Όταν αναφερόμαστε στον Παναγιώτη Τούντα, αυτό το ιστορικό πρόσωπο της ελληνικής μουσικής, στην ουσία μιλάμε για έναν πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία στην Αθήνα του 1923 που αμέσως έδειξε το μεγάλο ταλέντο του, προσχώρησε στη δισκογραφία της εποχής και φανέρωσε μία τραγουδοποιία πλούσια, δεξιοτεχνική και αμεσότατη. Γνώστης της μουσικής, προερχόμενος από ένα πολυπολιτισμικό χωνευτήρι, ο Τούντας συνέθεσε ρεμπέτικα, αμανέδες, σμυρναίικα, ελαφρά και δημοτικοφανή τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία ηχογράφησαν σε πρώτες εκτελέσεις η Ρόζα Εσκενάζυ, η Μαρίκα η Πολίτισσα, η Ρίτα Αμπατζή, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Ευάγγελος Σωφρονίου και ο Στελλάκης Περπινιάδης.
Γεννημένος το 1886 από ευκατάστατη οικογένεια της Σμύρνης, ο Παναγιώτης Τούντας σπουδάζει μαντολίνο και μέχρι να ολοκληρώσει τη βασική μόρφωση, γίνεται δεξιοτέχνης του οργάνου. Τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. σε εφηβική ηλικία εντάσσεται σε μία από τις περίφημες Εστουδιαντίνες, ένα είδος μουσικών εργαστηρίων - θα λέγαμε σήμερα - που αν και βασίζονταν στην παραδοσιακή μουσική, άφηναν χώρο για τη δημιουργία ενός καινούργιου ρεπερτορίου, δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία στους μουσικούς, τραγουδιστές και οργανοπαίκτες, να φανερώσουν το ταλέντο τους. Πόσο μάλλον, όταν η Εστουδιαντίνα που εντάχθηκε ο Τούντας, ήταν η ξακουστή, μέχρι την Ευρώπη, του Βασίλειου Σιδερή. Μέλη της ήταν ακόμη οι γνωστοί Ευάγγελος Παπάζογλου, Σπύρος Περιστέρης, Γιάννης Δραγάτσης - Ογδοντάκης.
Δύο από τα διασημότερα τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα ήταν το ''Δημητρούλα μου'' που η Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδούσε μέχρι λίγο πριν το τέλος της και που η Χαρούλα Αλεξίου επανέφερε στο προσκήνιο στα μέσα της δεκαετίας του 1970, καθώς και ο διαβόητος ''Κοκαΐνοπότης'', γνωστό και ως ''Γιατί φουμάρω κοκαΐνη''.
Είναι άγνωστες οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο Τούντας διέφυγε της μικρασιατικής καταστροφής. Υπάρχουν ωστόσο στοιχεία πως μέχρι τον καταραμένο Σεπτέμβρη του ΄22, ως νέος μουσικός περιόδευσε σε πολλά μέρη εκτός της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, ακόμη και στην Αφρική. Λίγους μήνες μετά την τραγωδία, στις αρχές του 1923, ακολουθεί το κύμα της προσφυγιάς στην Αθήνα, διαμένοντας στη Νέα Σμύρνη. Είναι από εκείνους τους καλλιτέχνες που η φωτιά και το μαχαίρι δεν τους πτοούν, αλλά αντιθέτως τους οδηγούν σε έναν δημιουργικό οίστρο.
Μέσα σε ένα χρόνο, ο μάλλον τυχερός Τούντας γίνεται καλλιτεχνικός διευθυντής της γερμανικής Odeon στην Αθήνα. Δεν είχε σταματήσει βέβαια να εμφανίζεται και να παίζει ως μαντολινίστας σε κέντρα πέριξ της πρωτεύουσας. Το ρεπερτόριο του, που ήταν η απόλυτη έκφραση της τραχιάς ζωής του πρόσφυγα, προσέλκυσε γρήγορα τα κυκλώματα της δισκογραφίας των 78 στροφών, η οποία αναζητούσε τους πιο προικισμένους και καταρτισμένους μουσικά καλλιτέχνες της Σμύρνης, ώστε να χτυπήσει τα εισαγόμενα μικροαστικά μελό τραγούδια.
Μία από τις πρώτες του ηχογραφήσεις στην Αθήνα είναι ''Η Σμυρνιά'' το 1924 με τον τενόρο Κώστα Μισαηλίδη και την Estudiantina d' Athenes. Το όνομα του Τούντα ιστορικά γίνεται το πρώτο μεταξύ των λαϊκών δημιουργών που αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου.
Τα επόμενα χρόνια δίνει τραγούδια του, συνεργαζόμενος με όλες τις εταιρείες της εποχής, ενώ από το 1931 και μετά τη λειτουργία του περίφημου εργοστασίου στη Ριζούπολη, γίνεται καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia και της His Master's Voice. Ο κατάλληλος άνθρωπος στο κατάλληλο πόστο με τους μεγαλύτερους τραγουδιστές των χρόνων εκείνων να ερμηνεύουν τα τραγούδια του σε πρώτες, δεύτερες και τρίτες εκτελέσεις. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις τραγουδιών του, σαν το ''Μαρίτσα μου'' που ηχογραφήθηκε το 1928 και το 1930 με τον Ευάγγελο Σωφρονίου και τον Γιώργο Βιδάλη αντίστοιχα, το πασίγνωστο ''Χαρικλάκι'' (''Χθες το βράδυ, Χαρικλάκι...'' κλπ.) που είχε τουρκικές ρίζες και που τραγουδήθηκε από τη Ρίτα Αμπατζή και τη Ρόζα Εσκενάζυ το 1932 και το '34 αντίστοιχα, καθώς και το ''Κουκλάκι μου'', το πλέον εκτελεσμένο κομμάτι του από το 1928, που ηχογραφήθηκε το ίδιο διάστημα με την σημαντική θεατρική ερμηνεύτρια Ισμήνη Διατσέντε (Διατσίντου), καθώς και με τους Αντώνη Νταλγκά, Ευάγγελο Σωφρονίου, Γιώργο Βιδάλη, Κώστα Καρίπη και τον ψάλτη Κώστα Θωμαΐδη.
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ''Κουκλάκι μου'' (1928) του Παναγιώτη Τούντα με την Ισμήνη Διατσέντε
Ευέλικτος μουσικός ο Τούντας, αρχίζει να συνθέτει τραγούδια με μπουζούκι και μπαγλαμά, αμέσως μετά την εμφάνιση της ''τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς'' (Μάρκος Βαμβακάρης, Ανέστος Δεληάς, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής), που ήταν η πρώτη ''επίσημη'' ρεμπέτικη ορχήστρα. Μέχρι τη γερμανική εισβολή στην Αθήνα, όπου σταματούν οι ηχογραφήσεις του εργοστασίου της Columbia, εκτός από κάποια προπαγανδιστικά ναζιστικά εμβατήρια, ο Τούντας γίνεται ο στυλοβάτης του ρεμπέτικου τραγουδιού με ένα έργο τεράστιο και βασικά με την εμπειρία του στη δισκογραφία των 78 στροφών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1939 ο Τούντας γνώρισε για τα καλά τη λογοκρισία της μεταξικής δικτατορίας με ένα τραγούδι του, ενορχηστρωμένο από τον Γιοβάν Τσαούς και ερμηνευμένο από τον Στελλάκη Περπινιάδη. Επρόκειτο για τη θρυλική ''Βαρβάρα'', που έλεγε τα εξής:
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαυράκια, κεφαλόπουλα μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει, τον αγγίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται απ' τα γέλια
Κοίταξε, μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι δύσκολα θα σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήσει
βάστα τον απ' το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
Στο καλάθι της τον βάζει κι από τη χαρά φωνάζει
Έχω τέχνη έχω χάρη ν' αγγιστρώνω κάθε ψάρι
για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα'ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
(ακούγεται η φωνή του Περπινιάδη: ''Γεια σου, Γιοβάν Τσαούς, με την παρέα σου...Ωχ, άιντα...'')
