Η 25η ταινία του Τζέιμς Μποντ έχει περάσει από σαράντα κύματα, αλλά μετά από τρία χρόνια αβεβαιότητας κι εμποδίων, φαίνεται ότι τα γυρίσματα θα ξεκινήσουν επιτέλους τον ερχόμενο Μάρτιο με προγραμματισμένη παγκόσμια κυκλοφορία τον Φλεβάρη του 2020. Καθώς ο Ντάνιελ Κρεγκ ετοιμάζεται για την πέμπτη –κι εκτός απροόπτου τελευταία του– περιπέτεια ως 007, επιχειρούμε να διαβλέψουμε το μέλλον της σειράς μέσα από μια επισκόπηση της θητείας του στον ρόλο.
Δύσκολοι καιροί για τους Bond fans. Τις παλιές καλές μέρες έβγαινε μια ταινία κάθε δύο χρόνια κι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι – τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, όταν ο Πιρς Μπρόσναν δεν σέρφαρε πάνω σε κύματα φτιαγμένα από τα χειρότερα ψηφιακά εφέ στην κινηματογραφική ιστορία. Πλέον, πρέπει να μας βγει πρώτα η ψυχή κι έπειτα η νέα περιπέτεια του πράκτορα στις αίθουσες, με τα διαλείμματα μεταξύ των ταινιών να διαρκούν το λιγότερο μια τριετία. Υψηλότερα αισθητικά μέτρα, ακριβότεροι προϋπολογισμοί, πιο περίπλοκος προγραμματισμός, μεγαλύτερος ανταγωνισμός στα ταμεία κι αστρονομικές οικονομικές προσδοκίες είναι οι βασικότερες αιτίες. Και για όλα φταίει ο Ντάνιελ Κρεγκ!
Η έλευση του Κρεγκ το 2005 μεταμόρφωσε με ποικίλους τρόπους τη σειρά. Κατ' αρχάς, αναβαθμίστηκε το συνολικό αισθητικό ύφος των ταινιών, μέσα από την προσέλκυση πρωτοκλασάτων, πολυβραβευμένων συντελεστών μπροστά και πίσω από την κάμερα, όπως ο σκηνοθέτης Σαμ Μέντες, οι σεναριογράφοι Πολ Χάγκις και Τζον Λόγκαν, οι φωτογράφοι Ρότζερ Ντίκινς και Χόιτ Βαν Χόιτεμα, κι αστέρες όπως ο Χαβιέ Μπαρδέμ, η Μόνικα Μπελούτσι, η Λέα Σεντού κι ο Κριστόφ Βαλτς.
Άλλο ένα επίτευγμα του Κρεγκ είναι ότι κατάφερε όχι απλώς να επαναλάβει την επιτυχία των προκατόχων του, αλλά να τη μεγεθύνει κάνοντας την πιο βαριά εκδοχή του ήρωα αγαπητή σε νέες γενιές θεατών, οι οποίοι αποδείχτηκαν πιο δεκτικοί από εκείνους που πριν από είκοσι χρόνια απέρριπταν την παρόμοια απεικόνιση του Ντάλτον.
Δεύτερον, τα σενάρια επέτρεψαν στον ηθοποιό να διαμορφώσει την πιο σκληροτράχηλη και ταυτόχρονα ευάλωτη εκδοχή του χαρακτήρα που είδαμε ποτέ. Σοβάρεψε το ύφος, ο συναισθηματικός τόνος και τα σεναριακά διακυβεύματα των ταινιών με τις μονίμως προσωπικές γωνίες τους.
Κυρίως όμως ανανεώθηκε ο ίδιος ο ήρωας, παρότι όχι τόσο ριζικά όσο πιστεύεται γενικώς, αφού ο Μποντ πάντοτε ταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο εκδοχές, μια πιο ελαφριά και μια πιο σκληροτράχηλη. Ο Ρότζερ Μουρ κι ο Μπρόσναν ενσάρκωσαν υποδειγματικά την πρώτη, ενώ ο Σον Κόνερι, ο Τζορτζ –πιο υποτιμημένος Μποντ απ' όλους– Λέιζενμπι, ο Τίμοθι Ντάλτον κι ο Κρεγκ ανέδειξαν την πιο αιχμηρή πλευρά του χαρακτήρα. Η αρχική αρνητική προδιάθεση εναντίον του Κρεγκ λοιπόν δεν οφειλόταν στην ερμηνευτική του προσέγγιση, αλλά στα αδρά φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά, που έρχονταν σε αντίθεση με το κομψότερο παράστημα των δύο προηγούμενων πιο επιτυχημένων προκατόχων του, Μουρ και Μπρόσναν, οι οποίοι είχαν παγιώσει την «μπονβιβερική» εικόνα του ήρωα στις νεότερες γενιές θεατών.
Επιπλέον, υπό την επιρροή του Μέντες, στη θητεία του Κρεγκ εξερευνήθηκε το οικογενειακό παρελθόν, η παιδική ηλικία κι ο ψυχισμός του ήρωα περισσότερο από ποτέ πριν, συνδυάζοντας το πρωτότυπο λογοτεχνικό υλικό του Ίαν Φλέμινγκ με καινούρια στοιχεία. Στη μακρο-αφήγηση των τεσσάρων ταινιών του Κρεγκ, ο Μποντ σκιαγραφείται ως ένα δολοφονικό όργανο που πασχίζει συνεχώς να ξεφύγει προς μια «φυσιολογική» ζωή, μέσα από τον έρωτά του αρχικά για τη Βέσπερ Λιντ στο «Casino Royale» (Μάρτιν Κάμπελ, 2006) κι έπειτα για τη Μάντλιν Σουάν στο «Spectre» (Σαμ Μέντες, 2015). Η πρώτη είναι αναγκασμένη να τον προδώσει, ενώ η σχέση του με τη δεύτερη μπορεί ν' αποτέλεσε ιδανική κατάληξη για τη συγκεκριμένη ταινία, αλλά εφόσον ο Κρεγκ αποφάσισε να επιστρέψει για μια πέμπτη εξόρμηση, η βιωσιμότητά της καθίσταται μάλλον αμφίβολη.
Χαρακτηριστική λεπτομέρεια που εκφράζει την εσωτερική αναστάτωση του ήρωα είναι η διακόσμηση του προσωπικού του χώρου, του διαμερίσματός του, που σε 24 ταινίες το έχουμε δει μόλις τρεις φορές. Στο «Δρ. Νο» («Dr. No», Τέρενς Γιανγκ, 1962) με τον Σον Κόνερι και στο «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν» («Live and Let Die», Γκάι Χάμιλτον, 1973) με τον Ρότζερ Μουρ επρόκειτο για έναν πιο κλασικότροπο και πιο μοντέρνο χώρο αντιστοίχως, αλλά και στις δύο περιπτώσεις πολυτελή και τακτοποιημένο.
Αντιθέτως, στο «Spectre» τα πράγματα του ήρωα βρίσκονται ακόμη μέσα στις κούτες της μετακόμισης ή ακουμπούν τοποθετημένα άτακτα στο πάτωμα, παρά το γεγονός ότι έχει περάσει καιρός από την εγκατάστασή του εκεί, όπως εξηγεί στη Μανιπένι που τον ρωτάει έκπληκτη όταν τον επισκέπτεται. Τα παλιά διαμερίσματα αντανακλούν την τρυφή και την καλοπέραση που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής του ήρωα, κι είναι χαρακτηριστικό ότι και στις δύο σκηνές που εκτυλίσσονται σ' αυτά, ο Μποντ πάντα συνευρίσκεται με μια όμορφη κατάκτηση. Στο «Spectre» αντιθέτως, ο ήρωας απομένει μόνος με το δεκαοχτάρι Macallan του και δεν είναι τυχαίο το ότι ενώ είχαν όντως γυριστεί πλάνα που ακολουθούσαν την παράδοση με μια κουκλάρα να τον περιμένει στο κρεβάτι, τελικά επιλέχτηκε η μοναχική εκδοχή της σκηνής.
Το μειονέκτημα αυτής της δραματικότερης, καλλιτεχνίζουσας προσέγγισης είναι ότι περιστασιακά χάνεται ο απώτερος στόχος της σειράς, ο οποίος δεν είναι άλλος απ' αυτό που η επί δεκαεφτά χρόνια προϊσταμένη του πράκτορα, Τζούντι Ντεντς, είχε περιγράψει κάποτε ως «glorious escapism»: ένδοξη, ξεδιάντροπα ανέμελη διασκέδαση. Επιχειρώντας μια περισσότερο εκφραστική παρέμβαση, το υπερβολικά νευρικό μοντάζ του «Quantum of Solace» (Μάρκ Φόρστερ, 2008) κατέληξε σε περιττά cross-cuts και περιστασιακή αμηχανία, ενώ η εσωστρέφεια κι οι γονικές μεταφορές που εισήγαγε ο Σαμ Μέντες στις πλοκές του, επίσης προέκυψαν φορτικές και σ' έναν βαθμό επιτηδευμένες.
Το τρέιλερ του «Quantum of Solace»
Έτσι, δεδομένου ότι η ελαφρύτερη βερσιόν του ήρωα υπήρξε στο παρελθόν η πιο επιτυχημένη, άλλο ένα επίτευγμα του Κρεγκ είναι ότι κατάφερε όχι απλώς να επαναλάβει την επιτυχία των προκατόχων του, αλλά να τη μεγεθύνει κάνοντας την πιο βαριά εκδοχή του ήρωα αγαπητή σε νέες γενιές θεατών, οι οποίοι αποδείχτηκαν πιο δεκτικοί από εκείνους που πριν από είκοσι χρόνια απέρριπταν την παρόμοια απεικόνιση του Ντάλτον.
Παρά τις αρχικές αντιδράσεις, το «Casino» γνώρισε τεράστια κριτική κι εμπορική επιτυχία, εδραιώνοντας τον νέο πρωταγωνιστή στη συνείδηση του κοινού. Το «Quantum» που ακολούθησε, εισπρακτικά κινήθηκε στα ίδια επίπεδα, αλλά δεν προκάλεσε τον ίδιο ενθουσιασμό.
Έπειτα προέκυψε το δεύτερο μεγαλύτερο κενό μεταξύ ταινιών στην ιστορία της σειράς, διάρκειας τεσσάρων χρόνων, εξαιτίας των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε το αμερικανικό στούντιο της MGM, συν-ιδιοκτήτριας των κινηματογραφικών δικαιωμάτων του Μποντ μαζί με την οικογένεια Μπρόκολι. Ο Κρεγκ θα μπορούσε πολύ εύκολα να έχει χάσει την υπομονή και το ενδιαφέρον του, όπως έκανε ο Ντάλτον το 1994, όταν μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας εξαιτίας και πάλι νομικών κωλυμάτων αποχώρησε ανοίγοντας τον δρόμο για τον ερχομό του Μπρόσναν.
Όμως ο Κρεγκ είχε αποφασίσει ότι, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν ήθελε να είναι απλώς μια μαριονέτα στα χέρια των παραγωγών, καθώς είχε εξαρχής δηλώσει ότι επιθυμούσε να έχει έναν πιο ενεργό ρόλο στη δημιουργική διαδικασία των ταινιών. Το 2007, όταν η απεργία των σεναριογράφων στο Χόλιγουντ είχε αφήσει ημιτελές το σενάριο του «Quantum», είχε κι ο ίδιος συμβάλει στην ολοκλήρωσή του, ώστε ν' αποφευχθεί η καθυστέρηση των γυρισμάτων.
Για την επόμενη ταινία πήγε ένα βήμα παραπέρα, αφού, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει συνήθως, ήταν εκείνος που πρότεινε τον Σαμ Μέντες στους παραγωγούς ως σκηνοθέτη του «Skyfall» το 2012, το οποίο έγινε με «απόλυτα» νούμερα η μεγαλύτερη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία στην ιστορία της σειράς, συγκεντρώνοντας εισπράξεις 1,1 δισεκατομμυρίου δολαρίων και, μεταξύ άλλων, δύο βραβεία Όσκαρ, για τραγούδι και ηχητικό μοντάζ.
Το τρέιλερ του «Skyfall»
Δεν ήταν λοιπόν περίεργο το ότι στο «Spectre» που ήρθε τρία χρόνια αργότερα, η δημιουργική συμβολή του Κρεγκ αναγνωρίστηκε με ένα credit συμπαραγωγού, κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της σειράς, ενώ πλέον όλα τα δελτία τύπου που ανακοινώνουν νεότερα για την προετοιμασία της 25ης ταινίας φέρουν και το δικό του όνομα δίπλα σ' εκείνα των παραγωγών Μπάρμπαρα Μπρόκολι και Μάικλ Γουίλσον, επισημοποιώντας μ' έναν ακόμη τρόπο τον ισότιμο ρόλο του στη λήψη των αποφάσεων.
Ωστόσο, παρότι το «Spectre» ξεπέρασε τα 880 εκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιες εισπράξεις και διασκέδασε το ευρύ κοινό, γυρίστηκε μέσα σε σωρεία προβλημάτων, όπως η διαρροή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας των παραγωγών με το στούντιο-διανομέα της Sony κι οι απανωτές επανεγγραφές του σεναρίου. Οι οπαδοί της σειράς έμειναν απογοητευμένοι από μια πλοκή που δεν είχε τα στοιχεία ανανέωσης στα οποία τους είχε συνηθίσει η ως τότε η θητεία του Κρεγκ, από πλούσιες αλλά εντελώς άνευρες σκηνές δράσης κι απ' τον επιτηδευμένο, άστοχο κι υποτονικό χειρισμό της επιστροφής του αρχι-κακού Μπλόφελντ στη σειρά μετά από 45 χρόνια (σαν να λέμε, ο Τζόκερ στον Μπάτμαν).
Το μαρτύριο της σταγόνας
Για να γίνει αντιληπτό το πόσο έχουν αλλάξει οι εποχές, στις πρώτες δεκαετίες της σειράς ο ρυθμός της παραγωγής ήταν τόσο σίγουρος και καλοκουρδισμένος, ώστε ο τίτλος της κάθε νέας ταινίας αναγραφόταν στα credits τέλους της προηγούμενης. Αντιθέτως, μετά το «Spectre» χρειάστηκαν δύο χρόνια μόνο για να επιβεβαιωθεί η επιστροφή του πρωταγωνιστή, αφού ο Κρεγκ ήθελε τον χρόνο του για να υλοποιήσει άλλα σχέδια κι οι παραγωγοί δε μπορούσαν σε καμία περίπτωση να του χαλάσουν χατίρι.
Έπειτα πέρασε ακόμη ένας χρόνος για ν' ανακοινωθεί επιτέλους φέτος σκηνοθέτης στο πρόσωπο του Ντάνι Μπόιλ, ο οποίος τελικά αποχώρησε λόγω «δημιουργικών διαφορών» λίγους μήνες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Ο Μπόιλ έμοιαζε ιδανικός για τη θέση, γιατί παρότι το καλλιτεχνικό του ύφος είναι διαφορετικό από τις αισθητικές απαιτήσεις της σειράς, είχε προηγουμένως σκηνοθετήσει τον Κρεγκ ως Μποντ μαζί με τη βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ, σ' ένα σύντομο επεισόδιο για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου. Τους ακριβείς λόγους της αποχώρησής του φαντάζομαι θα τους μάθουμε με τον καιρό, αλλά προς το παρόν θα πρέπει ν' αρκεστούμε στις φημολογούμενες διαφωνίες για το κάστινγκ του κακού και την έκβαση της πλοκής.
Το ευχάριστο είναι ότι μέσα σ' έναν μόλις μήνα, οι παραγωγοί κατάφεραν να εξασφαλίσουν καινούριο σκηνοθέτη, τον πρώτο Αμερικανό στην ιστορία της σειράς. Ο Κάρι Φουκουνάγκα είναι διακεκριμένος σεναριογράφος της ταινίας τρόμου «It» (Άντι Μουσκιέτι, 2017), σκηνοθέτης του μεταναστευτικού δράματος «Χωρίς όνομα» («Sin Nombre», 2009), του κλασικού λογοτεχνικού ρομάντζου εποχής «Τζέιν Έιρ» («Jane Eyre», 2011) και του πολεμικού δράματος «Beasts of No Nation» (2015), βραβευμένος με Emmy για τον πρώτο κύκλο της αστυνομικής τηλεοπτικής σειράς «True Detective» και δημιουργός του αμερικανικού «Maniac» που μόλις κυκλοφόρησε στο Netflix.
