«Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά από άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που, κι αν είναι χρήσιμα, π' ανάθέμά τα, δεν αξίζουν όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι, κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ».*
Αν είναι όλος ο χρόνος ατελεύτητα παρών; «Όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος».
Αν δεν έχουμε κάτι να πούμε; «Ας σωπάσουμε, ας ακούσουμε, ας ψάξουμε με ανοιχτά μάτια και αυτιά...».
Αν στο κεφάλι μας βρίσκονται οι άλλοι; «Εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά μας».
Αν δε λογαριάζεις τον Άλλο; «Η ζωή, όχι απλώς χάνει το νόημα της, αλλά φτωχαίνει ασφυκτικά».
Αν αγαπάς κάτι, σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι; «Κινείσαι ανάμεσα στο "ου φονεύσεις" και στο "η βία είναι η μαμή της Ιστορίας"».
Αν όλα έχουν τη θέση τους και μονάχα εγώ απ'όσα είναι γύρω μου είμαι άχρηστος; «Και να, πορευόμαστε...».
Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από το βιβλίο της «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι» (Πόλις), τιμημένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2013.
«Να καταλάβεις ότι όλα θα είναι εκείνη η μέρα, της λέω. Θα έχουν σχέση με κείνο το Σάββατο. Θα είναι πριν ή μετά, αλλά πάντοτε σε σχέση με κείνη τη μέρα. Κι ότι δεν θα έχω άλλα νέα από κείνα, ποτέ».
— Μπορεί η ζωή σου να κολλήσει σε μια συγκεκριμένη μέρα;
Όχι μόνο σε μια μέρα αλλά και σε μια συγκεκριμένη στιγμή, όταν κάποιος επιτελεί μια πράξη που φέρνει μια ποιοτική αλλαγή, δηλαδή όταν κάνει το άλμα σε μια καινούργια κατάσταση. Μπορείς να συσσωρεύεις για χρόνια αντιθέσεις, παράπονα, να υφίστασαι κάθε μορφή καταπίεσης και να μην αλλάζει τίποτα, η τομή γίνεται με την πράξη και η πράξη συντελείται μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο.
— Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ατομικός αλλά και ο συλλογικός χρόνος έχουν διχοτομηθεί σε προ και μετά κρίσης εποχή;
Θέλω να πω ότι ο χρόνος πρέπει να κοιταχτεί σε μεγαλύτερο βάθος, χωρίς αυτό να αναιρεί το γεγονός ότι η κρίση υπήρξε η κορύφωση μιας αντίξοης κατάστασης.
«Η Πέρσα το αντιμετώπισε ψύχραιμα. [...] Έμοιαζε λες και της δώσανε έναν σταυρό και είπε πρέπει να τον σηκώσω και θα τον σηκώσω. Το δέχτηκε καρτερικά, αλλά με πείσμα. Έτσι κάνουν οι δυνατοί, και η άλλη, χωρίς αμφιβολία, είναι δυνατή. Εγώ πάλι τα έχασα και μετά αλάλιασα. Έτσι κάνουν οι αδύνατοι, στην αρχή ζαρώνουν και μετά ξεφωνίζουν».
— Ποιον θεωρείτε δυνατό σήμερα;
Νομίζω ότι δυνατός είναι ο άνθρωπος που έχει ένα συγκεκριμένο, ξεκάθαρο στόχο, είναι αυτός ο οποίος σκέπτεται και πράττει με τρόπο ανάλογο προς την επίτευξη του στόχου του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δυνατός είναι πάντοτε και ηθικός.
«Από κάποιες αναμνήσεις που έρχονται ανακατεμένες κι ακατάστατες, ορμάνε ξαφνικά στη σκέψη μου από το παρελθόν και προσπαθούνε να κρατηθούν απ’ αυτά τα θρύψαλα ζωής που έχουμε τώρα. Αυτά θα είναι για αρκετά χρόνια η ζωή μας. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να φτιαχτεί το μέλλον από ένα παρόν τόσο άθλιο».
— Πώς μπορεί να φτιαχτεί το μέλλον από ένα παρόν τόσο άθλιο;
Είναι δύσκολο, εξαιρετικά δύσκολο. Ο Έλιοτ γράφει ότι «... Αν είναι όλος ο χρόνος ατελεύτητα παρών / Όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος», γιατί όπως πολύ καλά ξέρετε, μέλλον δεν είναι η διαστημική μας εκτόξευση σε μιαν άλλη χρονολογία αλλά ένα εγώ που κουβαλάει μνήμη, γνώση, ήθος, χαρακτήρα, ένα πολύπλοκο ιστό αράχνης τραυματισμένο ή θωρακισμένο σ’ αυτή την πορεία αλλά διακριτό. Το να αλλάξει αυτό το «εγώ» θέλει πολλή δουλειά, πρέπει να «φάει η μούρη σου χώμα», όπως λένε, είτε πρόκειται για άτομο ή για σύνολο.
