O Αργύρης Τσιάπος έχει κάνει ένα τιτάνιο έργο, ερευνώντας αλλά και καταγράφοντας την ιστορία του προπολεμικού ελληνικού σινεμά.
Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου" και υπότιτλο "Η ιστορία του προπολεμικού ελληνικού σινεμά", που τυπώθηκε με ίδια έξοδα στις Σέρρες το 2015 και δεν πωλείται πουθενά, έγινε μπλογκ, ώστε μακροπρόθεσμα να επικοινωνήσει το περιεχόμενό του σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και παράλληλα να ανανεώσει το ενδιαφέρον (ερευνητικό και αναγνωστικό) για τα άγνωστα, πρώτα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου.
Ένα ακόμα απόσπασμα δημοσιεύουμε σήμερα με την άδεια του συγγραφέα, και δύο φωτογραφίες που ο ίδιος μας έδωσε από τα γυρίσματα της ταινίας. (Δείτε επίσης: ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ)
(Η περίφημη άφιξη τρένου των Αδερφών Λουμιέρ. Μία απ' τις δέκα ταινίες που προβλήθηκαν εκείνο το βράδυ του 1896 στην Αθήνα)
Η υποδοχή του κινηματογράφου από τον αθηναϊκό τύπο
Παρασκευή, 29 Νοεμβρίου 1896. Μια συνηθισμένη μέρα ξημέρωνε στην ελληνική πρωτεύουσα. Οι εφημερίδες ασχολούνταν για πολλοστή φορά με τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει μεταξύ του σλαβικού πληθυσμού των Σκοπίων η εκλογή του ελληνικής καταγωγής Μητροπολίτη, δημοσίευαν την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου για τα θύματα των πλημμυρών σε Αθήνα και Πειραιά στις 14 του μηνός, φιλοξενούσαν ειδήσεις απ' όλη την επικράτεια (όπως η καταστροφή του δημαρχείου Τρικάλων από πυρκαγιά), ενώ περίοπτη θέση είχαν τα πολιτικά, τα οποία η κάθε εφημερίδα σχολίαζε ανάλογα με το κόμμα - πρακτικά τον κομματάρχη - που υποστήριζε.
Όπως συνηθιζόταν, το σύνολο σχεδόν του τύπου δημοσίευε τα πρακτικά της συνεδρίασης της Βουλής μια μέρα νωρίτερα. Ενδεικτικά, ένα θέμα, που είχε συζητηθεί, ήταν η κύρωση της σύμβασης με ατμοπλοϊκές εταιρίες, με τους βουλευτές να διεκδικούν δωρεάν ταξίδια και τον υπουργό Εσωτερικών, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, να τους παραπέμπει στην επόμενη σύμβαση, που θα καταρτιζόταν σύντομα, «διότι οι βουλευταί καθ' ο νομοθετούντες πρέπει να γνωρίζουν και την τελευταίαν γωνίαν της χώρας»!
Το τελευταίο ζήτημα της ημερήσιας διάταξης ήταν η φορολογία των δημοσίων θεαμάτων και ειδικότερα των θεατρικών παραστάσεων, με το βουλευτή Σχινά να προειδοποιεί: «Πρέπει, κύριοι, να παράσχωμεν εις τον λαόν όχι μόνον πνευματικήν εκπαίδευσιν, αλλά και αισθητικήν, ήτις κατήλθε παρ' ημίν εις τα τάρταρα του Άδου». Συμπτωματικά, την επομένη οι Αθηναίοι θα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν για πρώτη φορά ένα καινούριο δημόσιο θέαμα, που τα επόμενα χρόνια θα αμφισβητούσε την κυριαρχία του θεάτρου: ο κινηματογράφος.