Πού βρίσκεται λοιπόν ο Μποντ του Κρεγκ μετά απ' όλ' αυτά; Πώς διαγράφεται η πέμπτη αποστολή του και ποιες προκλήσεις θα κληθεί ν' αντιμετωπίσει; Το σίγουρο είναι ότι θα βρει έναν πολύ διαφορετικό κόσμο από εκείνον που άφησε το 2015, όπου η Βρετανία ετοιμάζεται ν' αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το #metoo δε χαρίζεται σε κανέναν, ο Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει να εκχυδαΐζει την αμερικανική πολιτική ζωή, η ακροδεξιά έχει επανεμφανιστεί διεθνώς, ενώ, χάρη στα νταηλίκια του Βλάντιμιρ Πούτιν ακόμα κι οι Ρώσοι έχουν επανέλθει ως κακοί του Χόλιγουντ σε τίτλους όπως τα «The Double» (Μάικλ Μπραντ, 2011), «The Equalizer» (Αντουάν Φούκουα, 2014), «Τζακ Ράιαν: πρώτη αποστολή» («Jack Ryan: Shadow Recruit», Κένεθ Μπράνα, 2014) και «Atomic Blonde» (Ντέιβιντ Λιτς, 2017). Μάλιστα πρόσφατα ο Μαροκινός ηθοποιός Σαΐντ Ταγκμάουι αποκάλυψε ότι ήταν ένας από τους επικρατέστερους για τον ρόλο του κακού στη νέα ταινία πριν παραιτηθεί ο Μπόιλ, αλλά δεν είχε λάβει τελική απάντηση επειδή οι παραγωγοί δεν είχαν αποφασίσει αν η εθνικότητα του χαρακτήρα θα ήταν αραβική ή ρωσική.
Επιπλέον, έχει αυξηθεί ο ανταγωνισμός από συναδέλφους κατασκόπους του ήρωα. Η φετινή «Επικίνδυνη Αποστολή» ήταν μία από τις καλύτερες προσθήκες στην ιστορία των κατασκοπικών περιπετειών, στην οποία ο Τομ Κρουζ απέδειξε γι' ακόμη μια φορά και στα 56 του χρόνια ότι εξακολουθεί να τα καταφέρνει εξίσου καλά κι ίσως πλέον λίγο καλύτερα από τον κινηματογραφικό του πρόγονο. Οι συγκεκριμένες ταινίες έχουν ανεβάσει τον πήχη της αληθοφάνειας πολύ ψηλά και το συνεργείο δράσης του Μποντ θα πρέπει να σκαρφιστεί ακόμη πιο εξωφρενικά σταντ απ' ό,τι συνήθως για ν' αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Επίσης, μόλις ανακοινώθηκε ότι το τρίτο «Kingsman» θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 2019, στην ίδια ημερομηνία που κρατούσε μέχρι πρότινος ο 25ος Μποντ.
Έτσι, για πολλοστή φορά στη μακρόχρονη ιστορία του, ο Μποντ θα κληθεί να διεκδικήσει τη θέση του σ' έναν νέο κόσμο, μόνο που για την πιθανή τροχιά την οποία θ' ακολουθήσει δεν μπορούμε παρά ν' αρκεστούμε στον προβληματισμό. Καταρχάς μένει να ιδωθεί αν και σε ποιο βαθμό η νέα ιστορία θα συνεχίζει το ανοιχτό τέλος του «Spectre» ή αν θα επιλεγεί μια νέα ανεξάρτητη ιστορία που θα αγνοήσει την προηγούμενη – εξάλλου δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της σειράς. Αν ισχύσει η πρώτη εκδοχή, θα επιστρέψει ο Μπλόφελντ, θα στεριώσει η σχέση με τη Μάντλεν και ποιο γεγονός θ' αναγκάσει τον πράκτορα ν' ανακαλέσει την παραίτησή του;
Η πιο ισχυρή φήμη πάντως αφορά τον πιθανό θάνατο του Μποντ κι όσοι τη διακινούν βασίζονται σε δύο παραμέτρους. Η πρώτη είναι το ότι σε μεγάλο βαθμό η θητεία του Κρεγκ οφείλει την επιτυχία της σε εύστοχη αφομοίωση επιρροών από άλλους ήρωες όπως ο Τζέισον Μπορν κι ο Μπάτμαν του Κρίστοφερ Νόλαν. Η δεύτερη είναι ότι η περίοδος του Κρεγκ θεωρήθηκε εξαρχής επανεκκίνηση της σειράς κι όχι συνέχεια των προηγούμενων ταινιών, συνεπώς της αρμόζει ένα οριστικό τέλος που θα εξασφαλίζει την αυτοτέλειά της. Έτσι, με πρότυπο στη συγκεκριμένη περίπτωση τον «Logan» (Τζέιμς Μάνγκολντ, 2017), φημολογείται ότι οι παραγωγοί θα βρουν έναν τρόπο ν' αποχαιρετίσουν οριστικά αυτή την εκδοχή του Μποντ.
