Η ταύτιση της προσωπικότητας του Γιώργου Πέτρου με την ουσία της Καμεράτας είναι σχεδόν ολοκληρωτική από το 2012 που ο μαέστρος ανέλαβε την καλλιτεχνική της διεύθυνση, όσο κι αν ο ίδιος επιμένει ότι διευθυντές, παραγωγοί και υπουργοί έρχονται και παρέρχονται, ενώ οι καλλιτεχνικοί θεσμοί είναι αυτοί που μένουν σταθεροί, παρά τις όποιες αντιξοότητες – και η Καμεράτα αντιμετωπίζει πολλές, όπως είναι γνωστό.
Αγαπημένη, ωστόσο, ορχήστρα του ελληνικού κοινού, η οποία διαπρέπει στο εξωτερικό με τολμηρές προτάσεις και concepts, όπως η χρήση οργάνων εποχής, ανατρεπτικές συνεργασίες και ταυτότητα πολυσχιδή που τη διαφοροποιεί από οποιοδήποτε άλλο μουσικό σύνολο, η Καμεράτα φέτος το καλοκαίρι συμμετέχει για τέταρτη συνεχή χρονιά στο Φεστιβάλ Αθηνών με το μιούζικαλ Company του ηγέτη του σύγχρονου μουσικού θεάτρου Στίβεν Σόντχαϊμ.
Πρόκειται για ένα έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1970 στο Μπρόντγουεϊ, αποσπώντας 6 βραβεία Τόνι, και έκτοτε δεν έχει σταματήσει να ανεβαίνει σε σημαντικούς χώρους σε όλο τον κόσμο. Διαδραματίζεται σε ένα πάρτι-έκπληξη για τα 45α γενέθλια ενός αμετανόητου εργένη, όπου με flashbacks αναδεικνύονται οι σχέσεις του με τον περίγυρό του.
Με απασχολεί να δείξω πώς είναι οι σημερινές σχέσεις, τι σημαίνει να είναι κάποιος ανύπαντρος, σε ποια ηλικία πρέπει να "ανησυχεί" γι' αυτό – στο αρχικό έργο ο πρωταγωνιστής είναι 35 χρονών, σήμερα είναι αστείο να πεις σε έναν ανύπαντρο 35άρη ότι ανησυχείς που είναι ανύπαντρος ή ότι έχει θέμα με τις σχέσεις.
«Διαθέτοντας έναν πιο μικρό αριθμό συμμετεχόντων επί σκηνής, ήθελα να δουλέψω περισσότερο τις σχέσεις των 14 ατόμων που λειτουργούν ως σολίστ, ως ensemble, ως χορευτές, ως stagehands» εξηγεί ο μαέστρος για την επιλογή του έργου, του οποίου έχει αναλάβει επίσης τη σκηνοθεσία, καθώς και τη μετάφραση στα ελληνικά.
«Ο Σόντχαϊμ παίζει με τη λέξη "company" που στα αγγλικά σημαίνει θίασος, συντροφιά, παρέα, ενδεχομένως σχέση και γάμος. Είναι πολύ προχωρημένο έργο, με χιούμορ, συγκινητικό και πολύ βαθύ, από το οποίο ο δημιουργός του είπε πως θα ήθελε οι θεατές να φεύγουν γελώντας, αλλά το βράδυ να μην μπορούν να κοιμηθούν.
Το βάθος του το ανακαλύπτουμε σταδιακά, μέσα από τη διαδικασία των προβών. Με ιντριγκάρει τρομερά το να το σκηνοθετώ, γιατί ανακαλύπτω πολλά για τον εαυτό μου. Είμαι κι εγώ σε ηλικία άνω των 40 και ανύπαντρος. Έχω βιώσει κι έχω πει πολλά από αυτά που λέγονται».