Βασισμένο στον γνωστό σκοπό της Λέσβου, ''Η θειά μου η Αμερσούδα'', που τραγούδησε η Σοφία Βέμπο, η σατιρική ''Βαρβάρα'' προξένησε σάλο, όχι μόνο για τα σεξουαλικά της υπονοούμενα, αλλά και για τη φημολογία ότι η ηρωίδα του τραγουδιού δεν ήταν άλλη από την κόρη του δικτάτορα Μεταξά! Απαγορεύτηκε από το καθεστώς, ο συνθέτης Παναγιώτης Τούντας παραπέμφθηκε στον Εισαγγελέα και καταδικάστηκε με βαρύτατο πρόστιμο για ''προσβολή της δημοσίας αιδούς'' και ενόσω η αστυνομία δέσμευε και κατάστρεφε τις πλάκες, ο μόνος που τη γλίτωσε φτηνά ήταν ο ερμηνευτής Στελλάκης Περπινιάδης. Εικάζεται, πάντως, πως η πατρότητα της ''Βαρβάρας'' ανήκε στον χιουμορίστα Γιοβάν Τσαούς και πως συμφωνημένα μπήκε το όνομα του Τούντα, για να έχουν λιγότερα μπλεξίματα, λόγω της θέσης του, με το νόμο της εποχής. Ξεκαρδιστική, τέλος, είναι η μαρτυρία του Στελλάκη Περπινιάδη, όπως τη διέσωσε ο Παναγιώτης Κουνάδης στο βιβλίο του, ''Τα Ρεμπέτικα'': Έφεραν στο δικαστήριο έναν πραγματογνώμονα από τον πανελλήνιο σύνδεσμο και έκανε ανάλυση του τραγουδιού. Είπε λοιπόν ο πραγματογνώμονας ''Βρε αδερφέ, για σταθείτε. Δηλαδή επειδή το θέλει το δικαστήριο πρέπει να αλλάξουμε το όνομα του κέφαλου; Πώς να τον ονομάσουμε; Παλαμίδα; Σκουμπρί; Κέφαλος! Και αποκλείεται μια γυναίκα επειδή πήγε να ψαρέψει και έπιασε έναν κέφαλο; Τι να της πούμε; Της φώναξε ο βαρκάρης: Πιάστονε. Από πού θα τον έπιανε; Το ψάρι από πού πιάνεται; Από το κεφάλι, κύριε πρόεδρε ή από την ουρά;'' Δηλαδή ανάλυση τέτοια που ο πρόεδρος αναγκάστηκε και παραδέχτηκε ότι έτσι είναι αλλά και τι να κάνει τώρα; Να τον αθωώσει τον Τούντα; Θα γύρευε ρέστα. Λοιπόν, σου λέει, μια που ήρθε άσ' τον να τον ζεματίσουμε αυτόν, να ξεμπερδεύουμε. Από τότε έγινε και η σφράγισις των τραγουδιών...
Ξεχωριστή θέση στην εργογραφία του Τούντα κατείχαν οι γυναίκες: όμορφες προσφυγοπούλες (''Αρμενίτσα''), περήφανα λαϊκά κορίτσια (''Δεν τα θέλω τα λεφτά σου''), εξωστρεφείς μάγκισσες (''Η Μπολσεβίκα/ Κέρνα μας''), απελευθερωμένες γυναίκες που δεν χαμπαριάζουν από τον θάνατο του ανδρός τους (''Μοντέρνα χήρα'') ή άλλες που εγκαταλείπουν τους παρανόμους για την ασφάλεια των πολισμάνων (''Τουρκολημανιώτισσα'').
Δύο από τα διασημότερα τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα ήταν το ''Δημητρούλα μου'' που η Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδούσε μέχρι λίγο πριν το τέλος της και που η Χαρούλα Αλεξίου επανέφερε στο προσκήνιο στα μέσα της δεκαετίας του 1970, καθώς και ο διαβόητος ''Κοκαΐνοπότης'', γνωστό και ως ''Γιατί φουμάρω κοκαΐνη'', που επίσης ηχογράφησαν η Αλεξίου στα ''Τσίλικα'' (1983) και στα ''Απρόβλεπτα'' (1987) υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, και η Ελένη Τσαλιγοπούλου στα ''Μαθήματα πατριδογνωσίας'' (1990). Δεν είναι τυχαίο ότι το 2016 θα συμπληρωθούν 130 χρόνια (!) από τη γέννηση του Τούντα και οι συνθέσεις του ακόμη αποδίδονται από νεορεμπέτικες κομπανίες, λαϊκά σχήματα και πολλούς καλλιτέχνες του έντεχνου - λαϊκού τραγουδιού, από τη Μαριώ και τη Γλυκερία μέχρι τη Νένα Βενετσάνου και τον Αγάθωνα Ιακωβίδη.
Από τη θρυλική εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου με τιμώμενο πρόσωπο τη Ρόζα Εσκενάζυ, παρουσία της Χαρούλας Αλεξίου, η Εσκενάζυ ερμηνεύει τα τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα ''Δημητρούλα μου'' και ''Χαρικλάκι''. Μοναδικό ντοκουμέντο πολιτισμού.
Ο κύκλος του σμυρναίικου τραγουδιού κατά μία έννοια κλείνει με το θάνατο του Παναγιώτη Τούντα τον Μάιο του 1942, μεσ' στην Κατοχή, στην οικία του στη Νέα Σμύρνη. Πιθανή αιτία θανάτου του ήταν οι ρευματισμοί, που τότε δεν υπήρχε επαρκής αντιμετώπιση τους. Ήταν 56 ετών. Άφησε πίσω του τη, γεννημένη το 1937, κόρη του και περισσότερα από 350 τραγούδια που συνταίριαξαν με υπέροχο τρόπο το μινόρε της Σμύρνης με το ρεμπέτικο του Πειραιά.
σχόλια