Όλια Λαζαρίδου
«Η πρώτη παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή που μου έρχεται στη μνήμη είναι ο "Θείος Βάνιας" του Τσέχοφ, όπου κλήθηκα από τον ίδιο, τη δεύτερη χρονιά, να αντικαταστήσω τη Σμαράγδα Σμυρναίου που έπαιζε την Ελένα.
Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή μαζί του. Πέρασα, θυμάμαι, ένα καλοκαίρι με ένα πιάνο, το οποίο μου είχε νοικιάσει και είχα βάλει στο σπίτι μου, προσπαθώντας να μάθω, σε τυφλό σύστημα και χωρίς να ξέρω πιάνο, με διδασκαλία της Ντόρας Μπακοπούλου, ένα κλασικό κομμάτι που θα έπαιζα στην παράσταση.
Εκείνο το "τυφλό μάθημα γραφομηχανής" με είχε πιέσει πολύ. Τώρα, συμβαίνει το παράδοξο αυτό να είναι εκείνο που θυμάμαι με τη μεγαλύτερη αγάπη κι ευγνωμοσύνη. Στην παράσταση αυτή είχα συναντηθεί επίσης με τη Λυδία Κονιόρδου που έπαιζε τη Σόνια και θυμάμαι χαρακτηριστικά, σε μια σκηνή, όπου η μία έπιανε τα χέρια της άλλης, τα δικά μου να είναι πάντα παγωμένα, καθώς ήταν ο τρόπος μου να αντιδρώ στο τρακ, και της Λυδίας πάρα πολύ ζεστά.
Προφανώς, αυτός ήταν ο δικός της. Από τον "Θείο Βάνια", λοιπόν, μου έχει μείνει αυτό το τόσο ανθρώπινο άγγιγμα, γιατί αυτά τα πράγματα είναι που μένουν. Τα υπόλοιπα σβήνουν και μένει μια αίσθηση. Για 'μένα αυτό το άγγιγμα σημάδεψε εκείνη την παράσταση, από την οποία έχω ξεχάσει πολλά πράγματα. Κάτι άλλο που επίσης θυμάμαι είναι η λάμψη στα μάτια του Λευτέρη κάτω από μια συγκεκριμένη γωνία.
Αυτές οι μνήμες θυμίζουν πολύ ανθρώπους που έχουν φύγει και μπορεί να τους αγαπούσαμε πάρα πολύ. Οπότε, αναρωτιέται κανείς, κάνοντας αυτές τις σκέψεις: τελικά, το θέατρο είναι ή δεν είναι εφήμερη τέχνη; Η απάντηση είναι ότι είναι τόσο εφήμερη, όσο είμαστε και οι ίδιοι οι άνθρωποι».
Ρούλα Πατεράκη
«Νομίζω πως έχω δει σχεδόν όλες του τις παραστάσεις. Αυτή όμως που εμένα με άγγιξε περισσότερο, και βρήκα ότι είχε το "βαθύ" ύφος του Λευτέρη Βογιατζή, ήταν η παράσταση του έργου του Μπέρνχαρντ "Ρίτερ, Ντένε, Φος". Εκεί ο Λευτέρης έπαιζε τον εμβληματικό ρόλο του Φος.
Γιατί θεωρώ ότι είναι η καλύτερή του παράσταση; Επειδή μέσα σε αυτήν είδα μια δραματική πύκνωση που διακατείχε τον ίδιο τον Λευτέρη και ήταν χαρακτηριστική γι' αυτόν. Ήταν μια παράσταση, θα έλεγα, σε βάθος και όχι τόσο επεισοδιακή όσον αφορά την εικόνα. Θεωρώ, δηλαδή, ότι ήταν πολύ πιο δυνατό θέατρο.
Επίσης, ο συνδυασμός των τριών ηθοποιών, με τον τρόπο που τους είχε οδηγήσει και τους είχε δασκαλέψει ο Λευτέρης, βρήκα ότι ήταν ιδεώδης για τον συγγραφέα Μπέρνχαντ. Θυμάμαι ότι οι στιγμές που ο ίδιος ο Λευτέρης έσυρε το τραπεζομάντιλο και γκρεμίστηκαν όλα ήταν αυτό που εγώ ονομάζω "μεγάλο θέατρο" – από μια κίνηση ενός ηθοποιού.
Μπορώ να θυμηθώ ακόμη τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε, ορισμένα κομμάτια του κειμένου, την έκφραση όχι μόνο του προσώπου αλλά γενικά και όλου του σώματος. Η παράσταση αυτή είχε μια σκοτεινιά, η οποία ξεδίπλωνε ένα τμήμα του πνεύματος του Λευτέρη Βογιατζή, απόκρυφο κατά τη γνώμη μου, και ενδεχομένως το πιο δυνατό του».
