Το Βερολίνο παρέμεινε τευτονικά ψύχραιμο κατά τη διάρκεια του πρόσφατου φεστιβάλ. Όταν έπεσε σύρμα από Αθήνα «φέρε όσα μπουκαλάκια απολυμαντικού βρεις» στον δυτικό τομέα της πόλης, βρήκα τα ράφια γεμάτα, αλλά λίγες ημέρες αργότερα, φαρμακεία και σχετικά καταστήματα στο ανατολικό, σαφώς πιο τουριστικό και γεμάτο Έλληνες φεστιβαλιστές τμήμα παρουσίαζαν σοβαρή έλλειψη.
Στο περιθώριο των ταινιών του διαγωνιστικού σκεφτόμουν αντανακλαστικά και δημοσιογραφικά παλιότερες ταινίες, «πανδημικά» προσανατολισμένες: το Contagion του Σόντερμπεργκ, με το όμορφο κρανίο της άπιστης Γκουίνεθ χαιρέκακα διάπλατο σε ένα από τα πιο αστραπιαία ξεπαστρέματα στο σινεμά. Το 28 ημέρες μετά και το εξίσου τρομερό σίκουελ με το ερημωμένο Λονδίνο, το I am legend, με τα ανατριχιαστικά, αν και εφετζίδικα, ερείπια της Νέας Υόρκης να αποτελούν την καθημερινότητα του κυνηγού και ταυτόχρονα πολιορκημένου Γουίλ Σμιθ. Και, βέβαια, τον πιο πιστό στο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Μάθεσον προκάτοχό του, το Omega Man, με τον Τσάρλτον Ίστον, που είχε διαπρέψει στον πρωτότυπο, κλασικό Πλανήτη των Πιθήκων, παρεμφερή παραβολή για την εξαφάνιση του πληθυσμού και τις συνέπειες μιας ποικιλόμορφης επιδημίας.
Η συνήθης τροπή μιας τέτοιας υπόθεσης είναι η μεταμόρφωση των προσβεβλημένων σε ζόμπι, μια δραματική υπέρβαση προς το φανταστικό που υπερβάλλει στη σύλληψη, αλλά προειδοποιεί, χωρίς απαραίτητα να υποκύπτει στον εύκολο πειρασμό της διδακτικότητας.
Μπορεί να μην απειλούμαστε από τη βουβωνική πανώλη ή τον λοιμό του Περικλή, αλλά δεν έχουμε απομακρυνθεί όσο νομίζουμε από τον ισπανική γρίπη του 20ού αιώνα, κάτι που οι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες αντιλαμβάνονται, ανάλογα με το ταλέντο, τη γραφή τους και τον διαθέσιμο προϋπολογισμό.
Στον 21ο αιώνα οι μετα-αποκαλυπτικές ταινίες έδωσαν το στίγμα του φόβου μπροστά σε μια υπερψηφιακή σιγουριά, ποντάροντας στο κενό που δημιουργείται από την εμπιστοσύνη στην ανάπτυξη και στην παράλληλη έλλειψη επαρκών προφυλάξεων.
Από το Road του Χίλκοουτ ως το Light of my Life του Κέισι Άφλεκ, η ματιά εξελίχθηκε σε μια φιλοσοφική ανησυχία, περισσότερο υπαρξιακή και μελαγχολική, χωρίς να λείπουν τα χορταστικά θεάματα, όπως το προβληματικό στην παραγωγή του, αλλά όχι και τόσο απογοητευτικό World War Z του Μαρκ Φόρστερ, με τον Μπραντ Πιτ.
Μπορεί να μην απειλούμαστε από τη βουβωνική πανώλη ή τον λοιμό του Περικλή, αλλά δεν έχουμε απομακρυνθεί όσο νομίζουμε από τον ισπανική γρίπη του 20ού αιώνα, κάτι που οι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες αντιλαμβάνονται, ανάλογα με το ταλέντο, τη γραφή τους και τον διαθέσιμο προϋπολογισμό.