Πόσο δύσκολο ήταν όμως να προσεγγίσει γλωσσικά, να επικαιροποιήσει και κυρίως να ταιριάξει στην εκ των πραγμάτων μοναδική συνθήκη του Ηρωδείου ένα έργο σύγχρονο, που όμως από την εποχή που γράφτηκε μας χωρίζουν 38 χρόνια και πολλές κοινωνικές ζυμώσεις;
Ο Γιώργος Πέτρου δεν έχει διαβάσει το αρχικό σενάριο του '70, γιατί οι δημιουργοί του το έχουν αλλάξει δυο-τρεις φορές έκτοτε: «Δεν νιώθω ότι υπάρχει κάτι που δεν στέκει σήμερα, αλλά δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στη διαχρονικότητα ή στις επεμβάσεις. Υπάρχει, ας πούμε, ένας αυτόματος τηλεφωνητής τον οποίο προβληματίστηκα αν θα χρησιμοποιούσα, γιατί ποιος χρησιμοποιεί σήμερα αυτόματο τηλεφωνητή; Μιλάμε για μικρά πράγματα που είναι και δεν είναι της εποχής μας.
»Αναφορικά με τη μετάφραση, σε αντίθεση με το Sweeney Todd που παρουσιάσαμε πέρσι και ήταν όλο έμμετρο, το Company έχει πρόζα, που είναι ευκολότερο να μεταφραστεί, γιατί κινείσαι με το πνεύμα του κειμένου και όχι τόσο πολύ με το μέτρο. Η δυσκολία εδώ είναι ότι πρόκειται για καθημερινό έργο που δεν διαθέτει κάποια ποιητικότητα και η μετάφραση δεν πρέπει ούτε να το γειώσει ούτε να το κάνει να ακούγεται λογοτεχνικό. Επίσης, έβγαλα καθετί που αφορά τη Νέα Υόρκη, για την οποία γράφτηκε. Δεν το έχω εξελληνίσει, το έχω διεθνοποιήσει.
»Με απασχολεί να δείξω πώς είναι οι σημερινές σχέσεις, τι σημαίνει να είναι κάποιος ανύπαντρος, σε ποια ηλικία πρέπει να "ανησυχεί" γι' αυτό – στο αρχικό έργο ο πρωταγωνιστής είναι 35 χρονών, σήμερα είναι αστείο να πεις σε έναν ανύπαντρο 35άρη ότι ανησυχείς που είναι ανύπαντρος ή ότι έχει θέμα με τις σχέσεις. Νομίζω ότι από τα 45 και πάνω τίθενται ζητήματα όπως αν θα κάνεις παιδί, οικογένεια, αν θα έχεις κάποιον σύντροφο στη ζωή σου, οποιαδήποτε μορφή συντρόφου.
»Μετατρέπουμε, λοιπόν, το Ηρώδειο σε ένα φανταστικό πάρτι με τρόπο ζωντανό και flamboyant που δεν θα αποκαλύψω. Σκηνογραφικά παίζουμε με τις συμβάσεις ενός πάρτι γενεθλίων. Βέβαια, με απασχόλησε το πώς, όταν έχεις ένα αρχαίο μνημείο όπως το Ηρώδειο που έχει καταπιεί άπειρες παραγωγές, αποσιωπάς την παλαιότητα του χώρου και φέρνεις αυτό το καταπληκτικό πέτρινο οικοδόμημα σε μια δραματουργία σημερινή. Στο Ηρώδειο δεν μπορείς να παρέμβεις, είναι αυτό που είναι. Πέρσι το μετατρέψαμε σε βικτωριανή αποθήκη για το Sweeney Todd. Φέτος θα κάνουμε κάτι που, ευτυχώς, δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ στην πραγματικότητα.
»Επίσης, το έργο απαιτεί μια τεράστια ορχήστρα, απαγορευτική για τα δεδομένα του Μπρόντγουεϊ, ένα σύνολο με πάνω από 35 άτομα. Η μουσική του φέρει στοιχεία από όπερα, τζαζ, μπόσα νόβα, ντίσκο των '70s, όλα αυτά υπό τον παραμορφωτικό καθρέπτη του Σόντχαϊμ. Τα έργα του είναι ήδη κλασικά, οι μελωδίες του αναγνωρίσιμες, χωρίς όμως να κυνηγά το hit. Δεν τον ενδιαφέρει το hit αλλά η ένταξη της μουσικής στη δραματουργία. Τα τραγούδια του δεν είναι showstoppers αλλά προχωρούν την υπόθεση».
Ο Γιώργος Πέτρου, που πρόσφατα έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των βραβείων Grammy (επίτευγμα που, παρά τα τόσα άλλα, ενδεχομένως σημαντικότερα, σχεδόν ειρωνικά θα τον ακολουθεί στο εξής σε κάθε δημοσίευμα), δηλώνει πως στράφηκε στη σκηνοθεσία λόγω της ανάγκης του για ευρύτερη δραστηριότητα που θα τον εξέλισσε ως καλλιτέχνη, αλλά και για να πει πράγματα με τον δικό του τρόπο.
