«Περιτριγυρισμένος από δέκα τουλάχιστον νέους και νέες που καθόντουσαν όπου μπορούσαν, στη μοναδική καρέκλα, στο κρεβάτι του ή κατάχαμα, ο Αλέξης καθότανε και στο φως μιας σπαστής λάμπας σχεδίαζε σα να 'ταν εντελώς μόνος. Ακουμπούσε την πένα πάνω σε ένα τυχαίο σημείο της κόλλας και, τσίκι-τσίκι, όπως έλεγε, γέμιζε την κόλλα με παράξενα σχήματα καμωμένα, θα 'λεγε κανείς, από σταγόνες αίμα...».
Αυτό το μικρό απόσπασμα του Κώστα Ταχτσή από πρόλογο έκθεσης του 1971 του Αλέξη Ακριθάκη, όπου ξαναθυμάται στιγμιότυπα της κοινής τους ζωής, εμπεριέχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ατίθασης εποχής, λίγο πριν από τη χούντα και το φευγιό του ζωγράφου στο Βερολίνο.
Ο Αλέξης Ακριθάκης (1939-1994), ένα από τα πιο ελεύθερα πνεύματα της μεταπολεμικής Αθήνας και από τα πλέον ασυγκράτητα αγόρια της πλατείας Κολωνακίου των δεκαετιών '50-'60, γύρισε νωρίς την πλάτη του στον καθωσπρεπισμό των αστών και επέλεξε να ζήσει και να δημιουργήσει με έναν πολύ προσωπικό και αντισυμβατικό τρόπο.
Κάπου εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του '60, έγινε συνειδητά-ασυνείδητα μέλος του κύκλου χαρισματικών νέων λογοτεχνών του (υπερρεαλιστικού) λογοτεχνικού περιοδικού «Πάλι», του οποίου, κατά κάποιον τρόπο, ηγούνταν ο Νάνος Βαλαωρίτης, αν και έλειπε σχεδόν μονίμως στο εξωτερικό.
Την εποχή που ο Αλέξης Ακριθάκης είχε εθιστεί στα ναρκωτικά, η σχέση του με την κόρη του, η επικοινωνία τους και η παιδική φαντασία αποτελούσαν τη μοναδική του διέξοδο από την πορεία θανάτου.
Ως μέλος αυτής της επίλεκτης παρέας, δίπλα στον Γιώργο Μακρή, στον Ταχτσή, στον Δενέγρη, στον Γονατά, στον Πουλικάκο, στην Αραβαντινού και άλλους, την ώρα που εκείνοι διάβαζαν κείμενα και ποίηση, εκείνος, αφοσιωμένος στο μπλοκ του, με απίστευτη υπομονή και προσήλωση ‒«να τρίζει το χαρτί, σαν σιωπηλός αντίλαλος της ποίηση» όπως λέει ο ιστορικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος‒ έδινε πνοή σε σχέδια και εικόνες μιας νέας ζωγραφικής, την ελληνική τέχνη στην πιο εμπνευσμένη της εκδοχή.
Η σχέση του Ακριθάκη με τους λογοτέχνες, τον γραπτό λόγο και τη γλώσσα αποτελεί κάτι ξεχωριστό στα ελληνικά πράγματα, που συνεχίστηκε και αργότερα στη Γερμανία, όπου έζησε και εργάστηκε με τη σύντροφό του Φώφη και την κόρη τους Χλόη.
Στο έργο του η αφήγηση δεν είναι ποτέ αποκλειστικά λόγος ή εικόνα αλλά κάτι ανάμεσα. Ένα απροσδιόριστο όριο μεταξύ γραφής και ζωγραφικής που συμπυκνώνει μιαν άλλη ποιητική διάσταση, μια πρωτοτυπία και μια νεωτερικότητα ακόμα και στις πρώτες του καλλιτεχνικές απόπειρες.
Η ουσιαστική σχέση του όμως με τον λόγο ξεκίνησε με την κόρη του Χλόη, εκεί γύρω στο 1971. Εκείνος ζωγράφιζε κι εκείνη του περιέγραφε τι έβλεπε. Ένα παιχνίδι μεταξύ τους που έγινε ιστορίες και χαρούμενα σχέδια τα οποία κοσμούσαν το παιδικό της δωμάτιο και αργότερα το δωμάτιο των δικών της παιδιών.
Ήταν η εποχή που ο Αλέξης Ακριθάκης είχε εθιστεί στα ναρκωτικά, οπότε η σχέση του μαζί της, η επικοινωνία τους και η παιδική φαντασία αποτελούσαν τη μοναδική του διέξοδο από την πορεία θανάτου. Όπως όταν «απασφαλίζεις μια βόμβα, η σχέση του με την κόρη του έγινε το αντίδοτο του θανάτου» εξηγεί ο Ζαχαρόπουλος.
Η Χλόη Ακριθάκη, από την άλλη, θυμάται: «Ως παιδί δεν κατάλαβα ποτέ οτιδήποτε είχε να κάνει με ναρκωτικά. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος, μαζί περνούσαμε πολύ καλά!».
Πράγματι, ο Ακριθάκης τα «πάθη» του τα κρατούσε για τον εαυτό του, για άλλες ώρες από εκείνες που αφιέρωνε στην οικογένειά του.