«Νόμιζες πως για λίγο η σιωπή είχε αναλάβει να μας εξηγήσει τι ακριβώς εννοούσε ο γιατρός, και μολονότι οι λέξεις της ήταν αθόρυβες και μαλακές σαν ψίχα, αντί να κατεβαίνουν στέκονταν στον λαιμό μας και τον φράζανε».
— Είναι εποχή για να μιλά κανείς ή για να σωπαίνει;
Για να μιλήσει κάποιος πρέπει να έχει κάτι να πει, κάτι ουσιαστικό, τεκμηριωμένο, αποτελεσματικό. Έχει κορεστεί ο πολιτικός και ιδεολογικός χώρος από αμπελοφιλοσοφίες, έτοιμες απαντήσεις σε επίπεδο καφενείου και προτάσεις προς το θεαθήναι. Όσοι δεν έχουμε κάτι να πούμε, ας σωπάσουμε, ας ακούσουμε, ας ψάξουμε με ανοιχτά μάτια και αυτιά, χωρίς προκαταλήψεις και όσο γίνεται απαλλαγμένοι από την επάρατο εθνική ασθένεια του διχασμού, της εύκολης κριτικής και του «εγώ τα ξέρω όλα».
«Στο κεφάλι μας βρίσκονται οι άλλοι, εμείς βρισκόμαστε στην καρδιά μας».
— Tι μπορεί να συμβεί όταν το παραπάνω αντιστραφεί;
Να λειτουργούμε απλώς με το συναίσθημα, πράγμα που υπήρξε χρόνια τώρα ένας από τους κύριους τρόπους να κοιτάζουμε τη ζωή και τα προβλήματά μας και ο οποίος, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, ήταν μια από τις βασικές αιτίες της όποιας ήττας ή καταστροφής ή δυσκολίας αντιμετωπίσαμε. Νομίζω ότι συναίσθημα και μυαλό σε συνεργασία είναι βασική και αναγκαία προϋπόθεση για να πάμε καλύτερα.
«Νόημα... Πώς να στο εξηγήσω, λέει συλλογισμένη και με κοιτάζει με κείνο το ανέλπιδο πεισματάρικο βλέμμα... νόημα είναι... αυτό που λες και ταυτοχρόνως λες και κάτι παραπάνω, όχι περιττό, διευκρινίζει, όχι το παραπανίσιο, μου λέει και μετά κομπιάζει... πώς να στο πω μωρέ; Νόημα είναι αυτό που περισσεύει...».
— Πώς μπορεί να βρει κανείς σήμερα το χαμένο (του) νόημα;
Δεν μπορώ να έχω απάντηση ούτε για τον καθένα ξεχωριστά, ούτε για το σύνολο, ψάχνω και εγώ όπως όλοι μας. Υποψιάζομαι ότι η απάντηση ξεπερνάει το άτομο, δεν μπορεί να είσαι καλά μόνος σου, ανήκουμε σε ένα «εμείς», με το οποίο είμαστε σε μια διαρκή επικοινωνία, και σαν «εμείς» για να βρούμε ένα συλλογικό νόημα, ίσως θα μας βοηθούσε το να κοιτάξουμε από πού ερχόμαστε, ποιοι είμαστε, τι είμαστε σαν λαός και τι μπορούμε να προσφέρουμε σε ένα ευρύτερο σύνολο. Είναι μάλλον άτοπο ότι μπορεί να βρει κάποιος το νόημα της προσωπικής του ζωής, ξεκομμένος από το χώρο και το χρόνο μέσα στον οποίο υπάρχει. Σίγουρα ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του, όμως χωρίς να λογαριάζεις τον Άλλον, η ζωή, όχι απλώς χάνει το νόημα της, αλλά φτωχαίνει ασφυκτικά.
«Σας αγαπούσα πολύ, το ξέρεις, μου είπε, και σένα και την αδερφή σου. Υπήρξαν κι άλλα πράγματα που αγάπησα στη ζωή μου, που τα θέλησα και τα πίστεψα. Μιλούσε γρήγορα, κοφτά, σαν να βιαζόταν, λες και ήξερε πως ο καιρός που θα μπορούσε ακόμη να μιλάει ήταν λίγος. Τα αγαπούσα και τα ήθελα τόσο πολύ που τα ένιωθα ένα με το πετσί μου. Κι ακόμη πιο πολύ, τα είχα μέσα μου».
— Ολοκληρώνονται οι άνθρωποι όταν κάνουν παιδιά ή ακρωτηριάζονται;
Κάθε σχέση, κάθε υπέρβαση του εγώ προς κάποιον Άλλον, είναι κάτι θετικό, πολύ περισσότερο αν αυτός ο άλλος είναι ένα πλάσμα αξιολάτρευτο (κυρίως από άποψη της αθωότητας και της καθαρής ματιάς), όπως είναι ένα παιδί. Τώρα, το αν ο γονιός ολοκληρώνεται ή ακρωτηριάζεται, εξαρτάται από τον τρόπο που σκέπτεται και δεν έχει να κάνει με το παιδί αλλά με το πώς βλέπει τον εαυτό σου μέσα στις άλλες του σχέσεις, στο κοινωνικό σύνολο και πώς ιεραρχεί τις υποχρεώσεις του, συμπεριλαμβάνοντας κι αυτές προς τον εαυτό του. Αν κάτι του πάει ζαβά, δεν του φταίει το παιδί αλλά το ζαβό του το μυαλό.
«Όπως αυτό για την αγάπη: για κάτι που αγαπάς σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι; Κάποτε μια γυναίκα είχε σκοτώσει τον εραστή της επειδή την απατούσε. Πώς μπόρεσες να σκοτώσεις τον άνθρωπο που αγαπάς; την είχε ρωτήσει μια δημοσιογράφος. Δεν το έκανα για μένα, της λέει η φόνισσα, το έκανα για την αγάπη μας».
— Για κάτι που αγαπάς σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι;
Η απάντηση υπονοεί μια ηθική στάση και σαν τέτοια, έχει να κινηθεί ανάμεσα σε δύο άκρα, ανάμεσα στο «ου φονεύσεις» και στο «η βία είναι η μαμή της Ιστορίας». Προσωπικά, ανήκω σε μια γενιά που έμαθε να θυσιάζεται για τα όνειρά της και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό και κάτι περισσότερο, εύχομαι να έρθει μια εποχή που ακόμη και η λεκτική βία θα μας προκαλεί αποτροπιασμό.
«Καταλαβαίνω, μου λέει. Τσόντα από δω, τσόντα από κει, προσπαθεί ο άνθρωπος όπως μπορεί να τα μπαλώσει και τελικά, από τα πολλά μπαλώματα κάνει τη ζωή του ξεφτίλα».
— Τι θεωρείτε μπάλωμα σε μια ζωή;
Αχ, είναι ένας ολόκληρος κατάλογος, συναισθηματικά μπαλώματα, πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά, δεν έχει τελειωμό, αλλά πώς αλλιώς να το κάνουμε; Είναι αδύναμο πράγμα ο άνθρωπος και χτυπιέται από πολλές μεριές. «Και να», όπως λέει και ο Καβάφης, «πορευόμαστε»...
«Ήθελα να ζήσω, λέει. Ήθελα μια πραγματική ζωή κι αυτό τη στιγμή που αγνοούσα τι σημαίνει πραγματική ζωή, με τι μοιάζει ή πώς τη ζεις. Πώς ξεχωρίζεις την αληθινή από την κάλπικη».
— Πώς την ξεχωρίζεις;
Είναι μια πορεία προσωπική, δύσκολη, ουσιαστική, ο καθένας χαράζει τον δρόμο του, αλλά και μόνο το να αναρωτιέσαι είναι μια καλή αρχή.
«Όλα έχουν τη θέση τους, συλλογίζομαι, ακόμη και μια μύγα που ζουζουνίζει. Και θυμάμαι κείνη τη μυγίτσα, μέσα στην αχτίδα του ήλιου που ο Ιππόλυτος είχε γράψει πώς κι αυτή ξέρει τη θέση της και συμμετέχει σ’ όλο αυτό το χαροκόπι και μονάχα αυτός είναι ο απόβλητος της ζωής. [...] Όλα έχουν τη θέση τους και μόνο εγώ, μουρμουρίζω. Και εκεί, μέσα στη γαλήνη της βραδιάς αισθάνομαι ντροπή. Ναι, όπως σκέπτομαι τη μύγα βάζω με το νου μου πώς μονάχα εγώ απ’ όσα είναι γύρω μου είμαι άχρηστος, και ντρέπομαι. Κι όσο σκαλίζω την ντροπή μου τόσο φουντώνει. Ντρέπομαι ξανά, και λέω ότι υπάρχει ένα όριο στο πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος».
— Πώς ορίζετε τη ντροπή;
Νομίζω ότι είναι σε ευθεία αναλογία με το ήθος κι ότι προκύπτει από την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που θα ήθελες να είσαι ή που νομίζεις ότι είσαι και αυτό που είσαι πραγματικά και που όταν το διαπιστώνεις αισθάνεσαι δυσάρεστα. Είναι καλό πράγμα η ντροπή, κρατάει τον άνθρωπο σε εγρήγορση. Δεν έχετε προσέξει ότι οι περισσότεροι πολιτικοί δεν ντρέπονται; Μήπως επειδή το ήθος τους έχει υποστεί λοβοτομή;
* Ο μπιντές, Άπαντα, Μάριος Χάκκας, εκδόσεις Κέδρος
σχόλια