Οι «ζυμώσεις» για τη δημιουργία της εξάωρης τηλεταινίας που θα κατοχύρωνε για πολλές στη συνείδηση των θεατών του πλανήτη μια συγκεκριμένη εκδοχή της ζωής του Χριστού, βασισμένης στην Καινή Διαθήκη, ξεκίνησαν το 1973, με τις ευλογίες μάλιστα του Πάπα Παύλου ΣΤ'.
Ο Ποντίφικας είχε προσκαλέσει τον Βρετανό παραγωγό Λίου Γκρέιντι για να τον συγχαρεί για την δημιουργία μιας τηλεταινίας με ήρωα τον Μωυσή και πρωταγωνιστή τον Μπαρτ Λάνκαστερ, προτείνοντάς του μάλιστα να ηγηθεί μιας αντίστοιχης βρετανο-ιταλικής συμπαραγωγής με θέμα την (επίγεια) ζωή του Ιησού Χριστού.
Ήταν αυτός επίσης που εισηγήθηκε τον γνωστό του (και δηλωμένο πιστό Ρωμαιοκαθολικό) Φράνκο Τζεφιρέλι για τη σκηνοθεσία του επικού δράματος, τα γυρίσματα του οποίου θα ξεκινούσαν τελικά δύο χρόνια αργότερα με βάση το σενάριο που είχε κληθεί να γράψει ο Άγγλος συγγραφέας Άντονι Μπέρτζες, πιο γνωστός για το βίαιο, δυστοπικό βιβλίο του «Κουρδιστό Πορτοκάλι», που είχε μεταφέρει μερικά χρόνια πριν στη μεγάλη οθόνη ο Κιούμπρικ και η προβολή του είχε απαγορευτεί αρχικά στις βρετανικές αίθουσες.
Αφού βρέθηκε ο ιδανικός πρωταγωνιστής στη μορφή του «άγνωστου» Ρόμπερτ Πάουελ (με υπόδειγμα το πασίγνωστο πορτραίτο του Ιησού με τίτλο «Κεφαλή του Χριστού» που είχε φιλοτεχνήσει το 1941 ο Αμερικανός ζωγράφος θρησκευτικών παραστάσεων Γουόρνερ Σάλμαν) η παραγωγή μεταφέρθηκε στη Βόρειο Αφρική.
Τα γυρίσματα έγιναν στο Μαρόκο και στο Μοναστίρ της Τυνησίας, όπου, σε μια σαρκαστική ίσως τροπή της ιστορίας, η τοποθεσία και τα σκηνικά του «Ιησού από τη Ναζαρέτ» θα χρησιμοποιούνταν δύο χρόνια αργότερα για το γύρισμα της διάσημης σάτιρας των Μόντι Πάιθονς, «Ένας προφήτης μα τι προφήτης» (The Life of Brian) – ταινία που θα απαγορευόταν σε «πολιτισμένες» χώρες όπως η Ιρλανδία και η Νορβηγία.
Παραλίγο να έχει παρόμοια τύχη και ο «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» στις ΗΠΑ, μετά την έντονη κινητοποίηση του δημοφιλούς στις τάξεις των Ευαγγελιστών της χώρας Μπομπ Τζόουνς τζούνιορ, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον Πάπα Παύλο ΣΤ' «αρχιερέα του Σατανά» και την ταινία του Τζεφιρέλι «βλάσφημη» (χωρίς να την έχει δει βεβαίως).