Προσωπικά, παρότι πιστεύω πως δεν θα ήταν αταίριαστο με το γενικότερο μελαγχολικό ύφος που έχει υιοθετήσει η συγκεκριμένη φάση της σειράς, θα επιθυμούσα περισσότερο μια θριαμβική αποχώρηση, με τον Μποντ ολοζώντανο και πάντα διαθέσιμο να επιστρέψει στην υπηρεσία. Μου φαίνεται παράδοξο δηλαδή να πεθάνει ένας ήρωας που μια ζωή επιβιβάζεται σε αεροπλάνα αφού αυτά έχουν απογειωθεί. Ο ίδιος ο Κρεγκ εξάλλου είχε δηλώσει πέρυσι στην εκπομπή του Στίβεν Κολμπέρ ότι θέλει ν' αποχωρήσει «on a high note», αν και μπορεί απλώς να εννοούσε με μια καλή ταινία ισάξια των «Casino» και «Skyfall», που θα αποζημίωνε για τις ματαιωμένες προσδοκίες του «Spectre».
Όπως και να 'χει, το σίγουρο είναι ότι ο Φουκουνάγκα θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις. Επιλέγοντας έναν ευφυή, έμπειρο, οραματιστή κι ισχυρογνώμονα δημιουργό όπως αυτόν, με ιστορικό συγκρούσεων κι αποχωρήσεων από σχέδια (ήταν ο αρχικός σκηνοθέτης του «It»), οι παραγωγοί στέλνουν το μήνυμα ότι δεν ήθελαν απλώς έναν διεκπεραιωτή. Παράλληλα δεν πιστεύω ότι θα ήταν τόσο αφελείς να συμφωνήσουν με κάποιον που πιθανότατα θα τους κόστιζε μια δεύτερη απανωτή αποχώρηση, αν δεν ήξεραν ότι θα μπορούσε να συνεισφέρει ουσιαστικά στη μυθολογία του ήρωα.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι έχουν συμφωνήσει σ' ένα κοινό όραμα, το οποίο για να υλοποιηθεί θα περάσει κι απ' το δικό του χέρι το σενάριο που μερεμετίζουν αυτές τις μέρες οι Νιλ Πέρβις και Ρόμπερτ Γουέιντ, οι βασικοί σεναριογράφοι του Μποντ από το 1999. Εφόσον ο Φουκουνάγκα στη φιλμογραφία του έχει ήδη περάσει από πολλά διαφορετικά είδη, το κατά πόσο οι παραγωγοί του ζήτησαν να προσαρμοστεί στη δική τους φόρμουλα ή να της μεταγγίσει το δικό του στιλ, αυτό θα διαπιστωθεί στην πορεία. Το λογικότερο είναι ότι θα συμβεί λίγο κι απ' τα δύο.