Αυτές οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσε η Χλόη, άλλοτε αυτόνομα έργα κι άλλοτε σχέδια σε τετράδια, αποτελούν ένα μόνο μέρος της έκθεσης «Οι ιστορίες του Αλέξη Ακριθάκη» που ξεκινάει στο Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας, εγκαινιάζοντας ως προπομπός τις εκδηλώσεις του «Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου».
Η έκθεση αποτελείται από περίπου 200 (κάποια εντελώς άγνωστα) εκθέματα, εκ των οποίων τα 80 είναι βιβλία στα οποία συμπεριλαμβάνονται σημειωματάρια, εικονογραφήσεις βιβλίων λογοτεχνών, όπως αυτά του Ταχτσή («Τα ρέστα»), του Μακρή, του Γονατά, του Πετρόπουλου («Ιωάννου Αποκάλυψη», «Το παράθυρο στην Ελλάδα», «Το μπαλκόνι στην Ελλάδα»), artist's books, όπως «Ο κροκόδειλος» (που για τον Ακριθάκη συμβόλιζε τον συμβιβασμένο άνθρωπο) και «Ο τοξάκιας», προσωπικές σημειώσεις με απόψεις, αποφθέγματα και σχόλια κάθε λογής (τα ιδιαιτέρως προσωπικά «λογοκρίθηκαν», ώστε να μπορέσει η έκθεση να δεχτεί και σχολεία), κατάλογοι γκαλερί του Ιόλα και της Ζουμπουλάκη (ανάμεσα τους και ένας κατάλογος του οποίου τα 30 πρώτα αντίτυπα με σκληρό εξώφυλλο περιέχουν και αυθεντικά σχέδια), ένα βιβλιαράκι της τεχνικής εταιρείας ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ («Το φράγμα του Πολύφυτου») και φυσικά οι 20 ιστορίες που σκαρφίστηκε για τη Χλόη.
Όλα τα αυθεντικά σχέδια παρουσιάζονται σε αντιπαράθεση με τις ανατυπώσεις τους, ενώ στους τοίχους θα κρέμονται περί τα 50 έργα, κολάζ με λογοτεχνικά κείμενα, π.χ. ένα με ποίηση του Τάσου Δενέγκρη, αλλά και με δικούς του στοχασμούς, σχέδια από το 1965 (εξαίρεση αποτελεί ένα σπάνιο του 1955 από σχολικό περιοδικό) μέχρι το 1994, οπότε και πέθανε.
Ενδιαφέρον έχει και μια σειρά πορτρέτων τροφίμων του Δρομοκαΐτειου, όπου ο καλλιτέχνης μπαινόβγαινε τον καιρό που ελευθερώθηκε από τις ουσίες, αλλά ταλανιζόταν από το αλκοόλ, με τις αναμενόμενες συνέπειες.
Αν για τους περισσότερους ο Ακριθάκης είναι τα λάδια που έκανε για τον Ιόλα, τα «τσίκι τσίκι», οι ξύλινες κατασκευές, οι βαλίτσες, τα βέλη, τα πουλιά, οι καρδιές, τα λούνα παρκ και τα αεροπλανάκια, αυτή η έκθεση θα ανοίξει ένα νέο σύμπαν. Μια πλευρά, μια διαφορετική, όχι απαραίτητα άγνωστη δραστηριότητα του αντισυμβατικού αυτού καλλιτέχνη με την τόσο προσωπική εικαστική γλώσσα.
Ένας κώδικας –μάλιστα είχε εμπνευστεί το δικό του «αλφάβητο», που μοιραζόταν με την κόρη του‒ καυτηριασμού του ηθικού και πνευματικού ξεπεσμού της κοινωνίας, της σοβαροφάνειας, της κολακείας, της εξουσίας ακόμα και των δικών του παθών.
Γιατί κάπου κρυμμένη μέσα σε όλη αυτήν τη χαρά της ζωής, μέσα στο γλέντι που νομίζεις ότι έχει αποτυπωθεί στα έργα του, κρύβεται και η κόλαση, ο ζόφος.
Όπως λέει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος: «Ο Αλέξης είχε τη δύναμη να είναι μέχρι το τέλος ένα μεγάλο παιδί. Και η κόλαση είναι με τα μάτια ενός μεγάλου παιδιού. Ο Ταχτσής, σε κείμενό του το '71, είπε για εκείνον ότι έψαχνε να βρει μεγάλους που 'ναι κι αυτοί παιδιά και ότι μόνο τότε άνοιγε τη βαλίτσα και τους έδειχνε το παράξενο παιχνίδι. Για όλους τους άλλους η βαλίτσα έμενε κλειστή».
Info:
Οι ιστορίες του Αλέξη Ακριθάκη
15 Μαρτίου-3 Ιουνίου στο Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας
Επιμέλεια έκθεσης: Ντένης Ζαχαρόπουλος, με τη σημαντική συμβολή της κόρης του Αλ. Ακριθάκη, Χλόης Geitmann-Ακριθάκη και σε συνεργασία με την Πολιτιστική Εταιρεία Σαρωνικού «Πολύτροπον».
Οργάνωση: Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων