Πάντα θαύμαζα, στα όρια της ζήλιας, τους πολυπράγμονες ανθρώπους, αυτούς που καταπιάνονται κατά καιρούς με πολλά και διαφορετικά πράγματα, ακόμα κι αν δεν τα ολοκληρώνουν ή δεν τα φέρουν εις πέρας με απόλυτη επιτυχία. Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση σε αυτή την επιθυμία είναι ότι έτσι αρνούνται να μεγαλώσουν, περνούν μια παρατεταμένη εφηβεία – συχνά καταφεύγω σε αυτή την προσέγγιση για να τους «ψέξω» μέσα μου.
Ο Νικόλας Ανδρουλάκης είναι σαφώς πολυπράγμων. Το επαγγελματικό του mail στην ιδιότητα αναφέρει «writer-actor-director» με αυτήν τη σειρά, «για λόγους υπαρξιακούς και αξιακούς, αλλά και για τη σειρά της δημιουργίας» όπως μου εξηγεί.
Καθώς έχει περάσει και ο ίδιος για ένα διάστημα από τον τομέα της έντυπης δημοσιογραφίας και από τη ραδιοφωνική παραγωγή, έχοντας σπουδάσει Οικονομικά, αλλά και διαθέτοντας μια ισχυρή σοσιαλμιντιακή περσόνα με απρόσκοπτη γραφή, ήθελα, καταρχάς, στην κυριακάτικη συνάντησή μας στο Bios με αφορμή την παράσταση Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. που παρουσιάζει στο υπόγειο, να μου εξηγήσει τη δική του προσέγγιση της πολυπραγμοσύνης.
Από τα πιο ενδιαφέροντα υπαρξιακά στοιχήματα για ένα παιδί 12 ετών ήταν όταν με είχε ρωτήσει κοριτσάκι, που μου άρεσε κιόλας, «ο μπαμπάς σου είναι κακός; Γιατί του καίνε τα βιβλία;». Κάτι τέτοιο, καλώς ή κακώς, σε σκληραγωγεί, ειδικά όταν έχεις μεγαλώσει σε ένα σπίτι με πραγματική δημοκρατία και ελευθερία και όχι ταϊσμένη με το ζόρι.
«Έφηβος δεν νομίζω ότι υπήρξα ποτέ. Πιθανώς να υπήρξα λίγο, σε ένα πρώιμο μετεφηβικό στάδιο, και αυτό αφορούσε τον τρόπο ζωής, την ανεμελιά. Μέσα μου, τώρα που έγινα 30, νομίζω ότι είμαι 10 και 70. Δεν είναι "εφηβεία" το να καταπιάνεσαι με πολλές ή λίγες διαφορετικές πτυχές δημιουργίας. Δεν ήταν καθυστερημένοι που κάποτε πάλευαν για το sui generis και το homo universalis.
»Ζούμε στην εποχή όπου όλα σε παροτρύνουν να έχεις την απόλυτη εξειδίκευση σε κάτι, οπότε, ναι, θα μπορούσα να γίνω ο απόλυτος διασκευαστής της κιτσοπουλικής μεθόδου και του εξπρεσιονιστικού μεταμοντερνιστικού γίγνεσθαι σε ένα μεταϋπαρξιακό περιβάλλον, αλλά αν δεν ρισκάρεις κι αν δεν εκφράζεσαι με κάθε μέσο, πώς μπορείς να δηλώνεις καλλιτέχνης;
»Εφηβεία είναι το να μπαίνεις από το ένα πράγμα στο άλλο, να το κάνεις πρόχειρα, να είσαι ασυνεπής, να βαράς πιστολιές στον αέρα. Το να δουλεύεις με ένα σχετικό βάθος, όπως πιστεύω ότι κάνω εγώ, νομίζω ότι είναι ένα μείγμα γήρατος και παιδικότητας – γιατί αν δεν έχει παιχνίδι μέσα η φάση επίσης δεν με αφορά».
Είχα καιρό να συναντήσω καλλιτέχνη που να έχει διάθεση να τσαλακωθεί τόσο πολύ για τις ανάγκες μιας φωτογράφισης, προτείνοντας να κάνουμε ακριβώς αυτό που θεωρεί ότι υπηρετεί το όραμά του. Φορώντας τα σημαίνοντα ρούχα του ρόλου του, βγαίνει στη διαχωριστική λωρίδα της Πειραιώς, στήνοντας σε χρόνο dt μια αυτοσχέδια μικρογραφία του σκηνικού, και μετά μας προτρέπει να τον ακολουθήσουμε στο παραπλήσιο παζάρι στην Ομόνοια, ντυμένος μελισσοκόμος, με μεγάλη όρεξη για όλα τα στάδια της συνέντευξης, παρά τις αλλεπάλληλες παραστάσεις και ένα κρύωμα που τον ταλαιπωρεί.
