Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τη λέξη «νταλκάς»; Γιατί μια ομάδα σύγχρονου χορού αποφασίζει να στήσει μια χοροθεατρική παράσταση με αυτό τον τίτλο μέσα σε ένα μέρος όπως το «Χαλκιάς Palace» στο Μεταξουργείο, ένα μαγαζί που φιλοξενεί χοροεσπερίδες διάφορων συλλόγων ή γλέντια για τους «πρόγαμους» και φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση με τις «υψηλές» τέχνες;
Πριν από μερικούς μήνες είχα παρακολουθήσει μια πρώιμη βερσιόν του «Dalga», της νέας παράστασης της Stereo Nero Dance Co. που πρωτοπαρουσιάστηκε εν είδει work in progress στο πρόσφατο Arc for Dance Festival. Αυτό που είχα δει μου έφερε αμέσως στο μυαλό το καλτ «Αυτή η Νύχτα Μένει» του Παναγιωτόπουλου.
Στους μήνες που μεσολάβησαν, η ομάδα κατάφερε να λάβει επιχορήγηση από το υπουργείο Πολιτισμού και να μεγαλώσει την ιδέα της, που αποτελεί μια απόπειρα σωματικής έρευνας πάνω στο λαϊκό ιδίωμα, προσθέτοντας και τέταρτο ερμηνευτή στους τρεις αρχικούς. Τώρα έφτασε η στιγμή να την παρουσιάσει στο κοινό, έχοντας επιλέξει έναν τόσο ιδιαίτερο και παλλόμενο χώρο για να τη στεγάσει.
Την ίδια στιγμή μπορεί να υπάρχει κάποιος που βιώνει τον νταλκά του δωρικά και κάποιος που νιώθει κιτσερέλα. Τίποτα δεν είναι λάθος γιατί σε αυτά τα πράγματα δεν υπάρχει λάθος.
«Για μένα νταλκάς είναι όλα αυτά που ποθήσαμε, αυτά που χάσαμε, που μπορεί να μην έχουμε ποτέ» περιγράφει η χορογράφος Εύη Σούλη, η μία εκ των δύο ιδρυτριών της ομάδας. «Είναι η ιστορική μνήμη, οι χαμένες πατρίδες, οι χαμένοι έρωτες, είναι μια ταυτότητα που ακροβατεί στην ανατολή και τη δύση. Το υψηλό μέσα στο χαμερπές, όλη αυτή η λαϊκότητα που κρύβει μια αγιοσύνη. Είναι οι ρίζες μου».
«Ο νταλκάς για τον καθένα μας είναι μια διαρκής κατάσταση στην οποία αγιοποιούμαστε και πέφτουμε στο κατώτατο ψυχολογικό όριο την ίδια στιγμή. Δυο τελείως αντιφατικές καταστάσεις που παντρεύονται σε μία και σχετίζονται με το συναίσθημα, όμως και με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε στην κοινωνία σήμερα.
»Η αναφορά του συναισθηματικού κόσμου αφορά τον έρωτα, τον θάνατο, όλες τις απώλειες που μπορεί να βιώσει το άτομο, που φέρονται πολύ προσωπικά και χορεύονται ενδεχομένως εκ βαθέων, με εξομολογητικό χαρακτήρα.
»Από την άλλη νταλκάς μπορεί να είναι και μια καθημερινότητα που όσο πάει γίνεται και πιο δύσκολη στη χώρα μας, με τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που την καθορίζουν» συμπληρώνει η έτερη ιδρύτρια της ομάδας, η ερμηνεύτρια Κατερίνα Φώτη.
Τα δύο νεαρά κορίτσια συνεργάζονται τα τελευταία χρόνια χωρίς ωστόσο οι ρόλοι χορογράφου-ερμηνεύτριας να είναι απόλυτοι στην ομάδα, αφού, όπως μου λένε, συζητούν τα πάντα, βρίσκονται σε διαρκή διάλογο καθώς «η Εύη στήνει εικόνες και κόσμους και η Κατερίνα κωδικοποιεί αυτούς τους κόσμους σε κίνηση».