«Έχω δουλέψει σε περισσότερες από 60 παραγωγές με μεγάλους σκηνοθέτες. Με κάποιους υπέφερα, με άλλους είπα "ποτέ πια", ενώ με μερικούς ένιωθα καλύτερος άνθρωπος μετά από κάθε πρόβα. Από μια ηλικία κι έπειτα ένιωθα ότι δεν ήθελα να ζω την κακοποίηση ενός έργου. Δεν θα μπορούσα και να κάνω για μια ζωή το ίδιο πράγμα, όσο και αν η διεύθυνση ορχήστρας είναι ένα ευρύ πεδίο. Η στροφή σε δραστηριότητες για τις οποίες δεν έχω μεγάλη εμπειρία και μέσα από τις οποίες εξελίσσομαι με κάνει να γυρίζω εκεί με ιδιαίτερη αγάπη, ενώ παράλληλα το μυαλό μου κινείται προς κατευθύνσεις δημιουργικές, ίσως και επικίνδυνες. Εξάλλου, με τον εαυτό μου είμαι πολύ σκληρός, δεν είμαι ποτέ ευχαριστημένος, είναι θέμα ανατροφής και κάτι που πρέπει να δουλέψω. Δυσκολεύομαι πολύ να απολαύσω αυτά που πετυχαίνω».
Αναρωτιέμαι ποια είναι η σχέση ενός εκπροσώπου της κλασικής μουσικής, που ωστόσο επιζητά συνεχώς την ανατροπή, με τα νέα μουσικά είδη. Πώς διασκεδάζει; Θα πήγαινε, ας πούμε, σε ένα κλαμπ που παίζει ηλεκτρονική μουσική; «Ξέρεις τι με ενοχλεί στα κλαμπ; Η ένταση. Δεν το 'χω. Είναι το μοναδικό πράγμα που με αποτρέπει. Όταν κάνω μια ηχογράφηση και ακούω το παραμικρό διακρότημα ανάμεσα σε δύο έγχορδα, μέσα από τα ακουστικά, οξύνεται πολύ η ακοή.
»Αν πάω σε ένα μέρος με τεράστια ένταση, νιώθω σαν να βαράει σφυριές το κεφάλι μου, είναι κόπωση για τ' αυτιά και τον εγκέφαλο, ενώ είμαι πολύ μεγάλος φαν του σκληρού ροκ και όταν ήμουν 20 χρονών καθόμουν κάτω από το ηχείο. Δεν είναι όμως θέμα ηλικίας, απλώς η χρήση των αυτιών μου έχει εξελιχθεί προς μία κατεύθυνση που δεν επιτρέπει την άλλη. Φυσικά, έχω Spotify, όλα είναι μπροστά σου σήμερα για να ενημερωθείς. Δεν προλαβαίνω όμως, γιατί ακούω μουσική τόσο πολλές ώρες καθημερινά, που η ησυχία είναι για μένα πολύτιμη. Δεν μπορώ να ακούσω μουσική όπως ο υπόλοιπος κόσμος».
Info:
Οι Μουσικοί της Καμεράτας - Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής - Γιώργος Πέτρου
Company του Στίβεν Σόντχαϊμ / λιμπρέττο του George Furth
Σκηνοθεσία - μουσική διεύθυνση - μετάφραση: Γιώργος Πέτρου
Σκηνικά: Πάρις Μέξης
Κοστούμια: Γιώργινα Γερμανού
Χορογραφία: John Todd
Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος
Ερμηνεύουν:
Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Μαίρη-Έλεν Νέζη, Χάρης Αδριανός, Ναταλία Τσαλίκη, Μάριος Σαραντίδης, Άννα Κουτσαφτίκη, Γιάννης Καλύβας, Μυρσίνη Μαργαρίτη, Δημήτρης Ναλμπάντης, Ελένη Σταμίδου, Χρήστος Κεχρής, Κατερίνα Παπουτσάκη, Ξένια Ντάνια, Μαρία Κοσμάτου
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
8-9/7, 21:00
Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.
σχόλια