Αργότερα θα μου αποκαλύψει «ένα από τα πιο ωραία πράγματα που μπορείς να κάνεις σε αυτή την πόλη, κάτι που δεν είναι χιπ, αλλά εντελώς καλτ»: «Αγαπώ τις συζητήσεις που ακούω από ταξιτζήδες, τουρίστες με βαλίτσες, τύπισσες μεθυσμένες, 1 η ώρα τη νύχτα, όταν κάθομαι, μία στο τόσο, στο τζαμένιο παράθυρο των McDonald's του Συντάγματος. Δεν κοιτάω φάτσες, πρώτα ακούω και μπορεί να πετύχω κάποια πελώρια λαϊκή σοφία».
Ο Νικόλας έχει διασκευάσει, λοιπόν, σκηνοθετεί και παίζει σε ένα από τα πρώτα έργα της Λένας Κιτσοπούλου, τη θρυλική πλέον Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. που προ δεκαετίας είχε καθιερώσει ουσιαστικά το όνομά της στο ελληνικό θέατρο, μεταφέροντάς το στο σήμερα και κάνοντας μια σειρά από παρεμβάσεις, προεξάρχουσας της μετατροπής του χαρακτήρα του έργου από γυναίκα 37 ετών σε άντρα τριαντάρη, έχοντας μάλιστα λάβει το ελεύθερο από την ίδια τη δημιουργό.
«Της το έχω πει και κατά πρόσωπο, μεταξύ σοβαρού και αστείου, "Λένα Κιτσοπούλου, παντρέψου με ή, έστω, δώσε ρόλο". Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους είμαστε, για μεταφυσικούς λόγους, συνδεδεμένοι με ομφάλιο λώρο. Η Λένα, όπως και πολλοί άλλοι, από τον Σαραμάγκου μέχρι τον Γούντι Άλεν και τον Τρίερ, μου μιλάνε άμεσα, σαν να αράζαμε μαζί όταν έγραφαν τα έργα τους.
»Ζούμε, καλώς ή κακώς, αυτήν τη νουβέλ βαγκ του νεορομαντικού ψιλομελαγχολικο-καταθλιπτικό-αλλά_εντάξει_κιόλας, όπως στα τέλη του 19ου αιώνα. Επειδή η Λένα έχει μια εμφυλιακή αμφισβήτηση του εαυτού μας, είναι κατεξοχήν σύγχρονη – δεν μου αρέσει η λέξη επίκαιρη. Δεν είναι τυχαίο ότι και η ίδια ως προσωπικότητα είναι παράξενη, δεν έχει σόσιαλ μίντια, παίζει ρεμπέτικα και ταυτόχρονα κυκλοφορεί με πέρλες, βωμολοχεί, κρατάει το ιδίωμα από την καταγωγή της στον τρόπο που μιλάει.
»Η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. με ενδιέφερε πολύ επειδή παίρνει ελαφρά τη καρδία κάτι πάρα πολύ σκληρό, την αυτοχειρία, ως προέκταση του ανικανοποίητου και της μοναξιάς. Ίδρωσα στη διασκευή, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ο Γιάννης, λοιπόν, ή Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Ο.Σ. είναι μια ανδρική φιγούρα αταξινόμητη, παράξενη, ενοχική, μοναχική, που θέλει να ρίξει μια πελώρια μπουνιά στα πάντα γύρω του με πολλή καταπιεσμένη οργή. Νομίζω ότι είναι ακόμη πιο οριακός από την ηρωίδα της Λένας, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα του ήρωα το να φτάσει σε κάτι τόσο ακραίο».
»Είναι πολύ απελευθερωτικό, γι' αυτό επιλέγω να δημιουργώ χαρακτήρες που είναι, φαινομενικά, διαφορετικά όντα απ' ό,τι οι ηθοποιοί που τους υποδύονται, να βάζεις προσωπικά στοιχεία και βιώματα σε έναν ήρωα τελείως διαφορετικό από σένα. Εδώ είχε πολύ ενδιαφέρον το πώς βουτάω κάποιον που είναι νεόπτωχος καλλιτέχνης και καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος, όχι περήφανος γι' αυτό, που δεν θα το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του, που αυτή του η άρνηση είναι προέκταση ένα σωρό άλλων ενοχικών καταστάσεων. Έκανα πολλή δουλειά πάνω σε αυτό, δεν ήθελα να βγει εύκολο ή διδακτικό – ειδικά όταν είσαι έξω από τον χορό είναι εύκολο να την πατήσεις.
