Το Μουσείο του Κεραμεικού στεγάζει εκθέματα που προέρχονται από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. Χαρακτηρίζεται το αποκλειστικότερο και πλουσιότερο, κυρίως σε εκθέματα ταφικού χαρακτήρα που θεωρούνται τα καλύτερα του είδους απ' όλα τα εκτιθέμενα στην ελληνική επικράτεια.
Από τον 6ο αι π.Χ. περίπου εμφανίζονται στην Ελλάδα και τις ελληνικές αποικίες μαγικά κείμενα γνωστά ως κατάδεσμοι (λατινικά «defixiones»), που αποτελούν μια ιδιότυπη μορφή τιμωρίας και προσωπικής απονομής δικαιοσύνης. Είναι σύντομα κείμενα γραμμένα στη μεγάλη τους πλειοψηφία σε μολύβδινα πινακίδια και τοποθετημένα σε τάφους, συνήθως οργισμένων νεκρών, των αώρων και βιαιοθανάτων, δηλαδή προσώπων που πέθαναν πριν την ώρα τους (άωροι) ή με βίαιο τρόπο (βιαιοθάνατοι).
Ο καταρώμενος προσπαθεί με τον κατάδεσμο να θέσει υπό τον έλεγχό του την οργή αυτών των νεκρών και να την κατευθύνει εναντίον ενός αντιπάλου του. Για να το κάνει αυτό χρησιμοποιεί τη μεταφορά του δεσίματος (καταδέειν). Ο αντίπαλος «δένεται κάτω», παραδίδεται στην επενέργεια των καταχθονίων δυνάμεων.
Ο καταρώμενος προσπαθεί με τον κατάδεσμο να θέσει υπό τον έλεγχό του την οργή αυτών των νεκρών και να την κατευθύνει εναντίον ενός αντιπάλου του. Για να το κάνει αυτό χρησιμοποιεί τη μεταφορά του δεσίματος (καταδέειν). Ο αντίπαλος «δένεται κάτω», παραδίδεται στην επενέργεια των καταχθονίων δυνάμεων.
Η κατάδεση συνδεόταν με διάφορες τελετουργίες όπως η κατασκευή ομοιωμάτων του αντιπάλου και το κάρφωμά τους, το κλείσιμό τους σε ομοιώματα φερέτρων, η απαγγελία μαγικών εκφράσεων και η τελετουργική εναπόθεση του κατάδεσμου στον τάφο ή σε άλλες εισόδους του Κάτω Κόσμου (π.χ. σε πηγάδια).
Στο μουσείο του Κεραμεικού μπορούμε να δούμε μια ωοειδή μολύβδινη θήκη (βάση και κάλυμμα) που περιέχει μολύβδινο ειδώλιο ανδρός. Πρόκειται για έναν ολιγόλογο δικανικό κατάδεσμο, έναν απλό κατάλογο εννέα ανδρικών ονομάτων στην ονομαστική και χωρίς πατρώνυμο, αλλά με τη σημαντική προσθήκη ότι το κείμενο αφορά και όποιον άλλο «θα εμφανιστεί με τα άτομα αυτά ως συγκατήγορος ή μάρτυρας» (ΚΑΙ Ε ΤΙΣ ΑΛΛΟΣ ΜΕΤ' ΕΚΕΙΝΩΝ ΞΥΝΔΙΚΟΣ ΕΣΤΙ Ε ΜΑΡΤΥΣ).
Παρόμοια σύντομα κείμενα αποτελούν για την εποχή αυτή τον κανόνα. Το συγκεκριμένο κείμενο όμως μας οδηγεί στο τελετουργικό τυπικό. Το οκτάστιχο κείμενο έχει χαραχτεί πάνω στο σκέπασμα ενός κιβωτιδίου από φύλλο μολύβδου, μικρών διαστάσεων (μήκους 11 εκ., πλάτους 6 εκ. και ύψους 2,4 εκ.). Το κιβωτίδιο περιείχε ένα μικρό μολύβδινο αγαλματίδιο, όπως προαναφέρθηκε, με εμφανώς αποδοσμένα τα ανδρικά γεννητικά όργανα και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Επάνω στο δεξί σκέλος του ειδωλίου, καθώς και τρίτο στη σειρά των ονομάτων των αντιδίκων, προβάλλει το όνομα «Μνησίμαχος», για τον οποίον φαίνεται πως προοριζόταν η κατάρα κατεξοχήν.
Το κείμενο είναι χαραγμένο από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά πολλά από τα γράμματα είναι γραμμένα με τη σωστή κατεύθυνση. Στον τελευταίο στίχο το όνομα του θύματος είναι γραμμένο ανάποδα σε σχέση με την υπόλοιπη επιγραφή, ώστε η τύχη του να αντιστραφεί, όπως και τα γράμματα. Με την κατάρα ο Φίλων «δένει» τη γλώσσα, την ψυχή, τα χέρια και τα πόδια του Μικίωνα και εύχεται η γλώσσα του αντιπάλου του να γίνει μολύβι (όπως η πινακίδα) και να τρυπηθεί, τυπική έκφραση για τις κατάρες κατά αντιδίκων.
Δεν αρκεί επομένως να γραφεί κάποιο καταδεσμικό κείμενο, θα πρέπει να δημιουργηθεί και μια «δεμένη» απεικόνιση, η οποία προϊδεάζει για την τύχη που περιμένει τον Μνησίμαχο, την παντελή ακινητοποίησή του. Άλλα μολύβδινα ειδώλια παρουσιάζουν αυτή την κατάσταση με έναν ακόμα πιο δραστικό τρόπο, όταν είναι δεμένα με δεσμά με σίδηρο ή με χαλκό. Με αυτό το σκεπτικό μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το σκέπασμα του κιβωτιδίου φέρει δύο οπές, οι οποίες διανοίχθησαν σκόπιμα με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, προφανώς με ένα καρφί. Το έκθεμα χρονολογείται γύρω στο 400 π.Χ. με βάση τα συνευρήματα της κεραμικής στον τάφο στον οποίο εντοπίστηκε.
σχόλια