Το πρωί της 29ης Νοεμβρίου 1896, η Νέα Εφημερίς ενημέρωνε σχετικά τους αναγνώστες της:
ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ
Σήμερον την 9ην ώραν π.μ., ημέραν Παρασκευήν, άρχεται η λειτουργία του Κινηματοφωτογράφου, δι' ου, ως γνωστόν, παριστώνται αι φωτογραφίαι εν κινήσει. Αι παραστάσεις θα γίνωνται καθ' εκάστην ημίσειαν ώραν από της 9ης ώρας μέχρι της 12 και από τας 2 μ.μ. μέχρι της 7ης εις το κατάστημα της οικίας κυρίας Συγγρού, οδός Κολοκοτρώνη, όπισθεν της Βουλής παρά την οδόν Σταδίου. Είσοδος δραχμαί 2,20. Διά τα παιδία κάτωθεν των 7 ετών δραχμή 1,10.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε δέκα ταινίες των αδερφών Λουμιέρ: ιαπωνικοί χοροί, αφίξεις τρένων, τοπία του Παρισιού με άμαξες να διασχίζουν τους δρόμους της πόλης, διαβάσεις Δραγόνων, κολυμβήσεις Σουδανών, μαθήματα ιππασίας, παρελάσεις ιππικού, οι οφιοειδείς χοροί χορεύτριας που είχε μιμηθεί το στυλ της Λόε Φούλλερ κλπ.
Ο ανταγωνισμός δεν ήταν μεγάλος. Χειμερινά θέατρα δεν υπήρχαν, ενώ οι περισσότεροι θίασοι είχαν ήδη αναχωρήσει για περιοδεία στους Έλληνες του εξωτερικού (δηλ. κυρίως σε επαρχίες της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας). Τα μόνα προσφερόμενα δημόσια θεάματα εκείνης της ημέρας ήταν η παράσταση «Il Trovatore» ιταλικού θιάσου στο «Πολυθέαμα» και ένα κοντσέρτο των μουσικοδιδασκάλων Achile del Buono, Τζαβάρα και Κρασά, οι οποίοι θα έπαιζαν κλασικά έργα, όπως Φάουστ, Αΐντα, Μπαλινμάσκερα, Γουλιέλμο Τέλλο κλπ. στο «Μέγα Ζυθοπωλείον Σ. Ζαχαράτου».
Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία του τύπου αδιαφόρησε για τον κινηματογράφο. Μόνο η εσπερινή εφημερίδα Το Άστυ θα σχολίαζε το νέο θέαμα το ίδιο κιόλας βράδυ:
«Εν μέσω επιστημόνων και δημοσιογράφων έκαμε χθες έναρξιν το όπισθεν της Βουλής και κάτωθι της οικίας Συγγρού κινηματοφωτόγραφον του Έδισσων της τελευταίας τελειοποιήσεως. Αληθής μαγεία ήταν αι προβαλλόμεναι εικόνες εις φυσικόν μέγεθος. Όλος ο κόσμος ο προβαλλόμενος διά του ηλεκτρικού φωτός ενόμιζες ότι έζη και εκινείτο και ενεψυχούτο. Ιδίως η διάβασις των Δραγόνων υπερπηδόντων φράκτην εξετυλίχθη εν όλαις ταις λεπτομερείαις. Οι καλπάζοντες και ανυψούμενοι ίπποι, αι σπάθαι των ιππέων αι εξαστράπτουσαι εις τας ακτίνας του ηλίου, ο κονιορτός ο εγειρόμενος εκ του ποδοβολητού των ίππων, όλα αναπαρίσταντο τόσον τελείως ωσάν να τα έβλεπε κανείς εκ του φυσικού. Και το κολύμβημα των Σουδανών εν τω πεδίω του Άρεος έξοχον με τα επιπλέοντα τέλεια σώματα τα βυθιζόμενα και ανερχόμενα πάλιν εις την επιφάνειαν. Αξίζει να κάμη κανείς τον κόπον να τα ιδή».