«Είμαστε και οι δύο από την επαρχία, οπότε όλο αυτό το πράγμα το κουβαλάμε» καταλήγει η Εύη. «Είμαστε ο επαρχιώτης στην Ομόνοια, πρώτη του Μάη. Είμαστε ο τσάμικος, ο Χατζιδάκις, ο Σαββόπουλος, αλλά και οι Joy Division, είμαστε κάθε υπόγειο της Ελλάδας, της Αθήνας, της Ευρώπης, του κόσμου όλου».
Το έργο επιχειρεί, εκτός των άλλων, να προσεγγίσει τα όρια εννοιών όπως το «λαϊκό» και το «λαϊκιστικό», το «δωρικό» και το «κιτς», μέσα από τη συσχέτιση της διασκέδασης από τη δεκαετία του '50 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '90 με τις κυρίαρχες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε περίοδο.
Εν τέλει, όμως, πώς οριοθετείται το κιτς; Η Εύη προβληματίζεται:
«Ζούμε σε μια πόλη που δεν είναι βιτρίνα, δεν ζούμε στο Παρίσι. Είναι καθαρά βαλκανική η Αθήνα. Περπατάω, βλέπω, φωτογραφίζω τι γίνεται, τι να ονομάσω φτηνό και καλτ και κιτς, σε μια πόλη που αυτή είναι η πραγματικότητά της;
»Εμείς είμαστε τόσο ανοιχτοί σε ακούσματα. Το Σάββατο το βράδυ μπορεί να ακούμε new wave σε κάποιο υπόγειο και Κυριακή πρωί να έχουμε πρόβα και να ακούμε Ρίτα Σακελλαρίου, ενώ την Παρασκευή να έχουμε πάει στον Νιάρχο ή στο Μέγαρο για όπερα».
Η Κατερίνα το πάει παραπέρα: «Το υψηλό και το λαϊκό είναι δίπολα, που από την πολλή αντίθεση τα άκρα τους τείνουν να συγκεράζονται. Ο πολύ δωρικός χορός μπορεί να είναι τόσο ειλικρινής όσο και ο απόλυτα εξωστρεφής που αγγίζει τον πιθανό εξευτελισμό.
»Η ουσία είναι μία. Η αντιπαραβολή που κάνουμε στην πορεία του έργου έχει να κάνει με τον τρόπο που όλα αυτά τα στοιχεία τοποθετούνται σε ένα κέντρο διασκέδασης, το βράδυ. Την ίδια στιγμή μπορεί να υπάρχει κάποιος που βιώνει τον νταλκά του δωρικά και κάποιος που νιώθει κιτσερέλα. Τίποτα δεν είναι λάθος γιατί σε αυτά τα πράγματα δεν υπάρχει λάθος».
Δύο πράγματα που ενδιαφέρουν πρωταρχικά τη συγκεκριμένη ομάδα είναι η εξωστρέφεια του σύγχρονου χορού και η συνδιαλλαγή των καλλιτεχνών με την πόλη, την Αθήνα.
«Είναι προμετωπίδα της ομάδας να βγει ο σύγχρονος χορός από την παρουσίασή του σε ένα θέατρο, ένα φεστιβάλ, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που μας ένωσαν για να δουλεύουμε μαζί από το 2014» θα πει η Κατερίνα και η Εύη προχωρά στη σύνδεση του δεύτερου στόχου:
«Στην προκειμένη είμαστε σε ανοιχτό διάλογο με τον χώρο που έχει δική του ιστορία και ταυτότητα. Κάνοντας τα διάφορα ρεπεράζ στην πόλη, για να κλέψω και λίγο τον κινηματογραφικό καημό που έχω, αφού μάλλον κάνω χορό επειδή δεν μπορώ να κάνω ταινίες, βρέθηκα στο Χαλκιάς Palace, το θρυλικό μαγαζί του Πετρολούκα Χαλκιά. Εκεί λοιπόν πλέον κάνουν γλέντια Βουλγάρες, Πομάκοι, Αλβανοί...».
«... όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κάποιοι τους θεωρούν "κοινωνικό περιθώριο"», συνεχίζει η Κατερίνα. «Πόσο αδόκιμος όρος αυτή η ετικέτα! Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο, πόσο μάλλον στο "αχ που γίνεται όπα".
