά, αρνείται σθεναρά τον χαρακτηρισμό της σκηνοθέτιδος γυναικών!
Claire Denis
Η Κλερ Ντενί διατείνεται πως δεν υπήρξε ποτέ διανοούμενη, δεν την κέντρισε ποτέ η θεωρία του σινεμά και πως, ως άνθρωπος απλός, ενδιαφέρθηκε για την εικόνα, τους ήχους και τους ανθρώπους. Ανασυνθέτοντας και προεκτείνοντας τα παιδικά της βιώματα, η Ντενί επισκέφθηκε αρκετές φορές την Αφρική της αποικιοκρατίας και μέσα από ιστορίες πολύπλοκες, ακραία συναισθήματα, μοναδικές τοποθετήσεις των σωμάτων, θαυμαστή ματιά στα πρόσωπα, μακριά πλάνα, όπου η ίδια παίρνει απόσταση από τον σπαραγμό, και, όπως λέει, πολύ γρήγορα γυρίσματα και πολύ μακροσκελές μοντάζ (λόγω προσωπικών αμφιβολιών!), κατέθεσε ένα ασυναγώνιστο τρίπτυχο με το «Chocolat» (το καλό, όχι εκείνο του Λάσε Χάλστρομ...), το «Beau Travail» και το «White Material», όπου μιλάει με πάθος, μυαλό και πόνο για τον ρατσισμό και, κυρίως, τον βιασμό του υποτελή από τον κατακτητή.
Jane Campion
Η Νεοζηλανδή σκηνοθέτις που έφερε στο σινεμά νέες εικόνες με το στιλπνό «An angel at my table» και μάγεψε τους πάντες με τα «Μαθήματα Πιάνου» θεωρείται πως δεν κράτησε τη μεγάλη της υπόσχεση με τη συνέχεια της καριέρας της. Πρόσφατα επανήλθε στη δράση, και σε φόρμα, με το τηλεοπτικό «Top of the lake», αλλά το «Portrait of a lady», που αντιμετωπίστηκε μάλλον ψυχρά όταν βγήκε στις αίθουσες, παραμένει το πιο ολοκληρωμένο έργο της, βαθύ, σίγουρα δύστροπο, αλλά συγκινητικό στο πώς και πόσο συμπάσχει με μια ηρωίδα υπερήφανη, αλλά παγιδευμένη και χειραγωγημένη, που καλείται να απορρίψει την ελευθερία της και να αποδεχτεί το πεπρωμένο μπροστά στον πλουτισμό ‒ μια κατάσταση που δεν μπορεί παρά να αφορά την καλλιτεχνική υπόσταση της ίδιας της Κάμπιον.
Sofia Coppola
Η κόρη του Φράνσις Φορντ ξεκίνησε άτσαλα, ως αποδέκτης προσβλητικά αρνητικής κριτικής για τον ρόλο της κόρης του Αλ Πατσίνο στον τρίτο «Νονό», αλλά συνήλθε και βρήκε τη δική της φωνή (μακριά από τη βαριά σκιά του πάτερ-φαμίλια) και την ίδια στιγμή την εικόνα και τους ρυθμούς της, ως πιο στοχευμένη auteur από εκείνον, με ένα συμμαζεμένο, «κοριτσίστικο» opus βγαλμένο μέσα από το σύμπαν ή, αν θέλετε, τον μικρόκοσμο που γνωρίζει και την ενδιαφέρει, είτε πρόκειται για τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα του «Bling Ring» και την επίσης κακομαθημένη Μαρία Αντουανέτα σε ελεύθερη ερμηνεία, είτε πραγματεύεται το υπαρξιακό αδιέξοδο ενός ηθοποιού και την αστική σύγχυση του Μπιλ Μάρεϊ στο «Somewhere» και στο «Χαμένοι στη Μετάφραση» αντίστοιχα, τα δύο αριστουργήματά της.
Kathryn Bigelow
Σίγουρα η πλέον διαπρύσια σκηνοθέτις, δημιουργός εφοδιασμένη με εξαιρετικές σπουδές και υπομονή μέχρι να φτάσει στο σινεμά που ήθελε πάντα να συνθέσει. Οι ταινίες της διαπνέονται από πολεμικό πνεύμα και ένα ζωτικό, εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες (από surfers μέχρι στρατιώτες), πνιγμένοι στα διλήμματα. Στο «Hurtlocker», την καλύτερη ταινία της, αφαίρεσε τα specifics και βάθυνε την αντίληψη για τις εχθροπραξίες νέας κοπής, διατηρώντας τα υπαρξιακά ζητήματα που είναι κοινά σε κάθε ακραία κατάσταση ζωής και θανάτου. Παραμένει η μοναδική γυναίκα που έχει κερδίσει Όσκαρ Σκηνοθεσίας, και μάλιστα τη χρονιά του πιο εμπορικού φιλμ όλων των εποχών, του «Avatar», που υπογράφεται από άνδρα (τον Τζέιμς Κάμερον) και κατάφερε να βάλει πολλές γυναίκες στις αίθουσες, συνδυάζοντας οικολογία και επιστημονική φαντασία.
Nancy Meyers
Μερικές γυναίκες στο Χόλιγουντ σκηνοθετούν, γενικώς, ταινίες, αποσιωπώντας το φύλο τους στο πλαίσιο των μικρών βημάτων προς το inclusion. Η Μπέτι Τόμας είναι μία από αυτές και η Αν Φλέτσερ βαδίζει στα non-descript χνάρια της, ενώ η λίστα μεγαλώνει με γυναίκες που κινούνται επιτυχημένα στα κινούμενα σχέδια ‒ το «Frozen», το «Kung Fu Panda 2» και το «Alvin and the chipmunks», για παράδειγμα, έχουν (συν)σκηνοθετηθεί από γυναίκες. Αν εξαιρέσουμε τα animation και τα franchises (βλέπε Κάθριν Χάρντγουικ στο πρώτο «Twilight» και Σαμ Τέιλορ Τζόνσον στις «50 αποχρώσεις του γκρι, που διόλου τυχαία δεν συνέχισαν, ή απολύθηκαν, ή απλώς εγκατέλειψαν τα «υπερωκεάνια»), απομένει η Νάνσι Μέγιερς, η κατά τεκμήριο πιο επιτυχημένη και, με τον αθόρυβο τρόπο της, auteur του λεπτού είδους της κομεντί. Αν συγκριθεί με τη συμπατριώτισσά της Πένι Μάρσαλ, αλλά και τις Γαλλίδες Ανιές Ζαουί και Τονί Μαρσάλ (η μόνη γυναίκα με Σεζάρ Σκηνοθεσίας), η Μέγιερς διαθέτει πιο ενιαίο ύφος και συνέχεια στον χρόνο. Σε ένα μονίμως παρεξηγημένο ιδίωμα (λόγω ελαφρότητας και, ας πούμε, δραματουργικών περιορισμών), η σεναριογράφος που ξεκίνησε να υπογράφει κυρίως τα δικά της έργα με τη χαριτωμένη διασκευή του «Parent Trap», καταπιάνεται με λευκές γυναίκες όχι στην πρώτη τους νιότη, μέσα σε ένα περιβάλλον μεσο-μεγαλοαστικό, φαινομενικά τακτοποιημένο και λαμπερά σκηνογραφημένο, οδηγώντας τες σε νίκες μετά από διεκδίκηση και βάσανα «πρωτοκοσμικά». Συνεχίζει επάξια το σινεμά του Κιούκορ, αναμειγνύοντας το ήπιο με το πιο slapstick χιούμορ, σε ένα εμπορικά αποδεκτό screwball με ανθρωπιά, τέμπο αυτοπεποίθησης και στόφα ωριμότητας, όπως φάνηκε από την πιο πρόσφατη ταινία της, τον «Αρχάριο».
Kelly Reichardt
Η Αμερικανίδα Κέλι Ράιχαρντ είναι σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα σκηνοθέτις της τελευταίας δεκαετίας και, μαζί με την Άντρεα Άρνολντ, κάθε της νέα ταινία διεκδικείται από φεστιβάλ, επαινείται από κριτικούς και αποτελεί ένα καινούργιο στοίχημα για την απόφοιτο του Bard που κέντρισε το ενδιαφέρον με το «Γουέντι και Λούσι», απογειώθηκε (αν και με περιορισμένη διανομή) στο υπέροχο «Meek's Cutoff», σκόνταψε στο «Night Moves» και επανήλθε σε υψηλά επίπεδα με το θεματολογικά γυναικείο «Certain Women». Μετά τη Σοφία Κόπολα και την Κάθριν Μπίγκελοου, τα Όσκαρ έχουν φλερτάρει την Άβα Ντιβερνέ («Σέλμα»), αλλά η Ράιχαρντ κάνει τη διαφορά ‒ όσο κι αν αυτά είναι ψιλά γράμματα, όταν μιλάμε για βραβεία γενικής λήψης και αποδοχής.