Δημήτρης Καραντζάς
«Είναι δύο οι παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή που μελέτησα περισσότερο απ' όλες. Ήταν τη σεζόν 2005-06, το "Bella Venezia" και οι "Δούλες", στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Και στις δύο παραστάσεις έμεινα ενεός με το ίδιο πράγμα, την τόσο κυρίαρχη ύπαρξη του άυλου.
Οι λέξεις λέγονταν, οι πράξεις και οι δράσεις γίνονταν, αλλά υπήρχε κάτι που κυκλοφορούσε ανάμεσα σε όλα αυτά, και αυτό το κάτι ήταν η ίδια η παράσταση. Σαν μια πολύ λεπτή προσέγγιση του θανάτου, σαν μια ψηλάφηση της οδύνης της ύπαρξης, άλλοτε απαλά και άλλοτε με βία, αλλά με μια βία που σου αποκαλυπτόταν μόνο αν εσύ πραγματικά ήθελες να τη δεις.
Και τις δύο δουλειές τις είδα 3-4 φορές την καθεμία. Θυμάμαι ότι κάθε φορά ήταν απολύτως διαφορετική, και όχι πάντα επιτυχημένη. Ένιωθα ότι ο Βογιατζής πάλευε με κάτι τόσο λεπτό όσο η πυκνότητα του αέρα.
Δεν έστηνε ασφαλή μοντέλα παραστάσεων με το μάτι στο ταμείο ή στο χάιδεμα των συνειδήσεων. Οι συνειδήσεις αφυπνίζονταν μόνο εάν και εφόσον ήθελαν να παρακολουθήσουν. Έστηνε μια βουτιά στο κενό, την οποία ακολουθούσαν μόνο όσοι ήθελαν και άντεχαν. Αλλά αυτοί που συμμετείχαν, έφταναν λίγο πιο κοντά στο μυστήριο της ύπαρξης. Λείπει πολύ, ούτως ή άλλως, πόσο μάλλον σήμερα».
Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
«Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω μία παράσταση του Λευτέρη. Τις έχω δει σχεδόν όλες. Ο Λευτέρης άλλαξε το θεατρικό τοπίο στην Ελλάδα και μας επηρέασε όλους, άμα τη εμφανίσει.
Η επιλογή των συνεργατών, ο εξαντλητικός τρόπος με τον οποίο δούλευε τα κείμενα και οι εξαντλητικές πρόβες έφερναν στο φως κρυφές ποιότητες των έργων. Βασάνιζε τον εαυτό του, βασάνιζε και τους ηθοποιούς του για να δώσει μορφή στο όραμά του – κι όμως, οι ηθοποιοί το θεωρούσαν τιμή τους να παίζουν στις παραστάσεις του.
Γιατί όλα αυτά είχαν λόγο, και ο λόγος απέβλεπε στη θεατρική ουσία και όχι στην προσωπική εξουσία. Στα χέρια του Λευτέρη έλαμπαν τα κείμενα, κάθε παράστασή του ήταν μια εμπειρία. Έτσι, το να διαλέξω τώρα μία θα έχει τον χαρακτήρα του τυχαίου λίγο-πολύ.
Διαλέγω, λοιπόν, το "Bella Venezia" ή την πρώτη του "Αντιγόνη". Τον σκέφτομαι πολύ συχνά. Τον γνώριζα και τον ένιωθα φίλο από τα 20 μου χρόνια . Το θέατρο ήταν το κέντρο της ζωής του. Σήμερα, που όλα κινδυνεύουν, που η οικονομική καταστροφή αγγίζει και το θέατρο, αναρωτιέμαι συχνά πώς θα έκανε θέατρο ο Λευτέρης στην Οδό Κυκλάδων, με εξάμηνες και οκτάμηνες πρόβες. Θα τις έκανε, σκέφτομαι. Αλλά μπορεί και να ήταν τυχερός που έφυγε νωρίς».
Δημήτρης Δημητριάδης
«Η πρώτη παράσταση που έρχεται στο μυαλό μου είναι η "Αντιγόνη", η πρώτη "Αντιγόνη" στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Πιστεύω ότι είναι η πιο αυθεντική εκδοχή ανεβάσματος αρχαίας τραγωδίας, διότι θίγει το ζήτημα της καταγωγής της. Και το θίγει με τον πιο αποτελεσματικό, τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Για μένα, η παράσταση αυτή είναι ένα σκηνικό αριστούργημα και δεν την έχει ξεπεράσει καμία απ' όσες ακολούθησαν».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 1.5.2018