Η ταινία του Τζεφιρέλι προβλήθηκε κανονικά στην αμερικανική τηλεόραση, η φασαρία όμως και οι χιλιάδες επιστολές διαμαρτυρίας που δέχτηκαν διάφορα μεγαλοστελέχη της εταιρείας, προκάλεσαν την ανησυχία και την αποχώρηση της General Motors από την ομάδα των βασικών χορηγών της παραγωγής. Τη θέση της πήρε μια άλλη κολοσσιαία αμερικανική πολυεθνική, η Procter and Gamble, η οποία, εκμεταλλευόμενη τον πανικό της GM (που θυσίασε επένδυση τριών εκατομμυρίων δολαρίων), εξασφάλισε «κοψοχρονιά» τα αμερικανικά δικαιώματα του έργου αντί του ευτελούς σχετικά ποσού του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Όσον αφορά στο σενάριο του Άντονι Μπέρτζες, δύο είναι οι σημαντικές παρεκκλίσεις από την επικρατούσα εκδοχή των γεγονότων όπως παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη δημιουργία του Τζεφιρέλι, ο Πόντιος Πιλάτος παρουσιάζεται «χειρότερος» (εμφανίζεται να καταδικάζει κυνικά και με συνοπτικές διαδικασίες τον Χριστό, ενώ σύμφωνα με τα Ευαγγέλια επιθυμούσε την αθώωσή του αλλά λύγισε υπό την πίεση του όχλου) και ο Ιούδας Ισκαριώτης «καλύτερος» (το σενάριο τον παρουσιάζει ως μια ευγενών προθέσεων, παρεξηγημένη και τραγική εν τέλει μορφή, ενώ στα Ευαγγέλια απορρίπτεται ως ποταπή φιγούρα με μόνο κίνητρο το χρήμα).
Γι' αυτές ακριβώς τις αφηγηματικές «αυθαιρεσίες» αλλά και για την περιπέτεια του κατά την συγγραφή του σεναρίου, είχε γράψει μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων και λίγο πριν από την πρώτη προβολή της μνημειώδους μίνι σειράς, ο Άντονι Μπέρτζες ένα κείμενο με τίτλο "TeleJesus" (ή "MediaChrist") το οποίο δημοσιεύτηκε κατόπιν στις 3 Απριλίου του 1977 στους Τάιμς της Νέας Υόρκης με την επικεφαλίδα «Το Κατά Άντονι Μπέρτζες Ευαγγέλιο»:
Η φιλόδοξη ιδέα της δημιουργίας μιας εξάωρης τηλεταινίας για τη ζωή του Ιησού Χριστού προτάθηκε από έναν «εξευγενισμένο» Βρετανό Εβραίο [τον Σερ Λίου Γκρέιντ] με τη χρυσή ευλογία μιας μεγάλης αμερικανικής βιομηχανίας αυτοκινήτων - η οποία αργότερα αποσύρθηκε κατόπιν πιέσεων φονταμενταλιστών – αλλά και του ίδιου του ποντίφικα. Σε κάποιους το πρότζεκτ φάνηκε «βλάσφημο», σε άλλους «οικουμενικό».
Βρέθηκε λοιπόν ο Λόρδος Γκρέιντ, που τότε ακόμα ήταν απλά Σερ Λίου Γκρέιντ, να προεδρεύει μιας μεγάλης συνέντευξης τύπου στην Αγία Πόλη του Βατικανού (παρεμπιπτόντως, εκεί που σταυρώθηκε ανάποδα ο Άγιος Πέτρος πριν ανακηρυχτεί Πάπας) για να ανακοινώσει την δημιουργία της ταινίας με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι και σεναριογράφο τον υποφαινόμενο.
Ακολούθως, παρατέθηκε επίσημο δείπνο, στο οποίο παρευρέθηκε ο Επικεφαλής Ραβίνος της Ρώμης καθώς και διάφοροι εκπρόσωποι βρετανικών εκκλησιαστικών κύκλων με αδυναμία στο κρίκετ. Ο Πάπας έγινε αισθητός διά της απουσίας του και όλοι έμοιαζαν να μου πετάνε το μπαλάκι για να ξεκινήσω το γράψιμο.
Ξεκίνησα διαβάζοντας την Καινή Διαθήκη στα ελληνικά για να πάρω μια φρέσκια ή αυθεντική εικόνα της ιστορίας. Υπάρχουν τέσσερις κατοχυρωμένες εκδοχές της ζωής του Χριστού στα ευαγγέλια, και η πιο δημοφιλής – αυτή του Ιωάννη- είναι μάλλον η λιγότερο αξιόπιστη, καθώς γράφτηκε πολύ αργότερα από τα ιστορικά γεγονότα που αφηγείται. Σ' αυτήν, την πιο ρομαντική των εκδοχών, περιέχεται και ο γάμος της Κανά αλλά και η ανάσταση του Λαζάρου.
Οι ιστορίες που περιγράφονται στα κατά Ματθαίον, Μάρκον και Λουκά Ευαγγέλια είναι διαφορετικές από του Ιωάννη, αλλά τόσο παρόμοιες μεταξύ τους που θα μπορούσαν να μελετηθούν ως ένα βιβλίο με τίτλο ίσως «Σύνοψη των Ευαγγελίων». Ως ρομαντικός, ο Τζεφιρέλι προτιμούσε σαφώς την εκδοχή του Ιωάννη, εγώ όμως επέμενα να βασιστούμε στους άλλους ευαγγελιστές. Η δική μου εκδοχή για το σενάριο της ταινίας ήταν τελικά προϊόν συμβιβασμού: πουθενά ο γάμος της Κανά, αλλά μια πολύ εντυπωσιακή ανάσταση του Λαζάρου.
Όσο πιο πολύ πάντως διάβαζα τον Ματθαίο, τον Μάρκο και τον Λουκά, τόσο πιο πολύ έμενα ανικανοποίητος από την αφήγησή τους. Είναι πολύ καλοί προπαγανδιστές αλλά κακοί ιστορικοί και αφηγητές. Με είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα η αφαιρετική απεικόνιση του Ιούδα ως κακοποιού, ως κοινού κλέφτη. Ό,τι κι αν ήταν ο Ιούδας, κλέφτης δεν ήταν και αποφάσισα να ανασκευάσω τον χαρακτήρα του από την αρχή.
Στην αρχή τον παρουσίασα ως ένα είδος καλοπροαίρετου κολεγιόπαιδου, καλλιεργημένου και αφοσιωμένου στη μητέρα του, που γοητεύεται από την προσωπικότητα και το μήνυμα του Ιησού και πείθεται για την θεία υπόστασή του, δηλώνοντας αφελώς στους Ζηλωτές που έχουν αποκλειστικά πολιτική ατζέντα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ο Μεσσίας». Ακολουθεί η απώλεια της αθωότητας, η σύγχυση, η προδοσία και η αυτοκτονία όταν τον πλημμυρίζουν οι ενοχές.
Αυτός ήταν ο πρώτος μου Ιούδας. Η τελική εκδοχή του στην ταινία είναι ένα παλίμψηστο του Ιούδα ως αθώας ψυχής, ως φιλόδοξου Ζηλωτή και ως απογοητευμένου ανθρώπου, ποτέ όμως ως κλασικού, μελοδραματικού «κακού» της ιστορίας.
Παρότι είχα φροντίσει να βρίσκομαι κάπου απομονωμένος - συνήθως στο τροχόσπιτο μου, συντροφιά μόνο με τη γραφομηχανή και το ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης – όσο έγραφα το σενάριο, κατάφερναν και με εντόπιζαν οι θρησκευτικοί «σύμβουλοι» της Ιταλικής ραδιοτηλεόρασης (RAI), στέλνοντας μου διαρκώς διάφορες οδηγίες, αιτήματα, τελεσίγραφα. Συχνά αναγκαζόμουν να απαντήσω οργισμένα, «γράφτε το μόνοι σας, για όνομα του Θεού δηλαδή, συγνώμη κιόλας». «Όχι, όχι», μου απαντούσαν. «Εσύ είσαι ο συγγραφέας. Προτείνουμε όμως να γράψεις αυτό που θα σου πούμε...».
Όσο πιο πολύ πάντως δούλευα το σενάριο, τόσο πιο πολύ έτεινα να πειστώ όχι μόνο ότι αυτός ο άνθρωπος είχε υπάρξει τότε στην σκόνη και την κάψα της Παλαιστίνης, της υποβαθμισμένης αποικίας μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, αλλά και ότι υπήρχε κάτι το θείο εντός του. Είχα πειστεί επίσης και για την επαναστατική φύση των διακηρύξεών του, πολύ περισσότερο από τότε που με πήγαιναν μικρό στην εκκλησία. Τώρα, το αν αυτός ο τηλε-Ιησούς που δημιουργήσαμε, καταφέρει να διεισδύσει στο μυαλό των Αμερικανών θεατών, μένει να αποδειχτεί. Πιστεύω πάντως ότι ο «εξευγενισμένος» Βρετανός Εβραίος είχε δίκιο τελικά: Η ταινία έπρεπε να γίνει...
σχόλια