Πάντα αναρωτιόμουν πώς ένας σκηνοθέτης αποφασίζει να «χαρίσει» έναν σημαντικό, αν όχι πρωταγωνιστικό, ρόλο σε κάποιον νεοεμφανιζόμενο ηθοποιό, πώς εμπιστεύεται το όραμά του σε κάποιον που δεν έχει αφήσει, μέχρι εκείνη τη στιγμή, καλλιτεχνικό στίγμα ή δεν έχει επιδείξει στοιχειώδη, έστω, καλλιτεχνική παρουσία, πόσο δύσκολο είναι να ληφθεί και να στηριχτεί μια τέτοια απόφαση. Χρειάστηκαν μόλις δέκα λεπτά συζήτησης με τον Λουκά Κυριαζή, τον πιτσιρικά που κρατά έναν ρόλο-κλειδί στο Τελευταίο Σημείωμα, τη νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη για τα γεγονότα γύρω από την εκτέλεση 200 κρατουμένων του Χαϊδαρίου στο Σκοπευτήριο Καισαριανής την 1η Μαΐου 1944, την πιο μαζική εκτέλεση στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής, για να καταλάβω τα πώς και κυρίως τα γιατί.
Ο Λουκάς είναι μόλις 23 και όταν τον γνωρίζεις βλέπεις ένα πράο, συνεσταλμένο αγόρι με εντυπωσιακά ιδιαίτερο φιζίκ που σε κάνει να παίρνεις όρκο ότι η καταγωγή του είναι (τουλάχιστον) κατά το ήμισυ ξενική. Κι όμως, είναι 100% Έλληνας, αν και σίγουρα το παρουσιαστικό του συντέλεσε στην επιλογή να ενσαρκώσει τον 18χρονο Κόβατς, έναν διαβόητο Γερμανό δεκανέα ουγγρικής καταγωγής που δρούσε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου αλλά και στο αρχηγείο της Γκεστάπο στη Μέρλιν και ήταν ο φόβος και ο τρόμος στα βασανιστήρια των αντιστασιακών, τον έτρεμαν όμως και οι Γερμανοί «συνάδελφοί» του, γι' αυτό και τον είχαν στα όπα-όπα. Μόλις αρχίζει να μιλά για τον ρόλο του και για την υποκριτική εν γένει, μεταμορφώνεται. Η ηρεμία εξαφανίζεται και μπροστά μου έχω ένα παθιασμένο με την τέχνη του –και ενίοτε σχεδόν αύθαδες, με την πολύ θετική σημασία του όρου– παιδί που περιγράφει με ένταση, κουνώντας χέρια και αλλάζοντας συνεχώς εκφράσεις, τη μοναδική εμπειρία των γυρισμάτων στην Κρήτη και το πόσο τυχερός αισθάνεται που η καριέρα του ξεκινά με μια τόσο σπουδαία συνεργασία.
Ο Βούλγαρης είναι ένα παιδί, μου χάρισε μια νέα αθωότητα ο τρόπος που ακόμα ελπίζει μέσα από την τέχνη του μετά από τόσα χρόνια.
«Ο Παντελής Βούλγαρης βρέθηκε στον δρόμο μου όταν ήμουν 19. Μόλις του είπα ότι ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο, με κάλεσε στο σπίτι του. Καθίσαμε τέσσερις-πέντε ώρες κι εγώ κοιτούσα να ρουφήξω την κάθε λέξη από αυτά που μου έλεγε. Κάπως έτσι βρέθηκα να κάνω μαθήματα με την Αννέζα Παπαδοπούλου. Φοβερή δασκάλα και υπέροχη, πολύ σωματική ηθοποιός. Ξέρεις, υπάρχουν καλοί ηθοποιοί που είναι κακοί δάσκαλοι και το αντίστροφο. Στην αρχή θυμάμαι να της λέω: "Δεν θέλω να ξανάρθω, γιατί νομίζω ότι μου τρως τα λεφτά". Δεν καταλάβαινα τίποτα, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, μου πήρε δύο χρόνια για να δω ότι αυτό που κάνουμε λειτουργεί και να νιώσω έτοιμος να δώσω σε σχολή υποκριτικής».
Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο Βούλγαρης και η Ιωάννα Καρυστιάνη, με την οποία συνυπογράφει το σενάριο, παρά τους όποιους ενδοιασμούς τους, πλησίασαν τον Λουκά για τον (γερμανόφωνο) ρόλο του Κόβατς, κάνοντάς του το εξής δημιουργικό "καψόνι". «Ήταν Σάββατο, μου έδωσαν όλο το σενάριο στα ελληνικά και μου είπαν να πάω τη Δευτέρα και να παίξω μια σκηνή στα γερμανικά, όποια ήθελα. Αυτή η ελευθερία εξαρχής με καύλωσε πάρα πολύ. Θυμάμαι να βλέπω μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο δέκα σχετικές ταινίες, όπως η Πτώση. Εν τω μεταξύ, γερμανικά καλά δεν μιλούσα κι έτσι απευθύνθηκα σε δάσκαλο. Κουρεύτηκα και όταν επέστρεψα, στον καθρέφτη του ασανσέρ είπα στον εαυτό μου "εσύ θα τον πάρεις αυτόν το ρόλο". Άρχισα να παίζω μια έντονη σκηνή όπου ο Κόβατς απευθύνεται σε ένα παιδί και του λέει "αφόπλισέ με, μαλακισμένο". Άρπαξα κι εγώ τον βοηθό του Βούλγαρη, ήταν λίγο αστείο. Σηκώθηκε, μου έδωσε το χέρι και μου είπε: "Αγόρι μου, τον πήρες τον ρόλο". Γενικά, ο Βούλγαρης και η Καρυστιάνη είναι οι ιστορίες τους και ο μοναδικός τρόπος να τις περιγράφουν, σαν να βλέπεις μονόπρακτο κάθε φορά. Μου έχουν πει τόσο πολλές – γι' αυτές νιώθω πιο τυχερός παρά που έπαιξα στην ταινία τους. Ο Βούλγαρης είναι ένα παιδί, μου χάρισε μια νέα αθωότητα ο τρόπος που ακόμα ελπίζει μέσα από την τέχνη του μετά από τόσα χρόνια». Δεν είναι φοβερό να το λέει αυτό ένας 23χρονος για έναν 77χρονο; «Του μιλάω στον πληθυντικό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ποτέ δεν τον είδα ως τον σεβάσμιο παππού και "κ. Παντελή, μη σπάσουν τ' αυγά"».
Στην προετοιμασία του, ο Λουκάς αναζήτησε στοιχεία για τον Κόβατς. Μου αναφέρει μάλιστα ότι είχε εφεύρει και το «φιδάκι» ή «σαύρα» στα βασανιστήρια, αλλά φυσικά τα ίχνη του χάνονται μετά την πτώση του Ράιχ. «Είναι πολύ κοινό το όνομά του, σαν να λες Παπαδόπουλος. Έχω βρει πάρα πολλούς και πήγαινα συνέχεια στον Βούλγαρη και τον ρωτούσα: "Μήπως είναι αυτός;". Εγώ, παρ' ότι Έλληνας, προσπάθησα να τον αγαπήσω, να τον δικαιολογήσω με κάποιον πιθανό τρόπο. Σε όλη την ταινία είναι βάναυσος, σε βαθμό που τον σιχαίνεσαι, αλλά υπάρχει και μια ανθρώπινη πλευρά του. Την απέδωσα στην ηλικία του, ήταν ένα παιδί που πήρε εξουσία και έπρεπε να επιβληθεί. Ενδεχομένως ήταν και δική μου ανάγκη να του προσδώσω μια ανθρώπινη πλευρά, για να μπορέσω να τον αντιμετωπίσω».
Πέρα από το διάβασμα, τις ταινίες και τα γερμανικά τραγούδια, ο Λουκάς κράταγε σημειώσεις για τον ρόλο σε ένα τετράδιο όπου κατέγραφε ό,τι του κατέβαινε, σκέψεις και εικόνες. Πόσο δύσκολο και αμήχανο ήταν για εκείνον να βρεθεί από το πουθενά στο σετ μιας τόσο μεγάλης παραγωγής – αρχικά, από άποψη κινησιολογίας και μόνο, πού θα πάει, πώς θα σταθεί! Απόλυτα ψαρωμένος καθώς ήταν στην αρχή των γυρισμάτων, συνειδητοποιεί ότι τον βοήθησε το γεγονός ότι τα γυρίσματα έγιναν στα Χανιά, οπότε κατάφερε να αναπτύξει σχέσεις με τους συμπρωταγωνιστές του. «Ήταν πολύ σημαντικό που έμενα μαζί με τον Ανδρέα (Κωνσταντίνου) και τον Αινεία (Τσαμάτη), με τους οποίους είχα γνωριστεί δύο εβδομάδες πριν. Αν τα γυρίσματα γίνονταν εδώ, στην Αθήνα, θα ήμουν σπίτι μου κάθε βράδυ και δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να λειτουργήσω. Εκεί βρισκόμουν σε μια αποστολή».
Ο Λουκάς δηλώνει πολύ κουτσομπόλης, καθώς μου λέει πόσο τρελαίνεται να παρατηρεί ανθρώπους, κινήσεις, συμπεριφορές, τσακωμούς, τα πάντα. «Ακούω μουσική στον δρόμο, αλλά μόλις νιώσω κάποια περίεργη ενέργεια, βγάζω αμέσως τα ακουστικά για να είμαι παρών. Με τρομάζουν οι ανθρώπινες συμπεριφορές. Με τρομάζει πολύ η αγένεια, αλλά ακόμα περισσότερο η επιτηδευμένη ευγένεια. Οι πληθυντικοί, η υποχρέωση για παραχώρηση θέσης, όλα αυτά τα τυπικά». Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της συνάντησής μας είναι όταν επιχειρεί να μου εξηγήσει ότι δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στη δράση παρά στο ήθος του ηθοποιού: «Η ελληνική λέξη "ηθοποιός" πρέπει να αλλάξει, γιατί δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Το αγγλικό "actor", αυτός που δρα, ο δράστης, μου αρέσει πιο πολύ, ενέχει κάτι κόντρα, κάτι παράνομο, που το 'χει η τέχνη. Έχουμε δώσει μια τόσο βαρυσήμαντη, αρκετά υποκειμενική χροιά σε αυτήν τη λέξη. Προτιμώ τη δράση, που είναι αντικειμενική».
Το «Τελευταίο Σημείωμα» θα κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους στις 26 Οκτωβρίου από την Tanweer.