»Το έργο, λοιπόν, δεν έχει να κάνει ούτε με θρησκείες, ούτε με προτιμήσεις ούτε με τίποτε το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο συνδικαλιστικό όργανο, σε κάποιο γκρουπ το οποίο διεκδικεί. Αυτός ο τύπος είναι μόνος του».
Τις τελευταίες μέρες κάποια tabloids φρόντισαν να «την πέσουν» στον Νικόλα με αφορμή την αφίσα της παράστασης που τον παρουσιάζει με κάτι σαν φωτοστέφανο, τυλιγμένο με ένα φίδι, ειρωνικά σχεδόν, δεκαοκτώ χρόνια μετά από την κυκλοφορία του μυθιστορήματος Μν του πατέρα του Μίμη Ανδρουλάκη και του «ιερού πολέμου» που είχε ξεσπάσει εν έτει 2000 από ακραίες χριστιανικές οργανώσεις.
Τον ρωτώ πώς είχε βιώσει εκείνη την εποχή και αν νιώθει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. «Από τα πιο ενδιαφέροντα υπαρξιακά στοιχήματα για ένα παιδί 12 ετών ήταν όταν με είχε ρωτήσει κοριτσάκι, που μου άρεσε κιόλας, "ο μπαμπάς σου είναι κακός; Γιατί του καίνε τα βιβλία;". Κάτι τέτοιο, καλώς ή κακώς, σε σκληραγωγεί ειδικά όταν έχεις μεγαλώσει σε ένα σπίτι με πραγματική δημοκρατία και ελευθερία και όχι ταΐσμένη με το ζόρι – είναι μεγάλη υπόθεση αυτό και νομίζω πως η πραγματική ουσία της αριστεράς.
»Εγώ, λοιπόν, απευθύνομαι στο κοινό που θα έρθει σε ένα υπόγειο να δει θέατρο. Είναι αστείο όταν μιλάμε για μια σκηνή 55 θέσεων να λέει κάποιος ότι η αισθητική της αφίσας ήταν στοχευμένα "προκλητική". Το 2018 τι είναι προκλητικό; Πλάκα μου κάνεις; Αυτός ο ήρωας βλέπει μπροστά του κολάσεις, Αγίους Πέτρους, πορτιέρηδες, βαρκάρηδες... Αυτοί που είναι να έρθουν θα έρθουν. Απ' όλο αυτό κρατάω ότι πρέπει να αντέχω να μην παίξω οποιοδήποτε παιχνίδι και να επιλέγω σε ποιον χορό θέλω να χορέψω».
Πάντως, η φεϊσμπουκική περσόνα του Νικόλα δεν φαίνεται να διαφέρει και πολύ από την πραγματικότητα. Ο χειμαρρώδης τρόπος ομιλίας του περιλαμβάνει, συχνά-πυκνά, αυτά τα μικρά ψήγματα καθημερινότητας που ποστάρει, τις αταξινόμητες σκέψεις, εκφρασμένες πάντα με πρωτοτυπία και συνήθως με συντομία, σαν μικρά ελεύθερα χαϊκού. Παλιότερα αυτές οι δημοσιεύσεις συνοδεύονταν συχνά από τη λέξη «αξίωμα», κάνοντας ακόμα πιο χαρακτηριστική τη γραφή του στον ορυμαγδό βλακείας που διαβάζουμε καθημερινά στα social media. Πλέον το «αξίωμα» κόπηκε.
«Μεγαλώνοντας, βλέπεις ότι η ανάγκη να δημιουργείς μια έμμεση υπογραφή είναι μια χρήση του υπερεγώ, που όταν το έχεις κατακτήσει, γιατί να ξοδεύεις λέξεις για να δημιουργείς μια έμμεση τζίφρα; Είναι προσωπικό στοίχημα σε όλες μου τις εκφάνσεις να αφαιρούνται τα περιττά, είναι, νομίζω, στοιχείο ωριμότητας. Θεωρώ ότι είναι βαθιά σνομπ να έχω την πολυτέλεια μιας σκέψης και να την κρατάω σε ένα τεφτέρι χωρίς να την κοινοποιώ.
»Μου λένε να τα βγάλω σε βιβλίο, μεταξύ σοβαρού και αστείου. Όχι, αν είναι να βγάλω βιβλίο θα περιλαμβάνει ανέκδοτα ποιήματά μου που δεν τα ξέρει κανείς ή, όταν μεγαλώσω λίγο και νιώσω έτοιμος, ένα μυθιστόρημα, κάτι πολύ συμπαγές. Το να κάνω ένα ποτ πουρί που θα σ' το πουλάω για 9 ευρώ, από τα οποία θα κερδίζω το 1,10, δεν έχει νόημα.