»Αυτές οι ομάδες τοποθετούν τη ρίζα τους στο κέντρο μιας Αθήνας όπου βρέθηκαν για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους χρόνια πριν και κάπου πρέπει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αυτό που χτυπάει στη φλέβα τους, που είναι το ίδιο με αυτό που χτυπάει και σε εμάς, σε σχέση με τις επαρχίες μας, τις καταβολές μας και τον τρόπο που μεγαλώσαμε.
»Κάπου εκεί είπαμε ότι η καρδιά της παράστασης πρέπει να χτυπήσει σε ένα τέτοιο μέρος που δεν έχει κανένα επίπλαστο χαρακτηριστικό, τίποτα εξωγενώς τοποθετημένο, είναι αυτό που είναι εδώ και χρόνια. Ξεκίνησε από τον Πετρολούκα Χαλκιά ως χώρος που μαζεύονταν οι Ηπειρώτες για τα γλέντια τους, τα κλαρίνα τους και τα παραδοσιακά τους».
Με τις πρόβες στο μαγαζί, η ομάδα βλέπει πώς το έργο αρχίζει και λειτουργεί σε αυτό τον χώρο. «Άνθρωποι που δουλεύουν εκεί, που κάνουν πόρτα ή είναι στη λάντζα, ακούγοντας το κείμενο της εισαγωγής, ενώ ήταν απασχολημένοι, ξαφνικά γυρνούσαν και σχολίαζαν».
Το Χαλκιάς Palace τρέχει πλέον ο γιος του Πετρολούκα, ο κύριος Γιάννης Χαλκιάς. Τα κορίτσια νομίζουν ότι ο ιδιοκτήτης δεν έχει αντιληφθεί πλήρως τι ακριβώς είναι αυτό που θα παρουσιάσουν.
«Αρχικά όταν άκουσε για ομάδα χορού νόμιζε ότι είμαστε κάποιος χορευτικός όμιλος τύπου Σύλλογος Περιβολιωτών Μαγνησίας, που είναι ο σύλλογος των γονιών μου!» θυμάται η Κατερίνα.
«Αυτό είναι ακόμα πιο ωραίο για εμάς, γιατί κι ο ίδιος αναρωτιέται τι θα γίνει, ποιος κόσμος θα έρθει. Μας ρώταγε μήπως πρέπει να κάνει ανακαίνιση στο μαγαζί ή να βάλει φαγητό!».
Δεν θα έχει φαγητό στην παράσταση, αλλά στην είσοδο θα περιλαμβάνεται ποτό και θα υπάρχει open bar για μετά τη λήξη της παράστασης, οπότε και θα παίξουν μουσική ταιριαστή, νταλκαδιάρικη.
Ως τότε, προσέξτε σε διάφορα σημεία της πόλης τα στικεράκια με το καλαίσθητο λογότυπο της παράστασης – ένα παιχνίδι που ξεκίνησε σαν inside joke μεταξύ φίλων για την προώθησή της και εξαπλώθηκε, με στόχο «να βρεθούν τα μυστικά σημεία της πόλης όπου μπορεί να χωρέσει ένας νταλκάς».
Info:
Dalga
Χορογραφία / Σύλληψη: Εύη Σούλη
Βοηθός χορογράφου: Κατερίνα Φώτη
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Jan Van de Engel
Ερμηνεία / Συνδημιουργία υλικού: Κατερίνα Φώτη, Ηλίας Χατζηγεωργίου, Μαργαρίτα Τρίκκα, Δημόκριτος Σηφάκης
Σκηνογραφία: Μαριλένα Γεωργαντζή
Ενδυματολόγος : Αγγελική Κοτρώνη - Maiden Brand
Δραματουργός: Γιώλικα Πουλοπούλου
Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη, Αλέξανδρος Θεοφυλάκτου
Χαλκιάς Παλλάς (Ψαρών 4, Πλ. Καραϊσκάκη, Μεταξουργείο)
4-5 & 18 Μαρτίου 2018
Τηλέφωνο κρατήσεων: 6947739492 (ώρες 11.00-16.00 καθημερινά)
σχόλια