Πριν επιχειρήσετε την κινηματογραφική μεταφορά του, το «Γάλα» είχε γίνει μεγάλη θεατρική επιτυχία. Είχατε, επομένως, περισσότερο άγχος απ’ ό,τι αν καταπιανόσασταν με κάτι εντελώς δικό σας;
Όχι. Το ίδιο αγχωμένος θα ήμουν, ακόμα και αν ήταν δικό μου το σενάριο! Η εισπρακτική επιτυχία αλλά και η καλλιτεχνική αναγνώριση είναι για μένα πολύ σημαντικά πράγματα, γιατί είναι ένας τρόπος επιβεβαίωσης ότι αυτό που έκανα κάπου «ακούμπησε». Φυσικά, ούτε το ένα ούτε το άλλο έχουν πάντα να κάνουν με την πραγματική αξία ενός φιλμ, ωστόσο βοηθούν πολύ την ψυχολογία του καλλιτέχνη! Η ανάγκη να πω αυτή την ιστορία ήταν τόσο δυνατή, που ξεπερνούσε κάθε πιθανό φόβο ή άγχος. Αυτή ήταν η κινητήρια δύναμή μου. Βέβαια, ήθελα πολύ το φιλμ να αρέσει στον Βασίλη (σ.σ. Κατσικονούρη) και αγωνιούσα πολύ γι’ αυτό. Ο Βασίλης με εμπιστεύτηκε πρώτος, δωρίζοντάς μου το «μωρό» του, οπότε θα στενοχωριόμουν, εάν το φιλμ δεν επικοινωνούσε μαζί του. Όταν τελικά το είδε, βγήκε απ’ το σινεμά δακρυσμένος. Του είπα «Ρε Βασίλη, εσύ τό ‘γραψες και κλαις;» κι εκείνος με αγκάλιασε, λέγοντάς μου «φαίνεται πως δεν το έχω αποβάλει ακόμη...». Ήταν μια πολύ ωραία στιγμή.
Πρωτοείδατε, λέτε, το «Γάλα» στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Τι σας άγγιξε ή σας εντυπωσίασε τόσο ώστε να αποφασίσετε να ασχοληθείτε μαζί του;
Ο Λευτέρης. Ταυτίστηκα με αυτό το παιδί πολύ. Ξέρετε, μικρός είχα πολλά κοινά μ’ αυτό τον ήρωα, έτσι άγγιξε μια χορδή μέσα μου πολύ ευαίσθητη. Ήμουν κι εγώ «στην απέξω», δεν είχα πολλούς φίλους, υπήρχα πολύ μέσα στο κεφάλι μου, χανόμουνα μέσα στο μυαλό, στις σκέψεις, στα όνειρα, στους «κόσμους» που έπλαθα. Είχα πάντα μια τάση φυγής και μια συναισθηματική ανάγκη πολύ παρόμοια με αυτήν του Λευτέρη... Η ιστορία είναι του Αντώνη, αλλά η καρδιά της είναι ο Λευτέρης. Θέτει πολλά υπαρξιακά ερωτήματα το κείμενο του Βασίλη, τα οποία βεβαίως δεν απαντιούνται ποτέ. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα ενός καλού κειμένου. Το ενδιαφέρον είναι στην (καλή) ερώτηση, όχι στην απάντηση. Το ίδιο το κείμενο με τράβηξε να το μελετήσω και να το ερμηνεύσω με τον δικό μου τρόπο.
Είστε ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα και την υποδοχή που γνώρισε η ταινία, που ήταν και η πρώτη σας;
Χαίρομαι που οι κριτικές ήταν πολύ καλές και που το φιλμ φάνηκε να έχει απήχηση σε όσους το είδαν. Κριτικοί και κοινό υπήρξαν πολύ γενναιόδωροι μαζί μου, κάτι που εκτιμώ πολύ. Απογοητεύτηκα, βέβαια, με το εισπρακτικό αποτέλεσμα. Πίστευα πραγματικά ότι θα πήγαινε πολύ καλύτερα. Αλλά μάλλον δεν πρέπει να είσαι σίγουρος για τίποτα.
Τι αποκομίσατε από τη γνωριμία σας με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορτσέζε και ο Κώστας Γαβράς;
Ο μεν Γαβράς είναι απ’ τους σπουδαιότερος εν ζωή σκηνοθέτες στην Ευρώπη, ο δε Σκορτσέζε απ’ τους σπουδαιότερους αντίστοιχα στην Αμερική. Ο πρώτος έχει σκηνοθετήσει 20 ταινίες, μεταξύ των οποίων αριστουργήματα όπως ο Αγνοούμενος (η καλύτερη ερμηνεία του Τζακ Λέμον, κατά τη γνώμη μου), η Κατάσταση Πολιορκίας και το Ζ, ο δεύτερος επίσης 20, ανάμεσά τους ορόσημα όπως ο Ταξιτζής, το Ακρωτήριο του Φόβου, ο Τελευταίος Πειρασμός. Αμφότεροι έχουν κερδίσει Όσκαρ κι έχουν γράψει ιστορία στον σύγχρονο κινηματογράφο, οπότε αντιλαμβάνεστε το δέος μου όταν τους γνώρισα... Ο Γαβράς ήρθε, σφίξαμε τα χέρια, συστηθήκαμε και κάθισε μπροστά μου στην αίθουσα την ώρα της προβολής. Τα νεύρα μου, κουρέλι... Σκεφτόμουν «ok, ο Γαβράς είναι μπροστά μου και βλέπει το φιλμ μου... ok... είναι τόσο σουρεαλιστικό όλο αυτό...». Μετά, εμφανώς συγκινημένος, μου είπε «κ. Σιούγα, κάνατε ένα καταπληκτικό φιλμ!». Ουάου! Τι να πω; Δεν μου έχει γίνει ως τώρα μεγαλύτερο κομπλιμέντο. Ο Γαβράς είναι ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος. Έχουμε κρατήσει επαφή και μάλιστα τον συμβουλεύομαι και για το επόμενο πρότζεκτ μου για τον Μίκη Θεοδωράκη.
Τη γνωριμία με τον Σκορτσέζε, τώρα, τη χρωστάω στον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο, τον παραγωγό μου, όπως επίσης και στον Γαβρά, που μίλησε στον Μάρτιν για μένα και τη δουλειά μου. Πήγα και τον είδα στα γυρίσματα της ταινίας Hugo κι έκατσα μια ολόκληρη μέρα μαζί του. Ένιωσα σαν να γνώρισα τον Πρόεδρο των ΗΠΑ! Αυτό κι αν ήταν σουρεαλιστικό... Ζήτησε να δει το Γάλα και αργότερα άκουσα ότι του άρεσε. Μοναδικές εμπειρίες - αισθάνομαι πολύ τυχερός!
Η κρίση πλήττει ιδιαίτερα την τέχνη και την ψυχαγωγία. Πόσο δύσκολο είναι να γίνουν καλές ταινίες μέσα σε τέτοιες συνθήκες;
Πολύ. Βέβαια, η χρηματοδότηση ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Επιπλέον, η ιστορία μάς έχει αποδείξει ότι η τέχνη ανθίζει μέσα σε περιόδους κρίσης και πίεσης. Ο καλλιτέχνης πάντα θα βρει τον τρόπο να εκφραστεί. Κι όσο πιο ζόρικα είναι τα πράγματα γύρω μας, τόσο πιο δυνατή νιώθουμε την ανάγκη να πούμε αυτό που πρέπει και να υπερβούμε το «εγώ» μας.
σχόλια