Μετά τον Ντάνιελ, ποιος;
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την έκβαση της νέας ταινίας, αργά ή γρήγορα ο Κρεγκ θα πρέπει ν' αποχωρήσει. Απλώς και πάλι ήταν εκείνος που –έστω ακούσια– ξεκίνησε τη φημολογία της διαδοχής πολύ νωρίτερα απ' ό,τι χρειαζόταν. Όλα άρχισαν με μια δήλωσή του κατά τη διάρκεια συνέντευξης στο τέλος των γυρισμάτων του «Spectre» το καλοκαίρι του 2015, με την οποία δήλωνε εμφατικά ότι προτιμούσε να κόψει τις φλέβες του από το να γυρίσει ξανά μια ταινία Μποντ. Παρότι ο ίδιος μιλούσε για εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή που δέχτηκε την ερώτηση, εξουθενωμένος όπως ήταν αμέσως μετά το τέλος των επτάμηνων γυρισμάτων σε πέντε χώρες, ο Τύπος αναπαρήγαγε την απάντηση μεγαλοποιώντας τη πέρα από κάθε φαντασία, ξεκινώντας έτσι ένα εξωπραγματικό γαϊτανάκι διαδοχής που εξυπηρετούσε τίποτα περισσότερο από την ανάγκη των ιστοσελίδων για μεγαλύτερη επισκεψιμότητα.
Χωρίς ο Κρεγκ να έχει αποχωρήσει ποτέ επισήμως από τον ρόλο, άρχισαν να πλασάρονται ως αντικαταστάτες διάφορα ονόματα με ηχηρότερα του Ίντρις Έλμπα, του Τομ Χάρντι, του Τομ Χίντλστον και του Χένρι Κάβιλ. Είναι χαρακτηριστικό της επιπολαιότητας με την οποία κατασκευάζονται και διακινούνται πλέον οι ψεύτικες ειδήσεις, το ότι ακόμη και τώρα που η πέμπτη ταινία του ηθοποιού βρίσκεται στο στάδιο της προετοιμασίας, συνεχίζεται ακατάπαυστα η φημολογία για τον διάδοχό του.
Όμως τα πράγματα είναι απελπιστικά απλούστερα απ' ό,τι παρουσιάζονται. Καταρχάς, προσωπικά πιθανολογώ πως ο επόμενος Μποντ θα είναι ό,τι σχεδόν όλοι οι προηγούμενοι: μερικώς ή εντελώς άγνωστος όταν αναλάβει τον ρόλο και κάποιος που τώρα ούτε τον υποψιαζόμαστε. Ο Έλμπα αποκλείεται εξαιτίας απλούστατων μαθηματικών, που επιβάλλουν η ηλικία κάθε νέου ηθοποιού στον ρόλο να μην ξεπερνάει τα σαράντα χρόνια, ώστε να μπορεί ν' αντεπεξέλθει στις σωματικές απαιτήσεις και να δεσμευτεί για το γύρισμα τριών τουλάχιστον ταινιών. Βεβαίως στο παρελθόν έχουν υπάρξει ηθοποιοί που ανέλαβαν μετά τα 40 τους (Μουρ, Ντάλτον, Μπρόσναν), αλλά πλέον ο ανταγωνισμός με άλλες σειρές δράσης δεν αφήνει περιθώρια απροθυμίας, τεμπελιάς και κούρασης. Έτσι, όταν βγει η επόμενη ταινία, ειδικά τώρα που καθυστέρησε ως τον Φλεβάρη του 2020, ο Έλμπα θα είναι ήδη 48, οπότε ακόμη κι αν τον χρίσουν την αμέσως επόμενη μέρα μετά την πρεμιέρα, θα έχει περάσει τα 50 μέχρι να βγει η πρώτη δική του ταινία, τη στιγμή που ο Κρεγκ στα 52 του θα έχει ολοκληρώσει πέντε.
Όσο για την προηγούμενη συνεργασία του Έλμπα με τον Φουκουνάγκα στο «Beasts of No Nation», καθόλου δε νομίζω ότι τον προεξοφλεί ως επόμενο Μποντ, αφού αφενός, προς το παρόν, τίποτα δεν εξασφαλίζει μια δεύτερη συνεργασία των παραγωγών με τον σκηνοθέτη, αφετέρου η εξουσία της επιλογής του πρωταγωνιστή δεν βγήκε ποτέ έξω από την οικογένεια Μπρόκολι. Ακόμη κι η MGM που ήταν διστακτική για τον Κρεγκ το 2005, τελικά υπέκυψε στο –όπως αποδείχτηκε, αλάνθαστο– ένστικτο της Μπάρμπαρα Μπρόκολι. Πιθανότερο θα ήταν ο Φουκουνάγκα να επηρεάσει την επιλογή του Έλμπα ως κακού στην καινούρια ταινία, έστω κι αν θα έχει χαθεί λίγο το μομέντουμ, αφού μέχρι να κυκλοφορήσει θα τον έχουμε δει προηγουμένως σε παρόμοιο ρόλο στο spin-off των «Fast and Furious», «Hobbs and Shaw» του Ντέιβιντ Λιτς το καλοκαίρι του 2019.
