Ο Βόυτσεκ βλέπει τα κομμένα κεφάλια που πέφτουν τις νύχτες πάνω στο γρασίδι. Ακούει φλογέρες και βιολιά στο λιβάδι, φωνές μέσα από τη γη.
Συλλαμβάνει ερεθίσματα που αγνοεί το ανθρώπινο αυτί, συνομιλεί με την κρυμμένη διάσταση των πραγμάτων, με τα φαντάσματα των αδικημένων που στοιχειώνουν τα δάση, ψάχνοντας για τη συμπόνια που στερήθηκαν όσο ήταν ζωντανοί.
Ο καλός στρατιώτης Βόυτσεκ τρώει μόνο μπιζέλια και ουρεί μέσα σ' ένα δοχείο: αυτή είναι η συμφωνία που έχει κάνει και υφίσταται καρτερικά τις συνέπειες, προκειμένου να εξασφαλίσει λίγα χρήματα για την οικογένειά του.
Το σώμα του υποφέρει από τα πειράματα στα οποία υποβάλλεται, αλλά το μυαλό δεν συρρικνώνεται. Αστράφτει σαν καθαρό μέταλλο που ξεμπροστιάζει οτιδήποτε νοθευμένο έρθει σ' επαφή μαζί του.
Απόλυτα εκτεθειμένος και ανυπεράσπιστος απέναντι στους «ανωτέρους» του, τον Γιατρό και τον Λοχαγό, υφίσταται ταπεινώσεις και εξευτελισμούς που θα τσάκιζαν την πιο παχύδερμη ψυχή. Είναι, όμως, εκείνοι που τελικά τρομάζουν από την υπαρξιακή ένταση του Βόυτσεκ.
«Στάσου μια στιγμή, Βόυτσεκ!» του φωνάζει ο Λοχαγός. «Τρέχεις μες στον κόσμο σαν κοφτερό ξυράφι, κι όποιον περάσει δίπλα σου τον σκίζεις».
Πώς είναι δυνατόν μια παράσταση, όπως αυτή που παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, να στέκεται με τόση ψυχρότητα απέναντι στο έργο του Μπύχνερ; Πώς είναι δυνατόν να μη μεταδίδει ούτε στο ελάχιστο την απόγνωση που εκλύεται από τον πυρήνα του;
Ηθικό και ανήθικο, λογικό και παράλογο, υποκείμενο και αντικείμενο: η κατάρα των απόλυτων διαχωρισμών, η απουσία της αμφιβολίας, τα συστήματα (φυσικής, ηθικής και ούτω καθεξής) ως βεβαιότητες, αυτά τα κατασκευασμένα ψέματα βασανίζουν τον Βόυτσεκ μέχρις εσχάτων.
«Κοιτάξτε, κύριε Λοχαγέ, τι όμορφος, πηχτός, γκρίζος ουρανός, σου 'ρχεται να του καρφώσεις ένα μπαστούνι και να κρεμαστείς από κει πάνω, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει η παύλα ανάμεσα στο ναι και ξανά πάλι ναι – και όχι, κύριε Λοχαγέ, ναι και όχι; Φταίει το όχι για το ναι ή το ναι για το όχι; Πρέπει να το σκεφτώ».
Αν η επιστήμη καταπιέζει και υποβαθμίζει σαδιστικά τον άνθρωπο, τότε δεν τη χρειαζόμαστε. Αν η κρατική εξουσία χαϊδεύει αυτάρεσκα το στέρνο της και χλευάζει τους υπηκόους της, τότε ας την καταργήσουμε.
Αν ο έρωτας προσφέρει μόνο κόλαση, τότε ας τον ξεκάνουμε κι αυτόν. Ο Βόυτσεκ βλέπει αυτό που κανένας δεν τολμά να δει, αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς την ουσία των πραγμάτων, ακόμη κι αν εκφράζεται αινιγματικά, παραληρηματικά, ακατανόητα.
Δεν έχει από πουθενά να κρατηθεί, σαν το σκυλάκι του Γκόγια που πνίγεται μέσα σε μια κιτρινόμαυρη χοάνη. Δεν αναδύεται, όμως, ως ήρωας των φτωχών ή ως μάρτυρας του προλεταριάτου· είναι ένας άνθρωπος κακοποιημένος απ' όλες τις μορφές εξουσίας, οι οποίες επιδιώκουν αυτό που ο Φουκό αποκαλεί «ποινικοποίηση της ύπαρξης».
Ο ήρωας του Μπύχνερ στέκεται πέρα από τις συνήθεις κατηγορίες της «ενοχής» και της «αθωότητας». Δεν είναι ούτε «κακός» ούτε «καλός». Προσπαθώντας να κατανοήσει το παράλογο της ύπαρξης, καταβάλλοντας μια ύστατη προσπάθεια να ορθώσει το ανάστημά του, ο Βόυτσεκ διαπράττει την πλέον αρχετυπική πράξη, τον φόνο.
Τελικά, συνθλίβεται κραυγάζοντας: «Ο πόνος εμένα μου αξίζει / Και τη ζωή μου όλη την ορίζει».
Κανένας ποτέ δεν θα ξεριζώσει το μυστήριο από την καρδιά του Βόυτσεκ. Θα εκπέμπεται αμείωτο ως το τέλος του χρόνου. Επειδή ως ήρωας παραείναι μεγάλος και σημαντικός. Επειδή η απόγνωσή του –η απόγνωση όλων των Βόυτσεκ του κόσμου– δεν θ' ανακουφιστεί ποτέ.
Πώς είναι δυνατόν μια παράσταση, όπως αυτή που παρακολουθήσαμε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, να στέκεται με τόση ψυχρότητα απέναντι στο έργο του Μπύχνερ; Πώς είναι δυνατόν να μη μεταδίδει ούτε στο ελάχιστο την απόγνωση που εκλύεται από τον πυρήνα του;
Η φροντισμένη αισθητική δεν είναι αρκετή όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοια κείμενα. Πράγματι, σε επίπεδο όψης αυτός ο Βόυτσεκ κερδίζει τις εντυπώσεις.
Το γεωμετρικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη ανταποκρίνεται εύστοχα στις απαιτήσεις του εγχειρήματος: ένα διώροφο μεταλλικό ημικύκλιο που εξασφαλίζει δύο επίπεδα δράσης, ενώ περικλείει έναν κυκλικό δίσκο που θυμίζει πότε ρουλέτα –παραπέμποντας στα παιχνίδια της Μοίρας– και πότε πίνακα σκοποβολής, με τον Βόυτσεκ-«στόχο» να στέκεται συχνά στο κέντρο του.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, εμπνευσμένα από το vintage σύμπαν του τσίρκου και του πιερότου, μπορεί να μην ερεθίζουν σημαντικά το φαντασιακό του θεατή (το τσίρκο, άλλωστε, έχει υπάρξει κοινό σημείο αφετηρίας για πολλά ανεβάσματα του έργου στο παρελθόν), αλλά εντάσσονται αρμονικά στο σύνολο.
Οι υποβλητικοί φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, σε συνδυασμό με τη διαρκή «ομίχλη» που τυλίγει τη σκηνή καθώς και το παιχνίδι με τις σκιές στο βάθος της συνεισφέρουν τα μάλα στη δημιουργία μιας σαγηνευτικής ατμόσφαιρας με έντονες οπτικές αντιθέσεις.
Επιπλέον, παρατηρούμε κατά τη διάρκεια της παράστασης μερικές όμορφες συνθέσεις που προκύπτουν από τη μελετημένη τοποθέτηση και ανάδειξη των σωμάτων στον χώρο: η Μαρία (Έλενα Μαυρίδου) στέκεται και νανουρίζει με το πόδι το παιδί της που κοιμάται στο πάτωμα, ενώ εκείνη καμαρώνει σαν παγόνι για τα σκουλαρίκια που στραφταλίζουν στ' αυτιά της.
Λίγο αργότερα, φορώντας μόνο το κομπινεζόν της, θα βρεθεί να «αιωρείται» μπλεγμένη στα κάγκελα με μια δέσμη «ουράνιου» φωτός να πέφτει διαγωνίως επάνω της, την ώρα που μετανοεί για την προδοσία της.
Το εξπρεσιονιστικό παίξιμο των ηθοποιών, η καταφυγή τους στα «σχήματα», στη λογική μιας ανούσιας καρικατούρας (Χάρης Χαραλάμπους-Λοχαγός, Σωτήρης Τσακομίδης-Γιατρός) και στην άγονη αποστασιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα την εξόντωση του συναισθήματος από το σώμα της παράστασης.
Ο λόγος δεν αγγίζει καμία χορδή. Κάτι ξύλινο και ανούσια επιτηδευμένο σκιάζει όλες τις δράσεις και αλληλεπιδράσεις.
Ο Γιώργος Γάλλος καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να εκμαιεύσει την οδύνη του ήρωα που υποδύεται, στέκεται όμως αδύνατον να ενεργοποιηθεί το θυμικό μέσα σε ένα τόσο ψυχικά αποστειρωμένο πλαίσιο.
Ο χρόνος κυλά βασανιστικά αργά για τον θεατή, που δεν μπορεί να αντέξει δύο ώρες μόνο με «ατμόσφαιρα» και γοητευτικές εικόνες. Σημαντικό πράγμα η ομορφιά, αλλά στο θέατρο, όπως και στη ζωή, δεν είναι ποτέ αρκετή από μόνη της.
Info
Γκέοργκ Μπύχνερ - Βόυτσεκ
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Γάλλος, Έλενα Μαυρίδου, Σωτήρης Τσακομίδης, Χάρης Χαραλάμπους, Λευτέρης Πολυχρόνης κ.ά.
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, Ηρώων Πολυτεχνείου & Βασ. Γεωργίου, Πειραιάς, 210 4143310, 210 4142320
Τετάρτη 19.00, Πέμπτη 20.30, Παρασκευή 20.30, Σάββατο 18.00 & 21.00, Κυριακή 19.00