Πιστεύετε πως η Όπερα της Πεντάρας έχει απήχηση σήμερα στο ελληνικό κοινό, ογδόντα χρόνια μετά τη συγγραφή της; Με ποιο τρόπο είναι επίκαιρη;
Θα έλεγε κανείς ότι γράφτηκε φέτος. Και συγκεκριμένα, σε ένα καλοκαίρι που μας βρίσκει μετά από μια περίοδο γεμάτη σκάνδαλα, διαπλοκές, μίζες, διαφθορά σε όλα τα επίπεδα. Ογδόντα χρόνια πριν το 1928 ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα του μεγάλου παγκόσμιου κραχ, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που βιώνουμε τώρα στη μεγάλη οικονομικο-πολιτική κρίση, όπου δεν βλέπεις γύρω σου παρά το χρηματισμό των πάντων, την εμπορευματοποίηση, το χρήμα να έχει ανακηρυχτεί σε υπέρτατη αξία. Το έργο μιλάει για έναν αρχιγκάνγκστερ, φονιά, ληστή, που ο κολλητός του φίλος είναι ο αρχηγός της αστυνομίας. Ήταν φίλοι στο στρατό, μοιράζονται τα κέρδη των «επιχειρήσεων», κι έτσι καταφέρνει να διαφεύγει τη σύλληψη ή μπορεί πάρα πολύ εύκολα να δραπετεύει. Κάτι ανάλογο ζήσαμε το χειμώνα, με υποθέσεις χρηματισμού, δωροδοκίας, με την υπόθεση Παλαιοκώστα κυρίως. Υπάρχει ένας επιχειρηματίας που ασκεί κάποιες διεφθαρμένες πρακτικές σε μια έξυπνη επιχείρηση που έχει στήσει, προμηθεύοντας υγιέστατους ανθρώπους με τεχνητά μέλη, μεταμορφώνοντάς τους σε ζητιάνους, και στέλνοντάς τους σε όλες τις γωνιές του Λονδίνου - γιατί όχι και της Αθήνας του σήμερα. Όλο αυτό αποτελεί χλευασμό της θρησκευτικής υποκρισίας. Στο τέλος ο Μακίθ αθωώνεται πανηγυρικά από τη βασίλισσα, που του παραχωρεί απίστευτα προνόμια. Αυτό βέβαια «κλείνει το μάτι» στο θεατή, που αμέσως καταλαβαίνει ότι η εγκληματικότητα κι η ανηθικότητα όχι μόνο δεν τιμωρούνται αλλά επιβραβεύονται κιόλας. Όταν τα ακούς αυτά δεν μπορείς να μην αντιληφθείς το σαρκασμό και το επίκαιρο του πράγματος. Υπάρχει ένα απόσπασμα στην απολογία του Μακίθ, πριν τον απαλλάξουν, που λέει: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας και τι είναι η δολοφονία ενός ανθρώπου μπροστά στην πρόσληψή του». Καταλαβαίνετε τώρα, μέσα από αυτές τις γραμμές, τα μηνύματα που περνάνε στον κόσμο, ότι δηλαδή οι συμμορίες είναι των τραπεζιτών, των χρηματιστών, των πολυεθνικών εταιρειών και ότι όλοι οι άλλοι είναι πραγματικά μικροτεχνίτες. Πρόκειται γι' αυτούς που λυμαίνονται τους κόπους των πολλών κι όλο αυτό το λάθος σύστημα, όλη αυτή η λάθος διαχείριση του χρήματος μάς έχει οδηγήσει στην τεράστια οικονομική κρίση και στην αυτό-κατάρρευση του συστήματος.
Η Τζένη είναι ένας ρόλος που υποδύεστε ξανά, 16 χρόνια μετά τη θρυλική παράσταση του Ντασέν. Πόσο διαφορετικά την προσεγγίζετε σήμερα;
Είναι η πρώτη φορά που το κάνω, να παίξω δηλαδή για δεύτερη φορά τον ίδιο ρόλο. Το είχα πρωτοπαίξει το καλοκαίρι του 1993 σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν με ένα μεγάλο καστ ηθοποιών. Ήταν ο Λάκης Λαζόπουλος στο ρόλο του Μακίθ, που τώρα υποδύεται ο Στέλιος Μάινας, ο Κώστας Καζάκος έπαιζε το ρόλο του Πίτσαμ, η Πέμη Ζούνη το ρόλο της Πόλυ. Ήταν πολύς κόσμος. Η Τζένη που υποδύομαι τώρα είναι πιο λιτή, πιο σκληρή, πιο κυνική, αν θέλετε. Στη παλιότερη παράσταση είχε μεγαλύτερες συναισθηματικές εκρήξεις. Ήταν μια Τζένη που έκλαιγε κιόλας. Τώρα που η εποχή έχει σκληρύνει περισσότερο, η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι ανάλογη, κι επομένως η παρουσίασή τους πάνω στη σκηνή υπόκειται σε αυτόν τον κανόνα.
Πόσο διαφορετική ήταν η παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Ντασέν από τη σημερινή;
Καταρχάς, και τότε ήταν μια διασκευή του Ζιλ Ντασέν σε συνεργασία με τον Παύλου Μάτεση, και τώρα πάλι είναι μια συμπυκνωμένη εκδοχή του έργου, δεδομένου ότι, αν κάποιος ανεβάσει όλο το έργο και πει όλα τα τραγούδια, η παράσταση θα διαρκέσει πάνω από τρεις ώρες. Για τις ανάγκες βέβαια της περιοδείας και του σύγχρονου θεατή σε ένα ανοικτό θέατρο χωρίς διάλειμμα, φιλοδοξούμε να φτάσει στις δύο ώρες περίπου, γιατί αυτό το χρονικό διάστημα είναι κατάλληλο που γι' αυτές τις συνθήκες. Είναι πιο κοφτή παράσταση, με πιο στακάτο ρυθμό, πιο γρήγορο από του Ντασέν. Η παλιά παράσταση ήταν πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια και επίσης τώρα υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο του σόου, του καμπαρέ, του τσίρκου, το στοιχείο του γκροτέσκ .
Πόσο παρακινδυνευμένο είναι να ανεβάζετε Μπρεχτ σε περιοδεία ανά την Ελλάδα;
Δεν είναι παρακινδυνευμένο, γιατί καταρχάς το σκηνικό είναι το ίδιο, είτε παίζουμε στο Badminton είτε στο Βύρωνα είτε στην πιο απομακρυσμένη περιοχή. Παρουσιάζουμε σε όλους την ίδια ακριβώς παράσταση. Απ' την άλλη μεριά, η σάτιρα και το χιούμορ του Μπρεχτ είναι εντελώς βιτριολικά και ανατρεπτικά και σύγχρονα. Υπάρχει δηλαδή το στοιχείο της μαύρης κωμωδίας, το οποίο είναι κατανοητό για το σύγχρονο θεατή, που πολύ γρήγορα και άμεσα αντιλαμβάνεται τι του λέει ο συγγραφέας.
Πάντως, πρόκειται για ένα έργο-αριστούργημα.
Πράγματι. Όσον αφορά το έργο καθαυτό, ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί τη σατιρική φόρμα για να μιλήσει για σύγχρονα τεράστια προβλήματα της κοινωνίας. Έπειτα είναι η μουσική του Kουρτ Βάιλ. Αθάνατα τραγούδια, διαχρονικά, με πάρα πολύ ωραία μουσική, που έχει στοιχεία τζαζ, στοιχεία καμπαρέ, από στρατιωτικά εμβατήρια σε ψαλμούς. Στη δική μας παραγωγή μεγάλο ρόλο παίζει και η ενορχήστρωση του Θοδωρή Οικονόμου, που είναι πολύ σύγχρονη και με άποψη. Για μένα, αυτό που μετράει είναι τα κείμενα κυρίως και η μουσική. Από κει και πέρα η παράσταση υπόκειται στην κριτική των θεατών... Ο κόσμος θα κρίνει το συνολικό αποτέλεσμα.
Στην παράσταση τραγουδάτε. Ποια είναι η σχέση σας με το τραγούδι;
Όσες φορές έχω κληθεί να τραγουδήσω, προσπαθώ να το κάνω σωστά και να ερμηνεύσω με όσο το δυνατό καλύτερο τρόπο τα τραγούδια, γιατί είμαι ηθοποιός, ερμηνεύτρια, δεν είμαι τραγουδίστρια. Έχω κάνει μαθήματα τραγουδιού. Βέβαια, τα συγκεκριμένα τραγούδια του Kουρτ Βάιλ τά 'χω ξαναπεί. Έχω τραγουδήσει παλιότερα, όπως στην Αντιγόνη σε μουσική Θεοδωράκη, ή Νίκο Κυπουργό σε ένα έργο του Σαίξπηρ. Στους τίτλους τέλους ενός σίριαλ είπα και το τραγούδι-σταθμό, που το 'χει χαρακτηρίσει η ερμηνεία του Δημήτρη Χορν, «Ηθοποιός σημαίνει φως». Όποτε οι ανάγκες του ρόλου απαιτούν τραγούδι, το κάνω.
σχόλια