Λίγο πριν πάει στο τυπογραφείο το τελευταίο τεύχος της δεκαετίας.
Ευγνωμοσύνη και ευχαριστώ.
Η χρονιά που πέρασε και που (επαγγελματικά) τελειώνει για μένα απόψε με το κλείσιμο του τελευταίου τεύχους της δεκαετίας, μου άφησε προσωπικά μεγάλα δώρα. Δεν αφήσαμε λεπτό να περάσει ανεκμετάλλευτο. Μέσα από πολλή δουλειά, τις αναπόφευκτες εντάσεις, το άγχος, τα βράδια που ξενυχτίσαμε, τους δεκάδες τρόπους που στηρίξαμε ο ένας τον άλλον κατορθώσαμε να φτιάξουμε ωραία πράγματα, λίγο πιο πάνω, λίγο πιο έξω από τα «καθημερινά» ενός free press.
Δεν μιλάω συχνά για τη δουλειά μου, αφήνω συνήθως τους άλλους. Μια από τις έγνοιες μου σε αυτή τη θέση είναι να μην ξεχνάω ποτέ ποιο πρόσωπο μας καθοδηγεί τόσα χρόνια και να προβάλλεται η δουλειά των συνεργατών μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πρώτος θέλω να μοιράζω τα κομμάτια τους στη σελίδα μου, μιλάω γι' αυτούς με μεγάλη θέρμη γιατί τους σέβομαι απεριόριστα και τους θαυμάζω για το ταλέντο και τις γνώσεις τους. Χωρίς αυτούς, δεν είμαστε τίποτα. Γράφω λοιπόν σήμερα αυτό το κείμενο για να τους ευχαριστήσω και να γράψω λίγες λέξεις για δύο projects που έγιναν το 2019 και για τα οποία είμαι πολύ περήφανος σε προσωπικό επίπεδο.
Η εβδομαδιαία κυκλοφορία σπανίως σε αφήνει να πάρεις ανάσα, σπανίως σου επιτρέπει να κοιτάξεις μια δεύτερη φορά τη δουλειά που βγαίνει και να πεις «μπράβο, πολύ καλό».
Το Queer τεύχος που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι και διανεμήθηκε πρώτα στο Athens Pride, είχε ροζ χαρτί αλλά οι λέξεις και οι εικόνες που βρίσκονται στα σελίδες του μόνο ροζ δεν είναι. Έχουμε κάνει πολλά για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα μέσα στα χρόνια που κυκλοφορεί η LiFO και αν είμαι για κάτι περήφανος είναι που δεν κωλώσαμε ποτέ από τους αριθμούς ή το ενδεχόμενο κράξιμο από μέρος του κοινού μας για να ακουστούν κάποια πράγματα.
Μερικά χρόνια πριν (όταν το LGBTQ+ δεν είχε το εμπορικό glamour που έχει σήμερα) τρώγαμε και πόρτα από κάποιους οργανισμούς επειδή «παραπροωθείτε τα gay ζητήματα βρε παιδί μου». Ούτε εκεί κωλώσαμε. Είχαμε και έχουμε ακόμα μια ετερόκλητη και ανεξίθρησκη ομάδα ανθρώπων γύρω μας που είναι ανοιχτοί στην πόλη και την κοινωνία, που πρώτοι αυτοί μας δείχνουν πως έχουμε χρέος να τα λέμε και να τα γράφουμε, δυνατά, για πάντα, για όσο χρειαστεί να μην είναι κανείς πια «διαφορετικός» ανάμεσα στους «κανονικούς» αλλά ίσος.
Είμαι περήφανος που ανακαλύψαμε χαμένα φωτογραφικά αρχεία και δώσαμε στο κοινό σπάνιες εικόνες μιας εποχής και μιας ομάδας ανθρώπων που έζησε δίνοντας καθημερινά πολύ σκληρούς αγώνες για να μπορούν απλώς να διαχειρίζονται το σώμα τους και την ψυχή τους και το μυαλό τους όπως εκείνοι ήθελαν. Χωρίς αυτούς τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Τι να πρωτοδιαλέξω από τα κείμενα; Κάθε ένα από αυτά (όπως και οι εικόνες) είχαν στόχο να γραφτεί ξανά ένα κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας, λίγο καλύτερα, λιγότερο αποσπασματικά ή κρυμμένα, να το επικοινωνήσουμε με μεγάλη ένταση, σε ένα πολύ μεγάλο και κοινό που μας εμπιστεύεται μέσα στα χρόνια.
Το πρωί του pride έστησα μόνος μου τον πάγκο που μοιράζαμε τα τεύχη και έκατσα εκεί όλη τη μέρα μαζί με τα παιδιά του γραφείου και δίναμε το ροζ τεύχος με το γλυπτό του έρωτα του Ζαππείου στο εξώφυλλο, τις «σαν καινούργιες» φωτογραφίες μιας νεαρής Πάολας να διαδηλώνει στα Προπύλαια ή της Μπέτυς Βακαλίδου στην ιστορική συγκέντρωση στο Λουζιτάνια που βρέθηκαν σε άγνωστα φωτογραφικά αρχεία και τα κείμενα μιας ομάδας που η δουλειά της σε αυτό το τεύχος δεν εκτιμάται σε χρήματα. Κάποια στιγμή αργά το βράδυ, χορεύαμε όλοι αγκαλιασμένοι στην πλατεία, το τεύχος είχε γίνει ανάρπαστο και ξέραμε πως εκείνο το καλοκαίρι θα το θυμόμασταν για καιρό.
Το ίδιο αίσθημα και για την έκθεση Οι Αθηναίοι με 210 φωτογραφικά πορτρέτα που έχουν φιλοξενηθεί στην μακροβιότερη στήλη της LifO. Στα ελληνικά media οι φωτογράφοι είναι οι μεγάλοι αδικημένοι. Σπανίως προβάλλεται το έργο τους. Τα αρχεία τους, σε μια χώρα που περνάει κρίση, σπανίως αξιοποιούνται. Στα ίδια τα έντυπα βλέπουν πολλές φορές το έργο τους να μην αξιοποιείται με το σωστό τρόπο. Ήταν για μας πολύ σημαντικό να γίνει αυτή η έκθεση και να γίνει σωστά για να αναδειχθεί η δουλειά των συνεργατών μας έτσι όπως της αξίζει και να δώσουμε πίσω λίγο από τον ενθουσιασμό και την αγάπη με την οποία μας έχουν εμπιστευτεί τις φωτογραφίες τους τόσα χρόνια.
Για δύο μήνες ταξίδεψα πίσω στην προηγούμενη δεκαετία και είδα ξανά μερικά θρυλικά πορτρέτα, πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, ανθρώπων που πορευτήκαμε μαζί. Την πρώτη φωτογραφία του Βασίλη Χαραλαμπίδη, τον Λευτέρη Βογιατζή αγκαλιασμένο με τον αγαπημένο του γάτο, την Μαργαρίτα Καραπάνου, τη Ζυράννα Ζατέλη, τη Χάρις Αλεξίου να κοιτάει έκπληκτη κρυμμένη πίσω από το μαύρο ζιβάγκο, το Νίκο Αλεξίου, τη σπουδαία εκδότρια Ιωάννα Χατζηνικολή και τόσους ακόμα που για μας δεν είναι απλώς φωτογραφίες ή κείμενα, είναι η δουλειά μας, η καθημερινότητά μας. Για μένα προσωπικά και ένα μεγάλο σχολείο. Η βασική μου εκπαίδευση στην Αθήνα και την ιστορία της ήταν και παραμένει αυτή η στήλη. Από την απόφαση της επιλογής, στη συνέντευξη, τη φωτογράφηση, μέρες ολόκληρες με πολλή δουλειά και τρέξιμο αφού η εβδομαδιαία κυκλοφορία σπανίως σε αφήνει να πάρεις ανάσα, σπανίως σου επιτρέπει να κοιτάξεις μια δεύτερη φορά τη δουλειά που βγαίνει και να πεις «μπράβο, πολύ καλό».
Αυτό ακριβώς είναι αυτή η έκθεση. Μια ακόμα ματιά στις αριστουργηματικές φωτογραφίες που πέρασαν τόσα χρόνια από τις σελίδες μας, στα πρόσωπα αυτά που έγραψαν την ιστορία της πόλης τα τελευταία χρόνια. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 2/2/2020 και αξίζει πραγματικά τον κόπο. Ανυπομονώ για το μετά, όπου τα πορτρέτα θα δοθούν στους φωτογραφιζόμενους.
Ευχαριστώ λοιπόν κι εγώ. Να είμαστε υγιείς. Να είμαστε δίκαιοι. Να έχουμε φίλους, ηδονές και έμπνευση.