Τα καλοκαίρια της οικογένειας Γούναρη διαφέρουν από τα συνηθισμένα καλοκαίρια πολλών Ελλήνων. Μια οικογένεια που δραστηριοποιείται αισίως εδώ και 4 γενιές με τα θερινά σινεμά δουλεύει όταν οι άλλοι κάνουν διακοπές. Κανείς τους όμως δεν διαμαρτύρεται – το αντίθετο. Τόσο ο παππούς Κώστας όσο και ο εγγονός Κώστας, τους οποίους συναντώ με αφορμή την επαναλειτουργία της θρυλικής Ηλέκτρας (Πατησίων 292), που πέρασε φέτος στη διαχείρισή τους, θεωρούν αυτονόητη την ενασχόλησή τους με το σινεμά, ενασχόληση που εκπορεύεται από βαθιά, αυθεντική αγάπη. Εξάλλου και οι δύο μεγάλωσαν μέσα σε κινηματογραφικές αίθουσες και οι πρώτες τους μνήμες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την έβδομη τέχνη.
Η Ηλέκτρα, εν τω μεταξύ, είχε παραμείνει κλειστή για δέκα χρόνια. Μιλάμε για ένα θρυλικό θερινό που βρίσκεται σε κομβικό σημείο, με «καλό παρελθόν» από τη δεκαετία του '60 μέχρι και τα '80s, όταν η Πατησίων ήταν πιάτσα ανταγωνιστική με το κέντρο. Καθώς η αίθουσα είναι διατηρητέα, δεν έγινε καμία αρχιτεκτονική παρέμβαση, κι έτσι δεν πειράχτηκαν η ταμπέλα, ο εξώστης, τα περβάζια, το ταμείο και η οθόνη. Το νέο ντιζάιν όμως είναι εντελώς σύγχρονο, με την ξύλινη «κουρτίνα» της εισόδου να δεσπόζει, τις τριθέσιες κούνιες να «ξεπουλάνε» πάντα πρώτες και φυσικά τις προβολές να γίνονται πλέον ψηφιακά.
Πρώτα οι ταινίες έβγαιναν στους κεντρικούς κινηματογράφους, στο Αθήναιον, στο Αττικόν, στον Ορφέα, μετά απλωνόταν στους κινηματογράφους Β' προβολής, έπειτα ο δακτύλιος άνοιγε περισσότερο, Αιγάλεω, Περιστέρι, Ζωγράφου, ύστερα πιο πάνω, Κοκκινιά, Νίκαια, και τέλος στην επαρχία.
Ο 80χρονος κύριος Γούναρης, καθώς μου αφηγείται την ιστορία της ζωής του, που περνά από αίθουσες, γραφεία διανομής και άπειρα χιλιόμετρα σελιλόιντ, μιλά αργά, θυμάται τα πάντα και μπαίνει σε νοσταλγική διάθεση. Σε κάποιες φάσεις συγκινείται κιόλας. Όταν όμως τον διακόπτουν για τη δουλειά, αποκτά αυτόματα άλλες ταχύτητες, καθώς κανονίζει να φορτώσουν οι κόπιες του «Πρόσκληση σε Γεύμα από έναν Υποψήφιο Δολοφόνο» στους servers των αιθουσών του.
«Παλιά το πρόγραμμά της Ηλέκτρας ήταν εναρμονισμένο με τα κεντρικά θερινά, όπως η Ριβιέρα και το Εκράν» θυμάται ο παππούς Κώστας. «Αυτά που είχαν ξεκινήσει από το '40, όπως η Μπομπονιέρα, κρατούσαν δυνατά, όμως το '60 είχαμε μεγάλη άνοδο του θερινού. Τότε στην Πατησίων και στους γύρω δρόμους πρέπει να υπήρχαν 17-19 αίθουσες. Αυτό κράτησε 30 χρόνια. Μετά το '80, με την τηλεόραση και το βίντεο επήλθε η πτώση. Έκλεισαν πάρα πολύ κινηματογράφοι, οι ιδιοκτήτες επέλεξαν να τους μετατρέψουν σε κάτι άλλο, ώσπου μπήκε ένα φρένο από το υπουργείο Πολιτισμού που συνέταξε έναν κατάλογο με διατηρητέα σινεμά. Όσοι πρόλαβαν, ξεγλίστρησαν. Οι υπόλοιποι, όπως η Ηλέκτρα, δεν μπορούσαν να γίνουν κάτι άλλο. Τότε λοιπόν ήταν 750 οι θερινές αίθουσες στην Αττική, τώρα έχουμε περίπου 100».
«Θέλει μεράκι για να τρέξεις ένα θερινό»
Σταθερά Εξαρχειώτες, ζώντας στην ευρύτερη περιοχή από το '56-΄57, τρέχουν σήμερα οικογενειακά 6 θερινά, διάσπαρτα στην πόλη: την Ηλέκτρα στην Πατησίων, το Αμίκο στο Χαλάνδρι, την Άνοιξη στο Ηράκλειο, το Εκράν στα Εξάρχεια, τον Κήπο στο Μοσχάτο και τη Νέα Μασκώτ στον Ταύρο.
Η αρχή έγινε όμως πολλές δεκαετίες πριν, με τον πατέρα του κυρίου Κώστα και προπάππου του Κώστα, έναν από τους πρώτους «υπαίθριους προβολατζήδες» της Ελλάδας: «Ο πατέρας μου, ο Αλκιβιάδης, ήταν κινηματογραφιστής και παραγωγός από τη Βόρεια Ελλάδα. Γεννημένος το 1902, είχε μια κινηματογραφική μηχανή πάνω σε ένα καροτσάκι και έπαιζε το φιλμ με το χέρι. Γύριζε τη δεκαετία του '20 από χωριό σε χωριό στον νομό Δράμας και πρόβαλλε τις ταινίες» ξεκινά να μου αφηγείται.
«Εγώ γεννήθηκα το '38 στην Αθήνα. Είχε ιδρύσει γραφείο ο πατέρας μου από το '40 και έφερνε από το εξωτερικό τα σίριαλ της εποχής που παίζονταν σε συνέχειες στον κινηματογράφο, τα διένειμε τότε στις λαϊκές αίθουσες. Το Ρεξ, το Αττικόν, το Πάνθεον δεν έπαιζαν τέτοια. Ο μικρός εισαγωγέας δεν μπορούσε να μπει εύκολα στις μεγάλες αίθουσες. Από το '50 και μετά μπήκε κανονικά πια στον χώρο της διανομής ταινιών, όλο τον χρόνο, έχοντας βαφτίσει το γραφείο του "Άστρον Φιλμς". Το γραφείο ήταν στην Κάνιγγος, πάνω από τα σουβλάκια "Λειβαδιά". Εκεί ήταν η πρώτη επαφή μου με το φιλμ. Τρέχα πάρε αυτή την αφίσα και πήγαινέ την από την Άλμα στην Ηλέκτρα. Έτσι άρχισα να μετακινούμαι, με λεωφορείο, με τα πόδια, και να γνωρίζω την Αττική. Πρώτα οι ταινίες έβγαιναν στους κεντρικούς κινηματογράφους, στο Αθήναιον, στο Αττικόν, στον Ορφέα, μετά απλωνόταν στους κινηματογράφους Β' προβολής, έπειτα ο δακτύλιος άνοιγε περισσότερο, Αιγάλεω, Περιστέρι, Ζωγράφου, ύστερα πιο πάνω, Κοκκινιά, Νίκαια, και τέλος στην επαρχία.
Τη δεκαετία του '60 ξεκίνησε ο πατέρας μου να κάνει και μερικές μικρές παραγωγές. Μη φανταστείς Καραγιάννης-Καρατζόπουλος και Φίνος. Το γραφείο διανομής το συνέχισε μέχρι το '65. Τότε εγώ πήγα ως διανομέας, υπάλληλος σε άλλα γραφεία. Το '70-'71 έκανα ένα γραφείο δικό μου μαζί με τον Γιάννη Μητρόπουλο, τον πατέρα του Παντελή Μητρόπουλου, δημιουργού της Προοπτικής. Άρχισε να φέρνει ταινίες από Σουηδία, Δανία, Μπέργκμαν κ.λπ. Το παράδοξο με εμάς ήταν ότι, ενώ τα αθηναϊκά γραφεία διανομής είχαν εκπρόσωπο στη Βόρεια Ελλάδα, ο Μητρόπουλος είχε έδρα στη Θεσσαλονίκη κι εγώ τον εκπροσωπούσα στην Αθήνα. Δεν κράτησε πολύ αυτή η συνεργασία, μετά πήγα στη Σπέντζος Φιλμ για αρκετά χρόνια, μέχρι το '85. Ύστερα συνεργάστηκα με τους Καραγιάννη-Καρατζόπουλο και κάναμε τη Νέα Κίνηση, γραφείο εισαγωγής και διανομής που κράτησε μέχρι αρχές του 2000. Φέραμε θρυλικές ταινίες, το "Πέμπτο Στοιχείο" του Μπεσόν, τον "Τελευταίο Αυτοκράτορα" του Μπερτολούτσι, τους "Συνήθεις Υπόπτους" του Μπράιαν Σίγνκερ, το "Before Sunrise" του Λινκλέιτερ, το "Full Monty"... Κάποτε όμως όλα τα ωραία τελειώνουν και μετά δεν ξαναέμπλεξα με τη διανομή.
Από τη δεκαετία του '60 ξεκίνησα παράλληλα να δραστηριοποιούμαι και στις αίθουσες. Πρώτα με την Αβάνα στην Κηφισίας, που ήταν χειμερινή και θερινή και παράλληλα με τον Άλεξ στου Ζωγράφου, μόνο χειμερινός, τον Αχιλλέα, εδώ στην Πατησίων από πίσω, την Αλάμπρα, το Ρίο στη Γλυφάδα που κατεδαφίστηκε. Από το '70 έχουμε σταθερά το Εκράν στα Εξάρχεια. Σιγά-σιγά μπήκαν στη δουλειά και οι γιοι μου, ο πατέρας και ο θείος του Κώστα.
Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερη δουλειά. Βλέπω ταινίες από 10 χρονών. Τα πάντα βλέπω, εκτός από τα ζόμπι, μου αρέσουν όλα τα είδη εκτός από αυτό, δεν ξέρω γιατί εφευρέθηκαν. Μικρός πέθαινα με τον Ταρζάν. Με πάει ο πατέρας μου στο Λαού στο Μεταξουργείο. Παίζει Ταρζάν με τον Τζόνι Βαϊσμίλερ. Πέφτει σε έναν λάκκο και δεν μπορεί να βγει. Ώσπου να βγάλει τη γνωστή κραυγή με πήραν τα κλάματα!».
«Έχω από σένα αφίσα εικονογραφημένη του Ταρζάν!» λέει ο Κώστας παρεμβαίνοντας στην αφήγηση του παππού του.
Η επιλογή των ταινιών και τα νέα δεδομένα
Πώς όμως αφουγκράζονται όλα αυτά τα χρόνια τις ανάγκες της κάθε αίθουσας και πώς φτιάχνουν τον προγραμματισμό τους; «Κάναμε πάντα προσεκτικές επιλογές. Κρατούσα σε τετράδια τις ταινίες που έβγαιναν από κάθε γραφείο, έβγαζαν τότε τα εισιτήρια του κάθε κινηματογράφου, όχι το σύνολο, όπως τώρα, βλέπαμε από τον χειμώνα τι δουλεύει. Κρατούσαμε τις κριτικές του Σταματίου στα ΝΕΑ, με το "μην τη χάσετε" του Σταματίου έκανα στο Εκράν 1.000 εισιτήρια την ημέρα. 400 θέσεις στριμωγμένες, γεμάτες και οι δύο παραστάσεις με έξτρα θέσεις στον διάδρομο. Η αλλαγή των ταινιών γινόταν τότε κάθε Δευτέρα, πήγε Παρασκευή (και πολύ αργότερα Πέμπτη) όταν ο Γκάλης ανέβασε το ελληνικό μπάσκετ στα ουράνια. Έπαιζαν στους αγώνες σε συγκεκριμένες μέρες και επηρεάζονταν οι κινηματογράφοι, δεν μπορούσαμε να κρίνουμε αν θα συνεχίσουμε την επόμενη εβδομάδα.
Κάθε καλοκαίρι τα γραφεία διανομής ετοιμάζουν τον κατάλογό τους. Επιλέγεις με ποια γραφεία θα συνεργαστείς, και κρίνεις από πολλές παραμέτρους, από το τι παίζει γύρω σου, σε ποια περιοχή βρίσκεσαι... Θα έχεις ένα-δυο βασικά μεγάλα γραφεία και μερικούς δορυφόρους που βγάζουν λίγες ταινίες, συνήθως επανεκδόσεις. Πλέον παίζουμε και δύο διαφορετικές ταινίες το ίδιο βράδυ, που αυτό δεν γινόταν ποτέ παλιότερα. Στο Εκράν, ας πούμε, δεν θα παίξουμε "Avengers", δεν το επιτρέπω εγώ! Στο Γαλάτσι αντίστοιχα δεν θα παίζαμε τον "Μάρτυρα Κατηγορίας" του Χίτσκοκ».
Και με το Netflix και την πτώση των εισιτηρίων τι γίνεται; «Μας επηρέασε πολύ η τεχνολογία. Η δίψα για εικόνα που υπήρχε μέχρι το '70, που ο κόσμος έμενε άφωνος στην αίθουσα ή σκαρφάλωνε στις μάντρες για να δει, εξαφανίστηκε. Μετά ήρθε η τηλεόραση, το βίντεο, το DVD το '90 και μας αποτελείωσαν. Και τώρα το κινητό. Πρώτα μπήκε στο σπίτι η εικόνα και μετά μπήκε στο χέρι μας. Όμως ο θεατής πλέον είναι πιο ενημερωμένος, επιλέγει αυστηρά τι θα δει, ξέρει το είδος που του πάει. Καταργήθηκε και το φιλμ που περιόριζε τον αριθμό των αιθουσών που θα έβγαινε μια ταινία. Σε κάτι μέτριο θα έφερναν 3 κόπιες για 3 σινεμά, σε κάτι καλό για 10. Όταν έβγαζε το '60 ο Μιχαηλίδης ταινία α' προβολής σε 10-12 αίθουσες, ήταν γεγονός. Όταν η Βουγιουκλάκη έβγαινε σε 15-20 αίθουσες, ήταν τεράστιο γεγονός. Στην ψηφιακή εποχή, φορτώνεις την ταινία σε όσες αίθουσες θες, με τον ίδιο σκληρό δίσκο. Καταργήθηκε το στάτους των περιοχών. Το "Black Panther" βγήκε σε 227 αίθουσες. Τον αιθουσάρχη που ήξερε την περιοχή του, αυτό τον ζημιώνει. Σε 10 τετράγωνα μπορεί να παίζει η ίδια ταινία».
Προχθές που παίζαμε το «Lion King», είχαμε παιδάκια από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας και ζήσανε μια εμπειρία που είμαι σίγουρος ότι δεν θα την ξεχάσουνε ποτέ. Θα θυμούνται για πάντα την πρώτη φορά που είδαν θερινό σινεμά.
Τα χοτ ντογκ της γιαγιάς και μια πανέμορφη εικόνα με μεταναστόπουλα
«Θυμάμαι τον εαυτό μου παιδάκι να πηγαίνω στο γραφείο του παππού στη Νέα Κίνηση και να τα ανακατεύω όλα. Με έπαιρνε και με έβαζε στην αίθουσα που έβλεπαν τις ταινίες οι κριτικοί κινηματογράφου. Με έβαλε να δω το "Before Sunrise", πολύ μικρός, και δεν μου άρεσε καθόλου!» θυμάται ο εγγονός Κώστας Γούναρης, που ασχολείται κι ο ίδιος με την εικόνα, έχοντας σκηνοθετήσει μερικές αξιόλογες ταινίες μικρού μήκους και έχοντας εστιάσει πλέον στη διαφήμιση.
«Στο Ρίο, που ήταν το πρώτο θερινό που πήγα στη ζωή μου, ήταν ο παππούς στην είσοδο, η γιαγιά στο ταμείο έκοβε εισιτήρια, ο θείος μου που ήταν κι αυτός πιτσιρικάς, με τη θεία μου, μέσα στο μπαρ, και εμένα μου είχαν βάλει ένα κασόνι μπίρες ανάποδα για να πατάω και να φτάνω τη μηχανή του ποπ κορν. Και πάντα τσακωνόμουν με τον παππού γιατί έβαζα παραπάνω βούτυρο απ' ό,τι έπρεπε. Τότε ακόμα δεν είχαν γίνει της μόδας τα πολύ βουτυρένια ποπ κορν, όπως σήμερα.
Το '94 με πάει ο πατέρας μου, 7 χρονών, στο Αβάνα για να δω το "Pulp Fiction", γιατί δεν γινόταν να μην το δω στο σινεμά. Μου έλεγε ότι ο μελλοντικός εαυτός μου θα με ευγνωμονεί. Στη σκηνή που κάνουν την ένεση αδρεναλίνης στην καρδιά της Ούμα Θέρμαν, ο κόσμος έφευγε, ουρές! Κι εγώ αναρωτιόμουν "μα, γιατί φεύγουν;". Ένα παιδί έχει πάντα μεγαλύτερη φαντασία.
Μια πολύ δυνατή ανάμνηση που έχω είναι η γιαγιά μου κάθε μεσημέρι, στο σπίτι στα Εξάρχεια, να φτιάχνει μια μεγάλη κατσαρόλα με κόκκινη σάλτσα. Την έπαιρνε στο Ρίο και έβραζε μέσα τα λουκάνικα. Μιλάμε για θρυλικό χοτ ντογκ. Ερχότανε ο Καρβέλας και η Βίσση και παίρνανε 20 χοτ ντογκ σε σακούλες για το σπίτι. Είχαμε ρεκόρ πωλήσεων, 100 άτομα μέσα και να φεύγουν 200 χοτ ντογκ.
Από τη στιγμή που αρχίσαμε να φτιάχνουμε την Ηλέκτρα, πέρναγε ο κόσμος απ' έξω, σταματούσε και ρωτούσε αν ανοίγουμε. Ηλικιωμένοι που έρχονταν εδώ από το σχολείο, συγκινημένοι – δεν το έχω ξαναζήσει αυτό σε άλλο σινεμά. Έρχονται και μετανάστες που είναι νέοι στην περιοχή. Τα παιδιά τους δεν ξέρουν τι είναι θερινό σινεμά, δεν το έχουν ξαναζήσει, μπαίνουν μέσα και αναρωτιούνται. Μπαρ είναι; Μουσική παίζει; Προχθές που παίζαμε το "Lion King", είχαμε παιδάκια από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας και ζήσανε μια εμπειρία που είμαι σίγουρος ότι δεν θα την ξεχάσουνε ποτέ. Θα θυμούνται για πάντα την πρώτη φορά που είδαν θερινό σινεμά».