Κι ενώ η Berlinale έβαινε προς το τέλος της και περιμέναμε την ταινία που θα διεκδικούσε τη Χρυσή Άρκτο από το First Cow της Κέλι Ράιχαρτ, που μου άρεσε πολύ, και το Never rarely sometimes always της Ελίζα Χίτμαν, που άρεσε σε όσους το πρόλαβαν, τις τελευταίες ημέρες προβλήθηκε το There is no evil του Μοχάμεντ Ρασούλοφ. Με το που το είδα, σιγουρεύτηκα πως θα έφευγε με το πρώτο βραβείο, για πολιτικούς και καλλιτεχνικούς λόγους.
Η ταινία, όχι ο ίδιος: ο Ρασούλοφ παρέμεινε σε κατ' οίκον περιορισμό στη χώρα του, καθώς οι Αρχές τού έχουν απαγορεύσει όχι μόνο να μεταβεί σε άλλο κράτος αλλά και να συμμετέχει σε συναθροίσεις και εκδηλώσεις, όπως επίσης και να σκηνοθετεί! Δεν είναι η πρώτη φορά που το Φεστιβάλ Βερολίνου ανταμείβει με την υψηλότερη διάκριση τιμωρημένο Ιρανό δημιουργό. Το 2015 ο Τζαφάρ Παναχί γύρισε αντάρτικα το Ταξί, το έστειλε κρυφά στο πρόθυμο να το προβάλει φεστιβάλ και η ανιψιά του παρέλαβε την Άρκτο αντ' αυτού.
Το There is no evil είναι μια πιο ενδιαφέρουσα, σοβαρή και απαιτητική ταινία σε σχέση με το Ταξί. Πραγματεύεται 4 διαφορετικές ιστορίες στρατιωτικών που αναγκάζονται να υπακούσουν, αλλά αμφισβητούν την ορθότητα και τη σκοπιμότητα των καθηκόντων τους.
Με άλλα λόγια, ο Ρασούλοφ μιλά για τη δική του περίπτωση, χρησιμοποιώντας ανώνυμους «υπαλλήλους» του κράτους. Το ζήτημα που προέκυψε μετά τη βράβευση ήταν αν ο Ρασούλοφ θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες της παράνομης πράξης του ή θα τη γλίτωνε με κίτρινη κάρτα – άλλωστε, οι Ιρανοί διαμαρτύρονται όποτε θίγονται, όπως συνέβη με το Argo, αν και, εκ των πραγμάτων, δεν θα μπορούσαν να επιβάλουν ποινή στο Χόλιγουντ.
Το πρόβλημα είναι πως ο Ρασούλοφ είχε καταδικαστεί ήδη με αναστολή, άρα η πρώτη παρατήρηση αυτόματα μετατράπηκε σε κόκκινη κάρτα. Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε πως θα οδηγηθεί στις φυλακές και η παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα έσπευσε να τον υπερασπιστεί, ζητώντας την άμεση απαλλαγή του.
Ο ίδιος έστειλε μια ανακοίνωση που, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρει: «Η κλήση μου να εκτίσω ποινή στις ιρανικές φυλακές απλώς φανερώνει ένα μικρό δείγμα της έλλειψης ανεκτικότητας και του θυμού που χαρακτηρίζει το καθεστώς της χώρας μου απέναντι στην κριτική. Πολλοί ακτιβιστές στον χώρο του πολιτισμού έχουν φυλακιστεί γιατί ασκούν κριτική στο καθεστώς. Ο διαδεδομένος και ανεξέλεγκτος κορονοϊός στις ιρανικές φυλακές απειλεί σοβαρά την υγεία τους. Οι παρούσες συνθήκες απαιτούν άμεση αντίδραση από τη διεθνή κοινότητα».
Η ειρωνεία είναι πολλαπλή: επαγγελματίες απ' όλο τον κόσμο βρέθηκαν σε έναν χώρο για να γίνουν κοινωνοί ταινιών απ' όλο τον κόσμο, εν μέρει αψηφώντας μια επιδημία που τότε ξεκινούσε τα φονικά της βήματα στην Ευρώπη, και απουσίαζε εκείνος που έμελλε να κερδίσει το κορυφαίο βραβείο. Τώρα, ο νικητής βρίσκεται σε κίνδυνο, εξαιτίας των ιδεολογικών και πολιτικών του διαφορών με το καθεστώς, αναγκασμένος να υπακούσει και να περάσει τουλάχιστον έναν χρόνο, έγκλειστος, στο άνδρο της επιδημίας...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια