Στη χώρα μας το έργο της είναι σχετικά άγνωστο, στην πατρίδα της όμως θεωρείται σοβαρή και υπολογίσιμη υπογραφή, με ταινίες της να φιγουράρουν κατά καιρούς σε λίστες με τις καλύτερες του 21ου αιώνα. Ο Μάρτιν Σκορσέζε ενθουσιάστηκε τόσο με το Archipelago της, που εκτελεί χρέη executive producer στην τελευταία της δουλειά, το Souvenir. Το αφιέρωμα του Φεστιβάλ είναι μια ωραία ευκαιρία να τη γνωρίσουμε καλύτερα.
Το πρώτο της μικρού μήκους, το Caprice (1986), αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως συνδρομή της στο σινεμά –χωρίς να υποτιμώ, φυσικά, την ποιότητα της φιλμογραφίας της−, συστήνοντας στον κόσμο μια νεαρή που λέγεται Τίλντα Σουίντον. Φίλες από μικρά παιδιά, στην ταινία εμφανίζεται ως Ματίλντα Σουίντον − η συνέχεια είναι γνωστή. Kατά τα λοιπά, στο εν λόγω διδακτικό φιλμάκι η ηρωίδα εισβάλλει κυριολεκτικά στις σελίδες του αγαπημένου της lifestyle περιοδικού, όπως ο Μπάστερ Κίτον μπαίνει στην οθόνη του σινεμά στο Sherlock Jr. (1924). Με τα σκηνικά-χειροτεχνίες, το synth pop μουσικό χαλί, τον σωσία του Μπίλι Άιντολ κι ένα σωρό άλλα ευρήματα, παρακολουθώντας το Caprice θα ορκιζόσουν ότι τα φιλμ της Χογκ στο μέλλον θα έμοιαζαν περισσότερο με εκείνα του Τέρι Γκίλιαμ ή του Μισέλ Γκοντρί. Μοιάζει παράδοξο σε σχέση με την υπόλοιπη φιλμογραφία της, αλλά σημειώστε το στο πρόγραμμα του φεστιβάλ, αξίζει να το δείτε.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του σινεμά της είναι ότι βρίσκεται σε συζήτηση με τον εαυτό του. Στο Archipelago (2010), για πολλούς τη μεγαλύτερη στιγμή της μέχρι σήμερα, μέσα από τον χαρακτήρα ενός ζωγράφου θα αποκρυσταλλώσει τη φιλοσοφία της απέναντι στην τέχνη.
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της θα έρθει δύο δεκαετίες μετά με το Unrelated (2007). Συγκροτημένο, αν και ντεμπούτο, με εμφανή τα χαρακτηριστικά του σινεμά της, δηλαδή την αποστασιοποίηση από τα δρώμενα, τον ρεαλισμό, τον αυτοσχεδιασμό και την κριτική διάθεση απέναντι στη μεσοαστική τάξη, που απέχει, βέβαια, αρκετά από τη δηκτικότητα ενός Σαμπρόλ. Στην ταινία αυτή θα μας συστήσει και τον Τομ Χίντλστοουν που μάθαμε όλοι στη συνέχεια ως Λόκι στο σύμπαν της Marvel, ως Night Manager στην έκτακτη μεταφορά του Λε Καρέ στη μικρή οθόνη και ως σταθερά επανερχόμενο υποψήφιο για το κοστούμι του Μποντ.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του σινεμά της είναι ότι βρίσκεται σε συζήτηση με τον εαυτό του. Στο Archipelago (2010), για πολλούς τη μεγαλύτερη στιγμή της μέχρι σήμερα, μέσα από τον χαρακτήρα ενός ζωγράφου που λειτουργεί στο φιλμ ως άβαταρ της ίδιας, θα αποκρυσταλλώσει τη φιλοσοφία της απέναντι στην τέχνη στην εξής φράση: «Η πραγματικότητα είναι σχετική, οπότε η αφαίρεση είναι ένας τρόπος να απομονώσεις τις σημαντικές πληροφορίες από αυτήν, για να πετύχεις αυτό που επιθυμείς ως καλλιτέχνης».
Στην ταινία παρακολουθούμε για λίγες μέρες δύο αδέρφια που μεγάλωσαν με μια πατρική φιγούρα απούσα και μια μητρική αποπνικτικά παρούσα. Με τον φακό σε σταθερή απόσταση από τους χαρακτήρες –όπως και οι χαρακτήρες μεταξύ τους ίσως;− και μέσα από μακρά, στατικά πλάνα παίρνουμε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, γίνονται σταδιακά εμφανείς οι ρωγμές στο οικοδόμημα της οικογένειας, τα προβλήματα και τα πάθη όσων την απαρτίζουν. Στο τέλος κανείς δεν γίνεται σοφότερος, τίποτα δεν λύνεται και η επικοινωνία ανάμεσά τους επιπλέει κάπου στο αρχιπέλαγος, σε μια πορεία προς το άγνωστο.
Στο φιλότεχνο Exhibition (2013), όπου οι καλλιτέχνες ήρωες μοιάζουν δέσμιοι της ιδιοκτησίας τους, η Χογκ πηγαίνει την κινηματογραφική φιλοσοφία της στα άκρα, ενδεχομένως φτάνει στο σημείο όπου η αφαίρεση γίνεται έλλειψη. Η βρετανική κριτική, που παραδοσιακά στηρίζει τα εγχώρια προϊόντα, ραίνει με επαίνους το φιλμ, η αμερικανική κρατά τις αποστάσεις της. Πρόκειται σίγουρα για την πιο δύσκολη (και δύστροπη) ταινία της, αλλά έχει τους φανατικούς οπαδούς της.
Και κάπως έτσι ερχόμαστε στο φετινό Souvenir (2019), οπλισμένο με το Μεγάλο Βραβειο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σάντανς και metascore 92 στο σάιτ του metacritic – ένα σοβαρότερο rottentomatoes. Πρόκειται για ημιαυτοβιογραφικό φιλμ με πρωταγωνίστρια την Όνορ Σούιντον Μπερν, κόρη της Τίλντα Σουίντον, και την ίδια την Τίλντα στον ρόλο (και) της κινηματογραφικής μητέρας της. Ο φακός για πρώτη φορά δεν κοιτά την ηρωίδα από απόσταση αλλά γίνεται συνοδοιπόρος της, μουσική και συναισθηματισμοί εισβάλλουν απρόσμενα (και ευπρόσδεκτα) στο φιλμικό σύμπαν της σκηνοθέτιδας, οι σινεφιλικές αναφορές ακόμα και στο δικό της έργο πολλαπλασιάζονται και η δεδομένη ικανότητά της να κάνει δραματικό το αντιδραματικό κορυφώνεται.
Στο φιλμ παρακολουθούμε την πορεία μιας προβληματικής, μα αναμφίβολα έντονης και επιδραστικής σχέσης της κεντρικής ηρωίδας, της Τζούλι, που αναζητά τη φωνή της ώστε να γυρίσει την πρώτη της ταινία. Στο τελευταίο πλάνο, όπου ανοίγει η πόρτα του κινηματογραφικού πλατό και σχηματίζεται ένα δεύτερο κάδρο μέσα στο κάδρο, βγαλμένο, θαρρείς, κατευθείαν από το Archipelago, η Τζούλι φαντάζει έτοιμη να βγει έξω στον κόσμο και να γυρίσει την πρώτη της ταινία. Όπως ο Tζακ του Τραβόλτα στο Blow Out (1981) και ο Τζον Γουίλσον του Κλιντ Ίστγουντ στο White hunter, black heart (1990), διαπίστωσε με τον άσχημο τρόπο ότι πρώτα ζούμε και μετά δημιουργούμε, ότι το καλλιτεχνικό ζενίθ ενίοτε πάει πακέτο με ένα προσωπικό ναδίρ και ότι η τέχνη είναι, συνήθως, προϊόν αληθινού, βιωμένου δράματος.
Το επίσημο τρέιλερ του The Souvenir
σχόλια