Λίγες μέρες μετά η Παλιγγενεσία σημείωνε ότι όλοι έπρεπε να δουν τη νέα εφεύρεση, που «προσεπικυροί το κράτος της επιστήμης ης αι εφαρμογαί αποτελούσι τι το εξόχως περίεργον και άμα απολαυστικόν». Εξηγούσε στους αδαείς τι ακριβώς συνέβαινε («Εις ένα σκοτεινόν θάλαμον διά προβολής ηλεκτρικού φωτός εκ τινος οπής του τοίχου εξακοντιζομένου επί του απέναντι τοίχου προβάλλονται έμψυχαι εικόνες προσώπων κινουμένων») και σχολίαζε τις ταινίες:
«Ο Ιαπωνικός χορός, το καραβάνιον, οι κολυμβώντες Σουδανοί, το μάθημα της ιππασίας, η φορτηγός άμαξα η μεταφέρουσα μάρμαρα, το μήλον, η παραλία, όλα εύμορφα. Αλλ' ό,τι αποτελεί το ζενίθ πλέον της οπτικής απάτης είνε οι υπερπηδώντες τον φράκτην Δραγόνες. Αι λεπτότεραι κινήσεις ιππέων και ίππων είνε ευδιάκριτοι, εξόχως φυσικαί, βλέπει δε τις και την κόνι την εκ της επελάσεως των ιππέων ανεγειρομένην εν τω κενώ. Η άφιξις της αμαξοστοιχίας εις τον σταθμόν είνε τι τέλειον, η τελευταία δε εικών, ο οφειοειδής χορός είνε τόσον θελκτικός ώστε προκαλεί αληθή γοητείαν και θερμήν σύστασιν όπως τον ιδήτε όσον δύνασθε ταχύτερον».
Γενικά, ο οφιοειδής χορός έκλεψε τις εντυπώσεις. Η Νέα Εφημερίς εντυπωσιάστηκε από τις εναλλαγές χρωματισμών στα ρούχα της χορεύτριας, ενώ το Άστυ εγκωμίαζε τον τρόπο με τον οποίο εκείνη «κορδακίζει και περιστρέφει ως όφιν πολύχρωμον την παράδοξον, την μοναδικήν και ξακουστήν έσθητά της και νομίζει τις ότι έχει έμπροσθέν του ανθρώπους κινουμένους, πρόσωπα ζωογονούμενα από αίμα, σώματα παλλόμενα από νεύρα. Η απάτη της ζωής εις τας μυρίας της εκφάνσεις παρελαύνει έμπροσθέν μας».
Κι ενώ η ανταπόκριση του κόσμου φαίνεται ότι ήταν μεγάλη, δεν έλειπαν οι απαιτητικοί θεατές, εκείνοι που εξ αρχής περίμεναν να δουν ταινίες... ελληνικής επικαιρότητας. Χαρακτηριστικός ήταν ένας διάλογος, που δημοσιεύτηκε στο Σκριπ μια μέρα μετά την πρεμιέρα του κινηματογράφου:
- Δείξε μου σε παρακαλώ το Λαρισσαϊκόν κίνημα...
- Δεν το έχομε κύριε...
- Το Λαμιακόν;
- Ούτε...
- Αμ' τι διάβολο έχεις!
Ο διάλογος αυτός ίσως ήταν φανταστικός, εξέφραζε ωστόσο το ενδιαφέρον μερίδας του πληθυσμού να παρακολουθήσει ταινίες με εικόνες και θέματα από την Ελλάδα. Την ίδια άποψη συμμεριζόταν και συντάκτης του Άστεως, που λίγες μέρες αργότερα παρατηρούσε ότι «Όταν κατορθωθή να έχη ελληνικάς σειράς εικόνων, αθηναϊκάς σκηνάς και τοπία ο κινηματοφωτογράφος τότε πλέον θα είνε έξοχος, θα καταστή δε θέαμα έτι απολαυστικώτερον».