Ο Χάρντι αποκλείεται για παρόμοιους λόγους, όχι μόνο ηλικιακούς. Το 2020 θα πατάει τα 43, ενώ έχει ήδη δεσμευτεί σε δύο άλλες σειρές που θα τον κρατούν απασχολημένο, το «Mad Max» και το «Venom». Ακόμη κι αν, όπως είναι πιθανό, τη σειρά αναλάβει ο Κρίστοφερ Νόλαν που χρησιμοποιεί πλέον τον ηθοποιό σε κάθε νέα ταινία του, πιστεύω (κι ελπίζω) ότι θα είναι αρκετά έξυπνος για να ξεκινήσει μ' ένα φρέσκο πρόσωπο. Τα ίδια ισχύουν και για τον συνομήλικο του Χάρντι, Μάικλ Φασμπέντερ, ο οποίος σε άλλη συγκυρία θα ήταν κατά τη γνώμη μου ο ιδανικότερος υποψήφιος.
Ο Χίντλστον κι ο Κάβιλ είναι ηλικιακά καταλληλότεροι, καθώς το 2020 θα είναι 39 και 37 ετών αντιστοίχως. Όμως ο πρώτος θα έχει επίσης περάσει τα 40 στην πρώτη του ταινία και προσωπικά τον βρίσκω ανεπαρκή για τον ρόλο. Η θέση του δεύτερου δυσχεραίνεται από το ότι, όπως ο Χάρντι κι ο Φασμπέντερ, έχει ήδη ταυτιστεί όχι απλώς με άλλους ρόλους, αλλά μ' έναν από τους πιο εμβληματικούς, τον Σούπερμαν. Και πού είναι το πρόβλημα, θα μου πείτε; Να θυμίσω ότι το 1986, όταν ο Μπρόσναν δοκίμαζε ήδη την γκαρνταρόμπα του για τον ρόλο και λίγο πριν ανακοινωθεί ως διάδοχος του Μουρ, τον τράβηξε το NBC για περισσότερα επεισόδια του «Ρέμινγκτον Στιλ», και ο πατέρας των σημερινών παραγωγών του Μποντ, Άλμπερτ Μπρόκολι, δήλωσε ότι «ο Ρέμινγκτον Στιλ δε μπορεί να είναι ο Τζέιμς Μποντ», περνώντας το χρίσμα στον Ντάλτον. Υπό την ίδια αρχή, θα ήταν τουλάχιστον αμφίβολο οι παραγωγοί να θέλουν ο Σούπερμαν να είναι ταυτόχρονα ο Τζέιμς Μποντ τους. Από την άλλη, ο Μουρ ήταν προηγουμένως κι ο Άγιος. Σωστά, όμως σε άλλες συνθήκες κι άλλες εποχές που σηκώνουν άλλη κουβέντα.
Για την ιστορία, ο Κρεγκ μαζί με τον Κόνερι είναι οι αγαπημένοι μου ενσαρκωτές του ρόλου. Προσωπικά δεν θα είχα κανένα πρόβλημα αν η πιθανή επιτυχία της επόμενης ταινίας τον οδηγήσει και σε μια έκτη. Είπαμε, ο Κρουζ είναι 56 και δεν προτίθεται να σταματήσει σύντομα να σκαρφαλώνει ουρανοξύστες. Ακόμα όμως κι όταν ο Κρεγκ τελικά αποχωρήσει, θα παρηγορηθούμε με τη σκέψη ότι, όπως για πάνω από μισό αιώνα τώρα, ο Τζέιμς Μποντ θα επιστρέψει.
* Ο Νίκος Τσαγκαράκης είναι κριτικός και ιστορικός κινηματογράφου.
σχόλια