»Αξιοποιείς κάθε μέσο σύμφωνα με το γονιδίωμά του. Όταν δεν έχω χρόνο, δεν θα γράψω, όταν μου σκάσει, θα γράψω. Το Facebook είναι το μέσο της εποχής. Αν πέσουν τα διαδίκτυα, σε μια μετα-αποκαλυπτική εποχή, μπορεί να κυκλοφορώ με την ντουντούκα ή να τα χαράζω σε σπηλιές».
Παλιότερα, ο Νικόλας είχε δηλώσει πως δεν είναι κομματικοποιημένος. Πώς γίνεται ένας χαρισματικός νέος, γεννηθείς το '87 («όλη η ραδιενέργεια πάνω μας από το Τσερνόμπιλ, και πανευρωπαϊκά στο μπάσκετ και ΠΑΣΟΚάρα» θα σχολιάσει μόλις βγαίνουμε συνομήλικοι), με οικογενειακές περγαμηνές που θα άνοιγαν έναν εύκολο δρόμο στην πολιτική καριέρα, να δηλώνει κάτι τέτοιο;
«Είμαι βαθιά πολιτικοποιημένος, αλλά σε αυτήν τη ζωή δεν ξέρω αν έχω τα κότσια να θυσιάσω την ψυχική μου υγεία και να ευνουχίσω την καλλιτεχνική μου δημιουργία για να πάω προς μια αμεσότητα για ένα καλύτερο αύριο – αφού, ως καλλιτέχνες, έμμεσα προσπαθούμε να πετύχουμε μια μικροσκοπική, έστω, μετατόπιση προς κάτι καλύτερο. Δεν με εκφράζει προσωπικά κανένας χώρος στο σύστημα. Θα μπορούσα να το διεκδικήσω, να βγάζω πολύ περισσότερα λεφτά και να έχω και μπλε tick στα social ως "αναγνωρισμένος λογαριασμός".
»Προφανώς και είχα προσεγγίσεις από το πανεπιστήμιο κιόλας, από τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο. Όταν τους είπα ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει κομματικοποίηση στην πανεπιστημιακή κοινότητα, με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Αγαπάω αυτή την πόλη, αυτήν τη χώρα και αυτή την ήπειρο. Όταν το αεροπλάνο περνά τη Μαλακάσα για να προσγειωθεί, νιώθω σαν στο σπίτι μου».
Το επόμενο σχέδιο του Νικόλα με ιντριγκάρει πολύ, καθώς μου το περιγράφει. Έχει στα σκαριά την παρουσίαση ενός αγγλόφωνου, δικού του έργο στο Λονδίνο από τον Μάρτιο, το «Too Young to Die», με επιρροές από το «Black Mirror» μέχρι Αριστοφάνη και από Κιτσοπούλου μέχρι τη «Ζωή της Αντέλ», όπου σε μια αίθουσα αναμονής του Κάτω Κόσμου περιμένουν να διαγωνιστούν σε ένα talent show, για να γυρίσουν πίσω στη ζωή, ταλαντούχοι άνθρωποι που ανά τους αιώνες έχουν πεθάνει πριν από τα τριάντα. Ο Αχιλλέας, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζέιμς Ντιν, η Άνα Φρανκ και ένας κατά φαντασίαν Ρωμαίος είναι ανάμεσά τους. Εκεί βρίσκεται και μια άσημη νεαρή Ελληνίδα που πέθανε με τον πιο ανόητο τρόπο, πέφτοντας από την ταράτσα την ώρα που τραβούσε τον εαυτό της με selfie stick για μια οντισιόν.
«Εμπορικό δεν ξέρω τι είναι. Με χαρά, πάντως, θα ήθελα να παίξω και να δοκιμαστώ σε απαιτητικά πράγματα άλλων συναδέλφων» σχολιάζει μόλις τον ρωτώ αν σκοπεύει να παίξει σε κάτι πιο μαζικό:
«Επειδή ζούμε σε έναν κόσμο με ταμπέλες, όταν βλέπουν "writer...", ακόμα και φίλοι μου, μέσα τους μάλλον φοβούνται ότι "αυτός κάνει τα δικά του". Συγγνώμη που δεν ακολούθησα την πεπατημένη κι εκεί γύρω στα 35-38 να σκάσει η πρώτη δική μου δουλειά, τι να κάνουμε; Φυσικά και μου αρέσει να υπηρετώ οράματα άλλων, είναι λιγότερο αγχωτικό να κάνεις τη δουλειά σου όταν είναι μόνο μία!».
Info
Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.
της Λένας Κιτσοπούλου
Bios basement (Πειραιώς 84, 210 3425335)
Πέμ.-Κυρ. 21:00, έως 11/2
Εισ.: €8-10